«Οι ταινίες δράσης δεν είναι πλέον όπως παλιά» είχε πει κάποτε ο Sylvester Stalone μιλώντας για την επέλαση των κινηματογραφικών υπερηρώων. «Πλέον μπορείς να φορέσεις τα μούσκουλά σου σαν στολή. Αν το ήξερα, δε θα πήγαινα γυμναστήριο όλα αυτά τα χρόνια».
Και είναι αλήθεια. Με την άνοδο των υπερηρωικών μπλοκμπάστερ, έληξε η χρυσή εποχή των Αμερικάνων action heroes. Πλέον οι σταρ έχουν λιγότερη σημασία – και τον πρώτο λόγο παίρνουν οι στολές.
Μερικές δεκαετίες μετά, και κατά μια ειρωνεία της τύχης, ο βετεράνος action man βρίσκεται στην πρωταγωνιστική καρέκλα του Samaritan, της νέας υπερηρωικής ταινίας του Amazon Prime. Ο 76χρονος σταρ ενσαρκώνει έναν γερασμένο ήρωα που, μετά από μια επική μάχη, αποφασίζει να απομονωθεί και να περάσει τη σύνταξή του ως ταπεινός οδοκαθαριστής – ώσπου ένα ενθουσιώδες αγοράκι μπαίνει στη ζωή του, και ο πικραμένος παππούς καλείται να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του μια τελευταία φορά.
…και για τα πρώτα λεπτά της ταινίας, το αποτέλεσμα κεντρίζει το ενδιαφέρον. Οι χαρακτήρες μας κατοικούν σε μια γλοιώδη, μουχλιασμένη πόλη που κάνει το Γκόθαμ να μοιάζει με παράδεισο, ενώ η “υψηλή κοινωνία” εμφανίζεται μονάχα στις τηλεοράσεις και τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Η μυστηριώδης μυθολογία αυτού του κόσμου (οι υπερκακοί έχουν οπαδούς που ταγκάρουν τα logo τους σε τοίχους λες και είμαστε στο Arkham City) κολακεύει την over-the-top αισθητική της ταινίας και οι πρωταγωνιστές μας (απολαυστικός ο Σταλόνε και συναρπαστικός ο νεαρός Javon Walton) μαγειρεύουν το ιδανικό μείγμα κιτς και ανθρωπιάς που ταιριάζει σε ένα πρότζεκτ με την συγκεκριμένη ταυτότητα.
Ταυτόχρονα, η ταινία δείχνει πρόθυμη να εξερευνήσει την αμφιλεγόμενη ηθική του genre: Οι χαρακτήρες συλλογίζονται τον ρόλο των υπερηρώων, και το πως αυτοί αποτελούν φρουρά της άρχουσας τάξης, μαντρόσκυλα των πλούσιων και των ισχυρών. Το μυστηριώδες backstory του Samaritan, του καλόκαρδου προστάτη των αδύνατων, δείχνει να υπόσχεται κάποιου είδους ανατροπή των στερεοτύπων, ξεμπροστιάζοντας την αντιλαϊκή φύση της υπερηρωικής μυθολογίας.
…όμως δεν μας παίρνει πολλή ώρα να αντιληφθούμε πως, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτα κάτω από την επιφάνεια. Το σενάριο (που θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας μικρού μήκους), τεντώνεται για να καλύψει ένα runtime μιάμιση ώρας, όπου οι χαρακτήρες κάνουν ανούσιες βόλτες στην ανύπαρκτη πόλη τους. Οι ηθικές αναζητήσεις παραμένουν ανεκμετάλλευτες, με τους ήρωές μας να καταλήγουν σε ξεπλυμένα συμπεράσματα· ενώ το παρελθόν αυτού του κόσμου μένει ανεξερεύνητο, σαμποτάροντας έτσι το worldbuilding της ταινίας. Και τελικά, η ιστορία κορυφώνεται σε ένα plot twist που ήταν ηλίου φαεινότερον από τα πρώτα λεπτά, σε μια μάχη που (αν και καθαρόαιμα καλτ) δεν είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Και όταν η καλτίλα δεν είναι διασκεδαστική, τότε στην πραγματικότητα, είναι απλώς φτηνιάρικη.
Εν τελει, και παρά το ταλέντο του πληρώματος, το Samaritan δεν υλοποιεί ποτέ τις δυνατότητές του. Στον κόσμο του The Boys και του Invincible, οι ηθικές του αναζητήσεις αντηχούν μισοψημένες· ενώ η (ομολογουμένως επιτυχημένη) αναπαραγωγή της 2000’s αισθητικής δεν υποστηρίζεται από στιβαρό worldbuilding. Και δυστυχώς, παρά τις καλές του προθέσεις, ο Samaritan μοιάζει με φτηνή απομίμηση των υπερηρώων που επιχειρεί να αποδομήσει.