Είναι ενδιαφέρον αυτό που κάνει τα τελευταία χρόνια ο Adam Sandler, ένας υποτιμημένος κωμικός ηθοποιός που πλέον δοκιμάζεται και σε δραματικούς ρόλους, μεταπηδώντας από το ένα είδος στο άλλο. Ενώ δεν είμαστε σε καμία περίπτωση από εκείνους που θεωρούν την κωμωδία πιο εύκολο είδος υποκριτικής, κάθε άλλο, μας αρέσει να βλέπουμε τον Sandler και σε διαφορετικούς ρόλους, αν μη τι άλλο γιατί είναι καλός σε αυτούς. Έτσι, μετά το Uncut Gems (2019) των αδελφών Safdie και το Hustle (2022) του Jeremiah Zagar, ο Αμερικανός ηθοποιός επιστρέφει στους δραματικούς ρόλους με το Spaceman, μια ταινία επιστημονικής φαντασίας του Netflix, η οποία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Έχοντας μείνει ορφανός σε μικρή ηλικία, ο Τσέχος Jakub Prochazka (Sandler) έχει γίνει ο πρώτος αστροναύτης της χώρας. Όταν μια επικίνδυνη σόλο αποστολή στην Αφροδίτη του προσφέρει την ευκαιρία να γίνει ήρωας που πάντα ονειρευόταν, αλλά και να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του πατέρα του ο οποίος ήταν καταδότης τον καιρό του Κομμουνισμού, ο Jakub αναχωρεί για το μεγάλο άγνωστο. Αφήνει, όμως, πίσω τη γυναίκα του, Lenka (Carey Mulligan), και σύντομα αρχίζει να αναρωτιέται αν έκανε καλά που θυσίασε την αγάπη της στο βωμό της προσωπικής του φιλοδοξίας. Ολομόναχος στα βάθη του διαστήματος, ο Jakub θα βρει έναν αναπάντεχο σύντροφο στο πρόσωπο ενός παράξενου εξωγήινου (Paul Dano).
Το Spaceman είναι χαρακτηριστική περίπτωση ταινίας που θα λειτουργούσε υπέροχα ως μικρού μήκους, ως μεγάλου όμως είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά. Μπορούμε να φανταστούμε τη διαδικασία με την οποία πήρε μπροστά η παραγωγή του φιλμ: κάποιος εκεί στο Netflix πρότεινε την ιδέα μιας ταινίας με τον Adam Sandler, με τον οποίο η πλατφόρμα έχει συμβόλαιο συνεργασίας εδώ και χρόνια, όπου ο ηθοποιός θα ενσαρκώνει έναν αστροναύτη, οι executives ενθουσιάστηκαν και το μόνο που έμενε ήταν να γραφεί το σενάριο. Μόνο που, στην πράξη, το να γράψεις μια ταινία όπου ένας μόνο ηθοποιός θα στηρίζει το δράμα είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και ελάχιστοι το έχουν καταφέρει στην ιστορία του κινηματογράφου.
Όσο για τη σκηνοθεσία, η επιλογή του Johann Renck της τηλεοπτικής σειράς Chernobyl (2019) ήταν μάλλον ατυχής. Ο Renck μπορεί να είναι εξαιρετικός τηλεοπτικός σκηνοθέτης, κινηματογραφικά μιλώντας όμως αδυνατεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του μέσου, κάνοντας ουσιαστικά τηλεόραση για τη μεγάλη οθόνη. Η ταινία απαρτίζεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από μεσαία και κοντινά πλάνα όπως ακριβώς συμβαίνει με τις τηλεοπτικές σειρές, ενώ η εμμονή των σκηνοθετών του σύγχρονου Hollywood να αφήνουν διαρκώς εκτός εστίασης μεγάλο μέρος του κάδρου τους έχει καταντήσει ενοχλητική. Η έννοια του βάθους πεδίου, τόσο σημαντική για τον κινηματογράφο, μοιάζει να μην υφίσταται πλέον, εξαιτίας μιας τηλεοπτικής λογικής που θέλει τη δράση διαρκώς στο κέντρο του κάδρου.
Τουλάχιστον, διασώζεται το καστ της ταινίας, που στελεχώνεται από καλούς ηθοποιούς, ικανούς να δώσουν σάρκα και οστά σε σχηματικούς χαρακτήρες. Ο Sandler βέβαια σηκώνει την ταινία πάνω του, δεν μπορεί να κάνει και πολλά προκειμένου να μεταμορφώσει τον μονοδιάστατο χαρακτήρα του σε κάτι το συναρπαστικό, παίζει όμως με όλο του το σώμα και αποτελεί το highlight της ταινίας. Η Carey Mulligan για άλλη μια φορά αδικείται σε ένα ρόλο πολύ κατώτερο του ταλέντου της, τον οποίο καλείται να μετατρέψει σε ενδιαφέροντα, περίπου όπως έκανε και στο πρόσφατο Maestro του Bradley Cooper. Ο Paul Dano (The Batman, Dumb Money) χαρίζει τη φωνή του στον εξωγήινο της ταινίας, ο οποίος είναι εντελώς ανέμπνευστος σχεδιαστικά, ενώ η Isabella Rossellini κάνει ένα σχετικά σύντομο αλλά αξιοσημείωτο πέρασμα, κλέβοντας τις εντυπώσεις με την ερμηνευτική της αίγλη κι εμπειρία.
Δυστυχώς, η θεματολογία με την οποία καταπιάνεται το Spaceman, αυτή της ανθρώπινης μοναξιάς στο αχανές διάστημα, είναι τετριμμένη κι η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει κάτι καινούργιο να δώσει. Με εξαίρεση τις ερμηνείες, είναι μια επίπεδη, μονοδιάστατη ταινία, τραβηγμένη από τα μαλλιά προκειμένου να δικαιολογηθεί το μεγάλου μήκους format που επιλέχθηκε. Άλλη μια απόδειξη, μετά το επίσης άνευρο Hustle, πως ο Adam Sandler χρειάζεται, στις δραματικές του ταινίες, να επιλέγει, εκτός από ανάλογα σενάρια, και καλούς σκηνοθέτες, όπως ο Paul Thomas Anderson στο Punch–Drunk Love (2002) ή οι αδελφοί Safdie.