Η ανακοίνωση της DC για την παραγωγή ταινίας με πρωταγωνιστή τον Shazam -έναν χαρακτήρα με πλούσια ιστορία, αλλά μισοξεχασμένο απ’ το ευρύ κοινό λόγω νομικών κολλημάτων- έμοιαζε εξ’ αρχής μια απ’ τις πιο παλαβές ιδέες της εταιρίας. Το τελικό -σαφέστατα άνισο- αποτέλεσμα διατηρεί στο ακέραιο αυτή την τρέλα, θυμίζοντας περισσότερο κάτι που θα βλέπεται τα Χριστούγεννα, με τους θεατές χουχουλιασμένους κάτω απ’ τα σκεπάσματα, πίνοντας κάποιο ζεστό ρόφημα, παρά ταινία που πρέπει να κοιτάξει στα μάτια το θηρίο που ακούει στο όνομα Avengers: Endgame.
Ο μάγος Shazam ψάχνει απεγνωσμένα έναν καλό άνθρωπο, ώστε να του μεταδώσει τις δυνάμεις του και να αποτρέψει τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα να ελευθερωθούν, φέρνοντας πόνο και δυστυχία στην ανθρωπότητα. Μετά από προσπάθειες χρόνων και με τα αμαρτήματα να έχουν πλέον ελευθερωθεί με τη βοήθεια του ανταγωνιστή της ταινίας Dr. Sivana, βρίσκει τελικά έναν δεκαπεντάχρονο πιτσιρικά, τον Billy Batson, ο οποίος μάλλον δεν είναι κι ο πιο ώριμος υπερήρωας.
Ξεκινώντας απ’ τα αρνητικά, δυστυχώς το παρελθόν του πρωταγωνιστή είναι απ’ τα πιο αδιάφορα στοιχεία, αφού η αναζήτηση των χαμένων γονιών του και η εξήγηση που δίνεται κάποια στιγμή μου φάνηκε ελάχιστα πειστική. Παρ’ όλα αυτά, ο πιτσιρικάς αποδίδει πολύ καλά τον ρόλο του αντικοινωνικού εφήβου που διαρκώς φεύγει κρυφά από οικογένειες που τον υιοθετούν, διαθέτοντας όμως και μια κρυφή, ανέμελη πλευρά, η οποία εξωτερικεύεται δίχως περιορισμούς όταν μετατρέπεται στον Shazam. Η φυσιογνωμία, η κινησιολογία και ο τρόπος ομιλίας που υιοθετεί ο Zachary Levi τον μετατρέπουν στην απόλυτη προσωποποίηση ενός δεκαπεντάχρονου σε σώμα τριαντάρη, αν και έχω την αίσθηση πως έβαλε (ή καθοδηγήθηκε ώστε να βάλει) περισσότερο ενθουσιασμό απ’ το alter ego του, οπότε ο Shazam μοιάζει πολύ, πολύ περισσότερο εξωστρεφής και χαζοχαρούμενος απ’ τον έφηβο Billy (το χαζοχαρούμενος δεν έχει αρνητική χροιά, δεδομένου ότι μιλάμε για εφηβικό χιούμορ).
Ξεπερνώντας αυτή την μικρή ενόχληση, είναι αδύνατον να μην παραδεχτεί κανείς την ιδανική χημεία του Levi με τον κολλητό του Billy, Freddy, με αποτέλεσμα οι σκηνές που μοιράζονται οι δυο τους να είναι και απ’ τις πιο απολαυστικές της ταινίας. Προσωπικά, λάτρεψα κάθε λεπτό των σκηνών που εμφανιζόταν ο Freddy, καθώς ο πιτσιρικάς που τον ερμηνεύει (ο Jack Dylan Grazer του It) βάζει όλο του το είναι και δείχνει πολύ πιο ενθουσιασμένος με τη νέα κατάσταση, απ’ ότι ο Billy, ο οποίος κρατάει ένα πιο χαμηλό προφίλ, όταν δεν κυκλοφορεί ως Shazam.
Αυτός ο ενθουσιασμός εκφράζεται με την εξερεύνηση των νέων δυνάμεων του Billy και τη δημοσίευση των δοκιμών τους στο διαδίκτυο, φέρνοντας τους δύο φίλους στην αγκαλιά του ανταγωνιστή της ταινίας, Dr. Sivana, δικαιώνοντας τους ισχυρισμούς του πατέρα του Clark Kent στο Man of Steel, ότι άτομα με τέτοιες δυνάμεις ίσως να μην πρέπει να φανερώνονται δίχως δεύτερη σκέψη.
