Έχοντας τη σφοδρή επιθυμία να κάνουν οικογένεια, η νεαρή Καθολική Rosemary Woodehouse (Mia Farrow) και ο ηθοποιός σύζυγός της Guy (John Cassavetes) μετακομίζουν στο Bramford, το εμβληματικό κτιριακό συγκρότημα της Νέας Υόρκης με το σκιώδες παρελθόν και τους αλλόκοτους ενοίκους. Πολύ σύντομα, οι εκκεντρικοί γείτονες Roman (Sidney Blackmer) και Minnie Castevet (Ruth Gordon) γίνονται φίλοι με το νεαρό ζευγάρι. Λίγο μετά, η Rosemary μένει έγκυος. Ωστόσο, καθώς η άπειρη μητέρα αποκόπτεται συστηματικά από τον κύκλο των φίλων της, ανησυχητικοί υπαινιγμοί μιας σατανικής, καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια, δοκιμάζοντας τις πνευματικές αντοχές της Rosemary.
Τα μεγάλα κινηματογραφικά αριστουργήματα είναι οι ταινίες εκείνες που, όσες φορές κι αν τις δεις, όσα κείμενα ανάλυσης κι αν διαβάσεις γι’ αυτές, πάντα θα ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο, πάντα θα βρίσκεις ένα επιπλέον επίπεδο ανάγνωσης που τις καθιστά πιο σύνθετες ή μια λεπτομέρεια στην κατασκευή που αναδεικνύει περαιτέρω την ευφυία των συντελεστών, και πρωτίστως του σκηνοθέτη. Το Rosemary’s Baby του Roman Polanski είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα και θα μπορούσαν να γραφτούν σελίδες ανάλυσης του μεγαλείου του, χωρίς να εξαντληθεί ο πλούτος των λεπτομερειών, των αναγνώσεων που επιδέχεται και των λόγων που το καθιστούν μια ταινία – σταθμό. Στο παρόν κείμενο, θα αποπειραθούμε μια σύνοψη των αιτιών για τις οποίες το φιλμ ανήκει στα κορυφαία από καταβολής σινεμά.
Ο κινηματογράφος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ασχολήθηκε, και εξακολουθεί να ασχολείται, εκτενώς με τη λεγόμενη «κοινοτοπία του κακού», έννοια που εισήγαγε στη θεωρητική σκέψη η Hannah Arendt και αναφέρεται, απλοϊκά θέτοντάς το, στην απλή και καθημερινή μορφή που μπορεί να πάρει το Κακό. Ο κινηματογραφικός τρόμος επηρεάστηκε από αυτήν την θεωρία, μετακινώντας την Απειλή σταδιακά από τα τέρατα, τους εξωγήινους και τις υπερφυσικές οντότητες στον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Η αρχή αυτής της μετατόπισης έγινε με το Psycho (1960) του Alfred Hitchcock και επισφραγίστηκε με το Rosemary’s Baby, μια ταινία στην οποία το Κακό βρίσκεται παντού, περικυκλώνοντας ασφυκτικά την ηρωίδα (εκπληκτική η Mia Farrow), μέχρι το ζοφερό φινάλε.
Μέσα από αυτή την ιστορία, ο Polanski, Εβραίος ο ίδιος κι επιζών του Ολοκαυτώματος, διερωτάται κατά πόσον παραδοσιακές ανθρώπινες αξίες, όπως ο θεσμός της οικογένειας, η θρησκευτική πίστη και ο γάμος μπορούν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο βυθισμένο στην παρακμή. Δεδομένου ότι η ταινία είναι το δεύτερο μέρος της Τριλογίας της Απομόνωσης του Πολωνού δημιουργού, μετά το Repulsion (1965) και πριν το The Tenant (1976), βλέπουμε ότι η καχυποψία και η παράνοια κλιμακώνεται προς τα εντός: αρχικά απέναντι στον έξω κόσμο, μετά απέναντι στους γείτονες, ύστερα απέναντι στον άνδρα της και, τέλος, απέναντι στο ίδιο το παιδί που κουβαλά στα σπλάχνα της.
