Μια φορά κι έναν καιρό, η νεαρή Diana Spencer, ένα εύπορο κορίτσι από το Νόρφολκ, χαμογελώντας με αγαλλίαση στο άκουσμα εννοιών παραμυθένιων, μαγικών εμπρός στα αθώα της μάτια, «πριγκίπισσα», «παλάτι», «έρωτας», παγιδεύτηκε στην ψυχρή, απόκοσμη αγκαλιά της βασιλικής οικογένειας της Μεγάλης Βρετανίας. Αγνοούσε ολοκληρωτικά ότι ο γάμος της με τον διάδοχο του θρόνου, πρίγκιπα Κάρολο, θα σηματοδοτούσε τη βίαιη κατολίσθησή της στην άβυσσο της μοναξιάς. Αδυνατούσε να φανταστεί πως τα φτερά της, διαποτισμένα με χρυσόσκονη κι αγάπη, θα κόβονταν τόσο νωρίς. Κι έτσι, αφέθηκε. Αιχμαλωτίστηκε ύπουλα από χέρια ανοίκεια, ψυχρά, που δε θα έπαυαν ποτέ να την καταδυναστεύουν.
Στον χώρο του κινηματογράφου, σημειώθηκαν αρκετές απόπειρες αφήγησης της ιστορίας της γοητευτικής πριγκίπισσας Diana, καθώς το μυστήριο που πλανιέται γύρω από τον ξαφνικό της θάνατο, μα και την πολυτάραχη ζωή της, προξενούσαν ανέκαθεν ειλικρινή περιέργεια στα πλήθη. Παραδείγματα, το χλιαρό βιογραφικό φιλμ Diana, του 2013, με την ατυχή επιλογή της Naomi Watts στον πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς και η τηλεοπτική σειρά The Crown (2016), η οποία ωστόσο αναφέρεται σε μία γενικότερη εποπτεία της βασιλικής οικογένειας, δίχως να δίδει έμφαση σε μεμονωμένους χαρακτήρες, εκτός ίσως από τη βασίλισσα Ελισάβετ.

O έμπειρος Χιλιανός σκηνοθέτης Pablo Larrain (Jackie, No) πρόσθεσε το δικό του στίγμα ανάμεσα στις προσπάθειες εκείνων που θέλησαν να προσεγγίσουν τη ζωή της πριγκίπισσας. Ο δρόμος που ακολούθησε ήταν δύσβατος, μα πρωτότυπος και ευαίσθητος: δεν τον ενδιέφερε τόσο μια (ακόμη) συμβατική δραματοποίηση της βιογραφίας της, όσο η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη της επιβαρυμένης ψυχολογικής της κατάστασης καθ’ εαυτής, της φθοράς και της ανείπωτης θλίψης που της προξενούσε η καθημερινότητα σε μία ευρύχωρη και χρυσοστολισμένη φυλακή.
Έτσι, στην πολυαναμενόμενη ταινία του, Spencer, η οποία πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ της Βενετίας, παρουσιάζει ένα τριήμερο από τη ζωή της ηρωίδας του, εκτυλισσόμενης εντός ενός περιβάλλοντος κατάφωρα εχθρικού. Συγκεκριμένα, τα γεγονότα του φιλμ λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια κάποιων απροσδιόριστων χριστουγεννιάτικων διακοπών, όπως τις γιόρταζε η βασιλική οικογένεια στο επιβλητικό της ανάκτορο, στην ενορία Σάντρινγκχαμ της Αγγλίας. Ήδη από την εναρκτήρια σκηνή, γυρισμένη σε ένα τοπίο ομιχλώδες, δυστοπικό, με την απειλητική άφιξη στρατιωτικών οχημάτων στην αχανή έπαυλη, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τον ατελείωτο κατάλογο των τυπικών, πατροπαράδοτων κανόνων και εθίμων που καθορίζουν σε ασφυκτικό βαθμό τις επιλογές, τις κινήσεις, την ίδια τη ζωή των βασιλικών μελών. Κάθε εντολή και συνήθεια, άγραφη ή γραπτή, πρέπει να εκτελείται με στρατιωτική πειθαρχία, από την διαλογή των λαχανικών και των θαλασσινών που θα αξιοποιηθούν από τον βασιλικό αρχιμάγειρα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, έως και το εντελώς παρωχημένο έθιμο του ζυγίσματος του εκάστοτε καλεσμένου, προκειμένου να εξεταστεί εάν τα εορταστικά εδέσματα εκτιμήθηκαν δεόντως.