Ο Mark Strong ως Doctor Sivana δεν συγκλονίζει παίζοντας έναν ρόλο στον οποίον τον έχουμε δει αρκετές φορές. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία του έχει ενδιαφέρον, αφού αναζητά τον εκλεκτό του μάγου, προκειμένου να τον νικήσει και να του πάρει τις δυνάμεις που θεωρεί ότι του ανήκουν, αποδεικνύοντας παράλληλα πως μπορεί να σηκώσει στις πλάτες του τις προσδοκίες που είχε γι’ αυτόν ο πατέρας του και οι οποίες μοιάζουν αρκετά με τις προσδοκίες που που έχει κανείς από τον τέλειο άντρα, τον άντρα τον σωστό. Βέβαια, αυτές οι στερεοτυπικές προσδοκίες αποδομούνται πλήρως στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα του Shazam. Αν και θυμίζει το απόλυτο αρσενικό με το απαραίτητο μυώδες, καλογυμνασμένο σώμα και την υπερβολική δύναμη, στην πραγματικότητα είναι ένας ατζαμής έφηβος που περισσότερο νοιάζεται για τον εντυπωσιασμό των γύρω του, παρά για να σώζει με αξιοζήλευτη ευκολία αβοήθητα γυναικόπαιδα, όπως θα όφειλε ένας προστάτης.
Δυστυχώς, η ταινία δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα σε αυτή την ενδιαφέρουσα πτυχή της, η οποία μάλλον δεν θα γίνει άμεσα αντιληπτή, επιλέγοντας να σταθεί περισσότερο σε πιο αναμενόμενες θεματικές σχετικές με τη σημασία της οικογένειας και της αξίας να μοιράζεσαι τη δύναμη σου με άλλους, ενισχύοντας έτσι το οικογενειακό προφίλ της.
Η σκηνοθεσία του David Sandberg είναι ανάλαφρη, δεν παίρνει τον εαυτό της ιδιαίτερα στα σοβαρά, αγκαλιάζοντας την παιδική αφέλεια του χαρακτήρα κι εκφράζει τις indie επιρροές της απ’ το ντοκυμενταρίστικο Chronicle. Παρά την καταγωγή του απ’ το είδος του τρόμου, το οποίο τιμά με σκηνές που θα μπορούσαν να ανήκουν σε τέτοια ταινία, ο Sandberg διαχειρίζεται αρκετά καλά τις κωμικές στιγμές, χωρίς αυτό να σημαίνει πως λειτουργούν πάντα με την ίδια αποτελεσματικότητα. Ακόμα κι έτσι όμως, δημιουργείται η εύλογη απορία πως είναι δυνατόν οι δύο πιο κωμικές ταινίες του DCEU να προέρχονται από τρομο-σκηνοθέτες.
Ο Benjamin Wallfisch ντύνει την ταινία με μου-σι-κά-ρες που μοιάζουν με παιδί του John Williams και του Danny Elfman. Ακολουθώντας τα εύθυμα μονοπάτια της υπόλοιπης ταινίας, η μουσική εκμαιεύει και την τελευταία στάλα ηρωικού συναισθήματος απ’ τους θεατές, παραμένοντας εξίσου σπουδαία όπως και στις υπόλοιπες ταινίες του σύμπαντος.
Συνοψίζοντας, το Shazam επαναφέρει τη χαμένη αθωότητα και ανεμελιά των υπερηρωικών ταινιών, ανατρέποντας το στερεότυπο του τέλειου (συνήθως) άντρα υπερήρωα, βάζοντας στη θέση του ανώριμα πιτσιρίκια που δεν σκέφτονται μονάχα την σωτηρία του κόσμου. Το χριστουγεννιάτικο σκηνικό και η φιλική προς την οικογένεια προσέγγιση είναι πιθανό να μην κερδίσουν την καρδιά των φανατικών οπαδών του είδους, αλλά είναι σίγουρο πως θα μετατρέψουν την ταινία στην επόμενη χριστουγεννιάτικη επιτυχία.