Ο Juan Antonio Bayona έχει ήδη αποδείξει ότι είναι ένας σκηνοθέτης ο οποίος δε θέλει να τυποποιηθεί σε ένα είδος. Ξεκίνησε την κινηματογραφική καριέρα του με μια ταινία τρόμου, το The Orphanage (2007), που παραμένει η καλύτερη δουλειά του, και συνέχισε με φιλμ εντελώς διαφορετικών ειδών: το δραματικό, βασισμένο σε αληθινή ιστορία The Impossible (2012), το coming-of-age παραμύθι A Monster Calls (2016) και το blockbuster sequel Jurassic World: Fallen Kingdom (2018). Από όλες αυτές τις ταινίες, το The Impossible είναι η πιο συγγενής με τη νέα δουλειά του Ισπανού σκηνοθέτη, Society of the Snow, καθώς και οι δύο απομακρύνονται από το σινεμά είδους και δραματοποιούν αληθινές ιστορίες: εν προκειμένω, αυτήν μιας αθλητικής ομάδας που, ενώ πετούσε, εν έτει 1972, για να δώσει έναν αγώνα εκτός έδρας, συνετρίβη με το αεροπλάνο της και μόνο λίγα μέλη της διασώθηκαν.
Δυστυχώς, το υποψήφιο για Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας νέο φιλμ του Bayona επαναλαμβάνει τις αστοχίες και τους μελοδραματισμούς του προαναφερθέντος έργου. Ενώ είναι μια ταινία καλογυαλισμένη στην όψη, εμφανώς φροντισμένη στην παραγωγή της ως ταινία του Netflix, παράλληλα μοιάζει άψυχη και καλλιτεχνικά αδιάφορη. Το σκηνοθετικό της ύφος θυμίζει περισσότερο καλογυρισμένο video στο YouTube παρά κινηματογραφική περιπέτεια καταστροφής, με τον Bayona να επενδύει όλα τα χρήματα του προϋπολογισμού του στο να στήσει μερικά εντυπωσιακά, πανέμορφα πλάνα, τα οποία ωστόσο δεν βρίσκονται εκεί για να εξυπηρετήσουν την αφήγηση μιας εξίσου ενδιαφέρουσας ιστορίας, αλλά για να κλέψουν τις εντυπώσεις όσο η κοινοτοπία της πλοκής παίρνει το πάνω χέρι.
Και ο λόγος που η πλοκή είναι αδιάφορη έγκειται στο γεγονός ότι οι χαρακτήρες της ταινίας δεν έχουν το χρόνο να αναπνεύσουν και να ξεχωρίσουν. Παρακολουθώντας το φιλμ, δε θα αντιληφθεί κανείς διαφορές ανάμεσα στα πρόσωπα του δράματος, είναι λες και όλοι οι χαρακτήρες μιλούν και συμπεριφέρονται το ίδιο. Λίγες εβδομάδες έχουν περάσει από την προβολή της ταινίας και ο γράφων, τουλάχιστον, αδυνατεί να θυμηθεί έστω και έναν χαρακτήρα από το φιλμ. Ο Bayona αφηγείται στρωτά την αληθινή ιστορία δίχως να παίρνει κανένα δημιουργικό ρίσκο, δίχως να εμπλουτίζει τους πραγματικούς χαρακτήρες ώστε να τους κάνει κινηματογραφικά συναρπαστικούς.
Έτσι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών να αποτυπώσουν στις ερμηνείες τους τις κακουχίες και τις δυσκολίες που περνούν οι χαρακτήρες τους, εμείς ως θεατές αδυνατούμε να ταυτιστούμε με το όλο δράμα, καθώς κανένας από αυτούς δε μας αφορά σαν άνθρωπος. Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο περί των αληθινών γεγονότων που εμπνέουν την ταινία θα έριχνε ίσως περισσότερο φως στο ποιοι ήταν πραγματικά αυτοί οι άνθρωποι ή, έστω, θα μας προκαλούσε έναν κόμπο στο λαιμό για την αδιανόητη περιπέτεια που κλήθηκαν να ζήσουν όσοι κατάφεραν, τελικά, να επιβιώσουν.
Κάπως έτσι, το Society of the Snow είναι τελικά απλά και μόνο ένα misery porn φιλμ, που υποτίθεται ότι εξυμνεί τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης και την ικανότητά μας να τα βάζουμε με τη φύση και να τα καταφέρνουμε. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια κλισέ, σχηματική ταινία η οποία ξύνει μονάχα την επιφάνεια της θεματολογίας της και δεν εμβαθύνει καθόλου σε αυτήν. Το Alive (1993) του Frank Marshall, μια αμερικανική ταινία που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό της δεκαετίας του 1990 και άντλησε έμπνευση από το ίδιο περιστατικό, είναι σίγουρα καλύτερη και πολύ πιο ανθρώπινη στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Μπορεί να υπολείπεται της ταινίας του Bayona σε προϋπολογισμό και τεχνολογία, τελικά όμως αυτά δεν είναι παρά το συμπλήρωμα που βοηθά μια ήδη ωραία ιστορία να γίνει καλύτερη και όχι ο παράγοντας που δίνει τις καλές ταινίες.
Κρίνοντας από τις επιδόσεις του σκηνοθέτη στις «ρεαλιστικές» ταινίες του μέχρι τώρα, ίσως είναι καλύτερα να εστιάσει στο σινεμά είδους, που εμφανώς κατέχει πιο καλά. Γιατί μπορεί οι προϋπολογισμοί που έχει στη διάθεσή του να αυξάνονται διαρκώς και η όψη των ταινιών του να δείχνει όλο και πιο περιποιημένη, η αλήθεια όμως είναι ότι έχουμε να δούμε πραγματικά καλή ταινία από τον Bayona απ’ την εποχή του The Orphanage.