Και ενώ το σύνολο σχεδόν της βασιλικής οικογένειας υπακούει πια τυφλά στα τετριμμένα αυτά ήθη, αποδεχόμενο σιωπηρά ότι ο ρόλος του σε τούτη τη ζωή δεν είναι άλλος από αυτόν της βιτρίνας που φροντίζει για το όμορφο παρουσιαστικό του Ηνωμένου Βασιλείου, ανεξαρτήτως του σαθρού του ιστορικού υποβάθρου, (όπως τονίζει και η ίδια η βασίλισσα στην ταινία, «υπάρχουμε αποκλειστικά για να κοσμούμε με την παρουσία μας το εθνικό νόμισμα του ισχυρού μας κράτους»), ξεχωρίζει μες στους υποκριτικούς της κόλπους ένα πνεύμα ανήσυχο, μια ψυχή που αναζητά απεγνωσμένα τη διαφυγή της.

Πράγματι, η πριγκίπισσα Diana, πλάσμα φτιαγμένο αποκλειστικά για να γελά και να αγαπιέται, δεν δύναται να κρυφτεί πίσω από ένα επιμελώς σμιλεμένο προσωπείο που εμποδίζει όλων των ειδών τα ανθρώπινα συναισθήματα να αναδυθούν στην επιφάνεια. Εγκλωβισμένη σε έναν γάμο με κάποιον που δεν την αγαπά, εντός τεσσάρων τοίχων γεμάτων παραινέσεις και αποδοκιμαστικά σχόλια («Το θέμα με εσένα, Diana, είναι ότι πρέπει ν’ αποκτήσεις δύο όψεις, σαν εμάς. Μία αληθινή, και μία για τις φωτογραφίες», της επισημαίνει αυστηρά ο σύζυγός της, ενώ πιθανόν παράλληλα αναπολεί τις στιγμές με την ερωμένη του), επιθυμεί να απαλλαγεί από τα δεσμά της.
Ο Larrain, επιλέγοντας την Kristen Stewart (Still Alice, Twilight) για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εξασφάλισε, δε θα ήταν υπερβολή να το ισχυριστούμε, την επιτυχία του έργου του. Φροντίζει εσκεμμένα να καταστήσει σχεδόν αόρατα τα λοιπά βασιλικά μέλη και να εστιάσει στις υποκριτικές και εκφραστικές δυνατότητες της ταλαντούχας ηθοποιού, η οποία τις αναδεικνύει περισσότερο από ποτέ, στην προσπάθειά της όχι απλώς να υποδυθεί την τραγική πριγκίπισσα, αλλά να εξωτερικεύσει μιαν εντελώς προσωπική ερμηνεία, να αποτυπώσει στο πρόσωπο, στις κινήσεις και τη στάση του σώματός της τη δική της αντίληψη περί μοναξιάς και θλίψης. Η Stewart είναι η Diana, το συνεσταλμένο κορίτσι με τους κυρτούς ώμους. Η ηθοποιός γίνεται ένα με την ηρωίδα, αξιοποιώντας την τέχνη της ενσυναίσθησης στο έπακρο. Η απόγνωση αποτυπώνεται στις διεσταλμένες κόρες και τα τρεμάμενα χείλη της, ενώ προσπαθεί να απαλλαγεί από τις πέρλες που της δώρισε ο Κάρολος, το ίδιο κολιέ που προσέφερε, ξεδιάντροπα, και στην ερωμένη του, δείχνοντας πόσο λίγο υπολόγιζε τη σύζυγό του. Η θλίψη απεικονίζεται στο πικρό της χαμόγελο, όταν εκμυστηρεύεται τα προβλήματά της στην καμαριέρα της (την ήρεμη δύναμη, Sally Hawkins), το μόνο άτομο στο παλάτι που της φερόταν ανθρώπινα και όχι λες και ήταν ανδρείκελο κατασκευασμένο για τυφλή υπακοή σε εντολές.

