Αμέτρητοι υπερήρωες έχουν κάνει την εμφάνισή τους στις σελίδες των κόμικς, ελάχιστοι όμως έχουν καταφέρει να αποκτήσουν τη δημοφιλία του Spider-Man. Μπορεί ο Superman να εντυπωσιάζει με την καλοσύνη και τις υπερδυνάμεις του, μπορεί ο Batman να κλέβει τις εντυπώσεις με τα κόλπα και την επιβλητική του φιγούρα, ωστόσο ελάχιστοι προσφέρουν στο κοινό την ικανότητα να ταυτιστεί μαζί τους όσο ο Peter Parker. Εκείνος είναι ένα αουτσάιντερ. Δεν είναι ο κουλ τύπος, ούτε κερδίζει πάντα την καρδιά του ομορφότερου κοριτσιού, ενώ συχνά καλείται να αναζητά τρόπους να καλύψει τα έξοδα του. Οι περιπέτειες του περιορίζονται τις περισσότερες φορές στα όρια της Νέας Υόρκης, απέχοντας αρκετά από τις κοσμικές περιπέτειες άλλων χαρακτήρων. Ο Spider-Man είναι ο φιλικός υπερήρωας της γειτονιάς, εκείνος που μοιράζεται τις καθημερινές ανησυχίες και κοινά βιώματα με τον απλό άνθρωπο.
Απ’ όλα εκείνα τα γνωρίσματα που εξανθρωπίζουν τη δημιουργία των Stan Lee και Steve Ditko είναι τα ταξικά γνωρίσματά του, το άγχος της καθημερινής επιβίωσης εκείνα που πιθανότατα θα έχει βιώσει κανείς είτε είναι το μαγκάκι του σχολείου, είτε όχι. Είτε βγήκε με το άτομο που κάνει την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, είτε όχι. Σήμερα, λοιπόν, και με αφορμή την κυκλοφορία της νέας ταινίας του ήρωα (που έχει σπάσει ήδη εισπρακτικά ρεκόρ, επιβεβαιώνοντας τα περί δημοφιλίας του χαρακτήρα), είναι μια καλή ευκαιρία να εξερευνήσουμε την εξέλιξη των ταξικών χαρακτηριστικών του Spider-Man στις τρεις προσπάθειες μεταφοράς του στον κινηματογράφο, ξεκινώντας από την τριλογία του Sam Raimi, περνώντας στη διλογία του Marc Webb και καταλήγοντας στην απεικόνιση του «κοινωνικά ευαίσθητου» MCU.
Βέβαια, για να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις, αξίζει να διευκρινιστεί πως η ύπαρξη ή μη ταξικής συνείδησης δεν σημαίνει απαραίτητα πως οι ταινίες είναι αυτομάτως καλές ή κακές. Κάτι τέτοιο δεν είναι ζητούμενο στο σημερινό κείμενο.
Η κοινωνική ευαισθησία του Sam Raimi
Για πολλούς, η καλύτερη απεικόνιση του χαρακτήρα πραγματοποιήθηκε στην τριλογία του Sam Raimi και όντως, όσο αναφορά την οπτική του συγκεκριμένου άρθρου, ο Raimi έκανε σταθερά την καλύτερη δουλειά. Ήδη από την πρώτη ταινία ακούμε τον θείο Ben να παραπονιέται για την απόφαση της επιχείρησης στην οποία δούλευε να απολύσει υπαλλήλους προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη της, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Norman Osborn κατέληξε να μετατρέπεται σε Green Goblin, επιμένοντας να δοκιμάσει άρον άρον στον εαυτό του ένα πείραμα για να μην χάσει μια χρηματοδότηση, σχολιάζοντας την εξάρτηση της επιστήμης από την επιχειρηματική χρηματοδότηση και τα προβλήματα που πηγάζουν από αυτή τη δυσλειτουργική σχέση.
