Απογοητευμένες από την εργασία του, ο Dan Erickson ευχόταν να μπορούσε να κάνει ένα άλμα στο χρόνο, προσπερνώντας τις ώρες που χρειάζεται να βρίσκεται στη δουλειά του και να βρεθεί κατευθείαν στο τέλος της ημέρας. Η ευχή του τού προκάλεσε τρόμο – ποιος λογικός άνθρωπος θα ήλπιζε να «χάνει» χρόνο απ’ τη ζωή του;!-, αλλά αποτέλεσε και τη βάση για το σενάριο της νέας σειράς της AppleTV+, Severance, στην οποία ένας τεχνολογικός κολοσσός δίνει την ευκαιρία στους εργαζομένους του να διαχωρίζουν πλήρως την προσωπική από την εργασιακή τους ζωή. Με μια απλή εγχείρηση, μπορούν να ξεχνούν τις ώρες που περνούν στο γραφείο όσο βρίσκονται εκτός δουλειάς και αντίστοιχα να μην θυμούνται απολύτως τίποτα από τις προσωπικές τους ζωές, όταν βρίσκονται στο γραφείο. Η απόλυτη ουτοπία, σωστά;
Ο Ben Stiller, ο οποίος σκηνοθετεί και τα περισσότερα επεισόδια της σειράς, καταγράφει την εργασιακή ζωή ως μια κόλαση που ελλοχεύει πίσω από ευγενικά χαμόγελα και λευκούς, αποστειρωμένους τοίχους. Καδράρει ασφυκτικά την πρωταγωνιστική τετράδα, τους υπαλλήλους του τμήματος «Macrodata Refinement», στριμώχνοντάς τους ανάμεσα στα διαχωριστικά των γραφείων τους, και κινηματογραφεί την περιπλάνηση στους λαβυρινθώδεις, επαναλαμβανόμενους διαδρόμους, με τρόπο αποπροσανατολιστικό, εντείνοντας ακόμα περισσότερο την αίσθηση εγκλεισμού. Η ρετρο-φουριστική αρχιτεκτονική με τους γιγαντιαίους τσιμεντένιους χώρους και τον μονίμως τεχνητό φωτισμό των εγκαταστάσεων της Lumon, όπως ονομάζεται η εταιρία, μοιάζει βγαλμένη από την ακμή του μοντερνισμού κι από ταινίες του Tati, δημιουργώντας έναν επιβλητικό μικρόκοσμο όπου κάθε τι είναι –οφείλει να είναι- απολύτως καθορισμένο και η κάθε πράξη να ακολουθεί πιστά την εταιρική Βίβλο.
Ίσως ακουστεί περίεργο, αλλά η σκηνοθεσία του Ben Stiller θα μπορούσε να ενταχθεί με οργανικό τρόπο στους «παράλληλους», γραφειοκρατικούς κόσμους του Γιώργου Λάνθιμου, αφού μοιάζει να ρουφάει κάθε σπιθαμή ζωής από τον ρετρο(φουτουριστικό) χώρο (όχι όμως και από τους χαρακτήρες). Αντίστοιχα, και το σενάριο, παρ’ ότι δομείται πρωτίστως ως ένα αγωνιώδες και εθιστικό μυστήριο, όπου η κάθε πληροφορία προσφέρεται με το σταγονόμετρο και μονάχα όταν προκύπτει από την ιστορία, διαθέτει μικρές δόσεις παράλογου χιούμορ, ακριβώς όπως συμβαίνει και στα σενάρια των Λάνθιμου και Φιλίππου.
Το σενάριο του Erickson μπορεί να αφιερώνει περίπου ισάξιο χρόνο σε όλους τους υπαλλήλους του τμήματος, ωστόσο, όταν βγαίνει στον έξω κόσμο ακολουθεί αυστηρά μονάχα έναν χαρακτήρα, τον Mark. Μέσα από τις περιορισμένες αλληλεπιδράσεις του, τον ασφυκτικά μικρό κοινωνικό του κύκλο που αποτελείται μονάχα από την αδερφή του και τον εκκεντρικό της σύζυγό, ανοίγεται ένα μικρό παράθυρο στον κόσμο της σειράς∙ στις συνέπειες του διαχωρισμού στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, την (μη) αποδοχή από μερίδα του κόσμου ή ακόμα και τις έντονες αντιδράσεις εναντίον της γενικευμένης προώθησης της.