Ακόμη, όμως, κι αν τίποτα από όλα αυτά δε σας λέει κάτι, η ταινία μπορεί να ιδωθεί και ως μια αλληγορία πάνω στο άγχος της μητρότητας, σε συνδυασμό με όλα τα συμπλέγματα και τις ανασφάλειες που συνοδεύουν τη σεξουαλική πράξη στο μυαλό ενός προσηλωμένου Καθολικού – δεν είναι τυχαία η αναφορά στη θρησκευτική ταυτότητα της ηρωίδας. Το φιλμ παραμένει αμφίσημο από την αρχή μέχρι το τέλος του, αφήνοντας διαρκώς ανοικτό το ενδεχόμενο ό,τι παρακολουθούμε να είναι καθαρό προϊόν της κλονισμένης ψυχικής υγείας και της καλπάζουσας φαντασίας της Rosemary. Ακόμη και στο φινάλε, ο Polanski αρνείται να μας δείξει το νεογέννητο μωρό, είτε επειδή προτιμά να αφήσει την απόλυτη ενσάρκωση του Κακού στη φαντασία του θεατή (καθιστώντας έτσι το έργο πιο τρομακτικό), είτε επειδή θέλει να διατηρήσει την αμφισημία μέχρι τέλους. Όπως κι αν το ερμηνεύσει κανείς, πρόκειται περί ενός σπουδαίου τέλους.
Ωστόσο, μια ταινία, όσο φορτωμένη με ιδέες κι αν είναι, δεν είναι ποτέ καλή, πόσο μάλλον αριστουργηματική, αν ο δημιουργός της, δηλαδή ο σκηνοθέτης, δεν είναι αληθινός μάστορας πίσω από το φακό. Και, ευτυχώς, ο Polanski είναι ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες που πέρασαν ποτέ από το μέσο, και στο συγκεκριμένο φιλμ βρέθηκε σε μεγάλη φόρμα. Ο τρόπος που κινηματογραφεί τους εσωτερικούς χώρους, καθιστώντας τους διαρκώς πιο αποπνικτικούς για την ηρωίδα και το θεατή, οι γωνίες λήψης που επιλέγει, τα χρώματα, τα ασφυκτικά κοντινά, το ρυθμικό μοντάζ έχουν σαν αποτέλεσμα μια ταινία όπου όλα δουλεύουν ρολόι, υπηρετώντας την πρόκληση τρόμου και ανησυχίας στο θεατή.
Πρέπει, ακόμη, να επισημάνουμε πως η ταινία δε θα ήταν η ίδια χωρίς τη μουσική του, σταθερού συνεργάτη του Polanski, Krzysztof Komeda. Ο Πολωνός μουσικοσυνθέτης έγραψε ένα νανούρισμα, το οποίο τραγούδησε η Mia Farrow, που μοιάζει βγαλμένο από τα ομορφότερα όνειρα και τους πιο αποκρουστικούς εφιάλτες μας ταυτόχρονα. Είναι ένα μουσικό θέμα που συμπυκνώνει όλο τον προβληματισμό της ταινίας, αφού στη μελωδική, γλυκιά και γεμάτη στοργή φωνή μιας μάνας που νανουρίζει το βρέφος της υπάρχει, υπόγεια και διακριτικά, η διαρκής υπόμνηση ενός Κακού που ελλοχεύει παντού.
Το Rosemary’s Baby, τόσες δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, παραμένει τρομακτικό, ενοχλητικό, συνταρακτικό και μοντέρνο. Η όψη του δεν έχει γεράσει καθόλου και ο προβληματισμός του παραμένει επίκαιρος. Ο Roman Polanski έφτιαξε μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών με το εν λόγω φιλμ, κι εξασφάλισε διά παντός μια θέση στο πάνθεον των κινηματογραφικών δημιουργών.