Σταδιακά, η μορφή της Stewart προσλαμβάνει μαρτυρική χροιά, δια της διακριτικής παρομοίωσης που ο σκηνοθέτης επιλέγει να κάνει με τη μεσαιωνική φιγούρα της Anne Boleyn, μιας γυναίκας που βίωνε τον διαρκή αποκλεισμό και την απόρριψη του βασιλικού οίκου, βρίσκοντας τελικά μαρτυρικό θάνατο δια του απαγχονισμού της από τον σύζυγό της, Ερρίκο Η΄, έναν βασιλιά που δεν την αγαπούσε διόλου, που στην πρώτη δυσκολία την εγκατέλειψε. Στο φάντασμα της Anne, που τόσο βάναυσα χάθηκε, ίσως αντικρίζει τον εαυτό της.
Ο Larrain, σχολαστικά, αν και με κάποια επιτήδευση, σκιαγραφεί σε κάθε του πλάνο την πριγκίπισσα ως εξουθενωμένο ψυχικά άτομο. Αξιοποιώντας στο έπακρο το αστείρευτο υποκριτικό ταλέντο της ηθοποιού του, θεωρεί ότι οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά. Για παράδειγμα, επιλέγει την τεχνική των αναδρομών στο ξέγνοιαστο, χαρούμενο παρελθόν της ή δίδει έμφαση στις δυσάρεστες διατροφικές διαταραχές της Diana, λόγω των αφόρητων πιέσεων που δέχεται. Ακόμα, αναφορικά με τη μορφή του φιλμ, οι σκηνές πλαισιώνονται από χρώματα μουντά, γκρίζα, εντός ενός πέτρινου κτίσματος όπου κυριαρχεί το σκοτάδι και το κρύο. Η φωτογραφία, εσκεμμένα στυλιζαρισμένη και καλαίσθητη, έρχεται σε αντίθεση με τον φουρτουνιασμένο συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας, όπως συνάγεται από τις κοντινές λήψεις, οι οποίες αναδεικνύουν το λυπημένο βλέμμα της.

Τέλος, η μουσική της ταινίας, με μελαγχολικό μα συνάμα γεμάτο σκαμπανεβάσματα ρυθμό, συμβάλλει ώστε, τελικώς, η ταινία να θυμίζει ψυχολογικό θρίλερ, επιβεβαιώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, και την περιγραφή που ο σκηνοθέτης προσέδωσε στο φιλμ του, ήδη από τους τίτλους αρχής: πρόκειται για τα αποσπάσματα μιας τραγωδίας.
Πάντως, καλώς ή όχι, ο Larrain δε θα αντέξει να αφήσει την πριγκίπισσά του παραπονεμένη. Παρά το εξακολουθητικό δραματικό ύφος που σηματοδοτεί το φιλμ, λίγο πριν το φινάλε σημειώνεται μια απροσδόκητη αλλαγή πλεύσης. Κι έτσι, όπως συμβαίνει άλλωστε στα παραμύθια, ακόμα και σε εκείνα με λυπητερή θεματική, «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Μόνο που η ζωή δεν είναι σαν τα παραμύθια, και η ευτυχία δε διαρκεί για πάντα. Αν το φιλμ επεδίωκε ωμό ρεαλισμό, θα διατηρούσε το πέπλο της μελαγχολίας μέχρι τέλους. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι ανυπόφορα δυστυχισμένοι δεν ευτυχούν ποτέ. Μονάχα πρόσκαιρα, μέχρι να τους καταπιεί ξανά η ομίχλη.
Love it