Βέβαια, η απομάκρυνση του από την κοινωνική ζωή δεν είναι τυχαία και συνδέεται άμεσα με το τραγικό γεγονός που τον ώθησε να προβεί στην τολμηρή εγχείρηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η σειρά θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα για το κατά πόσο η εργασιακή ζωή λειτουργεί ως έναν τρόπο απόσπασης της προσοχής από προσωπικά προβλήματα, δίχως να τα λύνει ουσιαστικά, αλλά κρύβοντάς τα κάτω από το χαλί.
Αναμενόμενα, το μεγαλύτερο ερμηνευτικό βάρος πέφτει στις πλάτες του Adam Scott, ο οποίος πετυχαίνει να χτίσει δύο διαφορετικές ερμηνείες που στην πραγματικότητα διακρίνονται από κοινά γνωρίσματα. Εκτός γραφείου, ο Mark είναι ένα συναισθηματικό ράκος, κυριολεκτικά σέρνεται με ελάχιστη όρεξη για αλληλεπίδραση με τρίτους, ενώ στο γραφείο πρόκειται για έναν (σχετικά) ευδιάθετο και πιστό εργαζόμενο. Κοινός τόπος και των δύο πτυχών του, η ευγένεια και η πρόθεση του να κάνει το σωστό, όταν θεωρήσει πως αυτό είναι απαραίτητο.
Εντούτοις, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται και η συνεισφορά «περιφερειακών» ηθοποιών. Η Britt Lower (Man Seeking Woman) προσφέρει την απαραίτητη ένταση στην ιστορία, αφού η οργή και η απόγνωσή της είναι εκείνη που θέτει την πλοκή σε κίνηση, ο John Turturro (The Batman) προσθέτει μια χαραμάδα ευαισθησίας και ανάγκης για επικοινωνία, παρ’ ότι ο χαρακτήρας του επιμένει να ακολουθεί κατά γράμμα τις εταιρικές οδηγίες, ενώ σε κρυφό άσσο αναδεικνύεται η ύπουλα απειλητική, μα απολαυστική ερμηνεία του Tramell Tillman (δείτε τη σκηνή χορού!) που θα μπορούσε να συμπυκνώσει και όλη τη στάση της Lumon προς τους υπαλλήλους της.
Δίχως βαρύγδουπες, αλλά κενές πολιτικές ατάκες κι εξυπηρετώντας πρωτίστως την ικανοποίηση του κοινού, το Severance κατανοεί σε βάθος και με ειλικρίνεια τις σύγχρονες ανησυχίες για το μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον, αντανακλώντας τες με τρόπο εντυπωσιακό και στοχευμένο. Οι ισορροπίες που διατηρεί είναι ζηλευτές, αφήνοντας τα όποια κοινωνικά σχόλια να προκύψουν από τη δύναμη των εικόνων του, δίχως να ξεστομίσει στα εννιά επεισόδιά της ούτε μισή λέξη όπου να υπάρχει η οποιαδήποτε αναφορά σε «καπιταλισμό» κι όλα αυτά σε μια περίοδο σημαντικών ζυμώσεων για τον αμερικάνικο συνδικαλισμό.
Πολιτικά ξεκάθαρο, δίχως να το διατυμπανίζει ή να κάνει εκπτώσεις στην ψυχαγωγική του διάσταση, το Severance μοιάζει με το The Office, αν ήταν σκηνοθετημένο από τον Λάνθιμο ως επεισόδιο του Black Mirror, κερδίζοντας κατά πάσα πιθανότητα μια θέση στα καλύτερα της χρονιάς – σε μια χρονιά μάλιστα με τεράστιο ανταγωνισμό. Ας ελπίσουμε η συνέχεια να αποδειχθεί εξίσου φιλόδοξη και τολμηρή και να μην ξεφουσκώσει άδοξα και άδικα.