Θέλοντας να αναθέσει τη σκηνοθεσία της Black Widow σε κάποια γυναίκα σκηνοθέτιδα, η Marvel είχε προσεγγίσει κάποια στιγμή την Lucreccia Martel. Όπως είναι γνωστό, η μεταξύ τους συνεργασία δεν προχώρησε, ωστόσο αυτό που αξίζει να κρατήσουμε είναι πως σε μια συνάντησή τους η εταιρία «καθησύχασε» την αργεντινή δημιουργό πως σε περίπτωση που αναλάμβανε τα σκηνοθετικά ηνία της ταινίας δεν θα υπήρχε λόγος να ανησυχεί για τις σκηνές δράσεις, αφού έχουν μια ομάδα ειδική για αυτές∙ το μόνο που θα χρειαστεί να κάνει εκείνη είναι να αναπτύξει τον χαρακτήρα της Johansson. Η παραπάνω δήλωση είναι ενδεικτική της προσέγγισης της Marvel στις σκηνές δράσεις, τις οποίες προφανώς θεωρεί ένα διαφορετικό κομμάτι της ταινίας που δεν υπάρχει και ουσιαστικός λόγος να εντάσσεται αρμονικά στο συνολικό όραμα των δημιουργών. Ως αποτέλεσμα, εδώ και σχεδόν 25 ταινίες, και με περιορισμένες μονάχα εξαιρέσεις, οι σκηνές δράσεις καταλήγουν να είναι ένας ανέπνευστος ψηφιακός αχταρμάς που δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει τη σύγκριση με πραγματικές ταινίες δράσεις, όπως το John Wick.
Αν υπάρχει, λοιπόν, κάτι το οποίο έχει να προσφέρει το Shang–Chi and the Legend of the Ten Rings στο σύμπαν του MCU είναι οι φρέσκες σεκάνς δράσεις που εισάγουν τις πολεμικές τέχνες στις υπερηρωρικές περιπέτειες. Επηρεασμένες από κινέζικες ταινίες πολεμικών τεχνών (από τις περιπέτειες του Bruce Lee και του Jackie Chan μέχρι το Crouching Tiger, Hidden Dragon), οι χορογραφίες της ταινίας χαρακτηρίζονται από μια πρωτοφανή –για τα δεδομένα της Marvel- δυναμική. Οι μονομαχίες άλλοτε σχεδόν τελετουργικές κι άλλοτε γεμάτες οργή και ενέργεια, φαντάζουν περισσότερο με χορούς, παρά με τυπικές σκηνές δράσης, ενώ η τοποθέτησή τους σε μπανάλ περιβάλλοντα του αστικού χώρου, από λεωφορεία μέχρι σκαλωσιές, προσφέρει μια οικειότητα που απουσιάζει από τη μεγάλη κλίμακα μονομαχιών που μας έχει συνηθίσει το MCU. Η σκηνοθεσία του Destin Daniel Cretton αναγνωρίζει αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δράσης και όντως, της επιτρέπει να αναδειχθεί, δίχως να την πνίγει με κοφτό μοντάζ, αλλά αφήνοντάς την να αναπνεύσει μέσα από μακροσκελή, μερικές φορές εντυπωσιακά πλάνα.
Βέβαια, κάπου εδώ αρχίζουν να εξαντλούνται οι ουσιαστικές καινοτομίες της ταινίας και εμφανίζονται μικρά και μεγάλα προβλήματα που πλέον έχουν καταλήξει σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι του MCU. Στο αισθητικό κομμάτι, η πλούσια, πολύχρωμη κινέζικη παράδοση μένει κατά κύριο λόγο ανεκμετάλλευτη, ενώ το σενάριο αδυνατεί να ενισχύσει τα δυνατά του χαρτιά, την ίδια στιγμή που τα πάντα παρουσιάζονται με μια αδικαιολόγητη βιασύνη, στερώντας την απαραίτητη εμβάθυνση στους χαρακτήρες. Κάπως έτσι, ο πατέρας του Shang και βασικός ανταγωνιστής της ταινίας(που ερμηνεύει ο σπουδαίος Tony Chiu–Wai Leung) χαραμίζεται, με το σενάριο να καταλήγει αναποφάσιστο ως προς τον τρόπο διαχείρισής του. Από τη μια, παρουσιάζει τον Shang-Chi πρόθυμο να συνυπάρξει μαζί του, απ’ την άλλη του υπενθυμίζει ξαφνικά τον απαράδεκτο τρόπο με τον οποίον τον εκμεταλλεύτηκε ως έφηβο, αλλά τελικά υποβιβάζει την μεταξύ τους κόντρα για χάρη μιας μονομαχίας τεράτων, ενώ ελάχιστα αξιοποιείται δραματουργικά το γεγονός πως ο πατέρας του ζει εδώ και 1000 χρόνια! Παρομοίως, η σχέση του Shang–Chi με την αδερφή του εισάγεται με ταχύτατους ρυθμούς, μένοντας ξεχασμένη κάπου ανάμεσα στις αμέτρητες σκηνές δράσεις, ενώ οι θεματικές που συντροφεύουν τον Shang σχετικά με την οικογενειακή κληρονομικά ή τον τρόπο με τον οποίο τα λάθη του παρελθόντος αφήνουν τα σημάδια τους στο παρόν και το μέλλον, δεν αναπτύσσονται ικανοποιητικά.
Σποραδικές αρετές υπάρχουν, όπως η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Shang–Chi και την κολλητή του φίλη την Katy με την εξαιρετική τους χημεία να αποδεικνύεται σωτήρια για την ταινία ή η κωμική παρουσία ενός χαρακτήρα από τα παλιά που προσφέρει μερικές από τις πιο απολαυστικές (και ολίγον τι τραγικές) στιγμές της ταινίας.
Εν τέλει, παρά τις επιμέρους φρέσκιες ιδέες και τη διάθεση να απαγκιστρωθεί σε κάποιον βαθμό από την κλισέ συνταγή της Marvel, ο Shang-Chi και τα δαχτυλίδια του δεν καταφέρνουν να εισάγουν κάτι πραγματικά φρέσκο σε ένα franchise που απ’ ότι φαίνεται παραμένει εγκλωβισμένο στη σίγουρη λύση, παρ’ ότι διαισθάνεται την ανάγκη για ανανέωση της κινηματογραφικής του γλώσσας.