Η δεύτερη ταινία εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στον κόσμο της οικονομικής ανασφάλειας. Ο Peter πασχίζει να τα βγάλει πέρα οικονομικά, δουλεύοντας ως ντελιβεράς, αλλά και φωτογράφος για να καταλήγει τελικά να χρωστάει το ρημάδι το νοίκι (και μην φανταστείτε κανα σπίτι της προκοπής, σ’ ένα τόσο δα δωματιάκι μένει ο καψερός!), τρέχοντας βιαστικά στους διαδρόμους της πολυκατοικίας του για να αποφύγει τον νοικάρη του. Σε εξίσου προβληματική κατάσταση βρίσκεται και η Mary Jane που υποχρεώνεται να δουλέψει ως σερβιτόρα έως ότου κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και βρει δουλειά ως ηθοποιός, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν ξεχνάμε τη θεία May, η οποία αδυνατεί να πληρώσει τις δόσεις του σπιτιού, καταλήγοντας τελικά στην έξωση.
Ακόμα και η τρίτη ταινία, παρά τα όποια προβλήματα μπορούν να της καταλογιστούν, διατηρεί αναλλοίωτους παρόμοιους προβληματισμούς, βάζοντας λόγου χάρη τον Sandman να γίνεται εγκληματίας προκειμένου να βρει χρήματα για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της κόρης του, αφού το κράτος πρόνοιας είναι ανύπαρκτο.
Μια ακόμα σημαντική διάσταση, η οποία κατά μία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί κομμάτι ή έστω προέκταση της ταξικής πτυχής του Spider–Man είναι η αλληλεγγύη που δείχνει ο απλός κόσμος προς εκείνον. Στην πρώτη ταινία, στη σκηνή της γέφυρας, αγανακτισμένος κόσμος βοηθάει τον «Αραχνάκια» να αντιμετωπίσει τον Green Goblin, πετώντας του διάφορα αντικείμενα, ενώ πιο χαρακτηριστική είναι η σκηνή στο τρένο, στη δεύτερη ταινία. Με τον Spider-Man να έχει χάσει τις αισθήσεις του, ύστερα από μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να σώσει τους επιβάτες ενός τρένου, εκείνοι τον αρπάζουν τελευταία στιγμή προτού πέσει στο κενό, τον σηκώνουν στον αέρα, τον ξαπλώνουν στο πάτωμα μέχρι να συνέλθει και όλοι μαζί υπόσχονται να κρατήσουν κρυφό το μυστικό της ταυτότητας του, μιας και η μάσκα του είχε καταστραφεί.
Η μεσοβέζικη εκδοχή του Marc Webb
Πέντε χρόνια μετά το άδοξο φινάλε της τριλογίας του Sam Raimi και τέσσερα χρόνια μετά την κρίση του ’08, ο Marc Webb επαναφέρει τον Spider-Man. Η εκδοχή του διαφέρει αρκετά από την προηγούμενη, αφού εδώ, ο Peter Parker δεν είναι κοινωνικά αδέξιος, ούτε έρχεται αντιμέτωπος με τις κοροϊδίες των συμμαθητών του. Αυτομάτως, λοιπόν, υπάρχει ευρύτερη απομάκρυνση από αυτή την τάση ταύτισης με τον χαρακτήρα, ωστόσο ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο γίνεται μια προσπάθεια, αν και σαφώς λιγότερο ουσιαστική σε σχέση με του Raimi, να υπογραμμισθούν οι εργατικές καταβολές της οικογένειας του, βάζοντας για παράδειγμα τη θεία May να δουλεύει ως σερβιτόρα.
Η προδοσία του MCU
Με το The Amazing Spider–Man να έχει αποδειχτεί αποτυχημένο και το MCU να γιγαντώνεται ταινία την ταινία, ήταν ζήτημα χρόνου ο Spider-Man να πετάξει τους ιστούς του και στο σύμπαν της Marvel. Τελικά, αυτό συνέβη το 2016 με την πρώτη σχετικά σύντομη εμφάνιση του χαρακτήρα στο Captain America: Civil War, ενώ η πρώτη σόλο ταινία ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα.
Έχοντας κάψει δις το χαρτί του θείου Ben, ο Spider-Man χρειαζόταν ένα άλλο πρότυπο να τον συντροφεύσει στο προσωπικό ταξίδι ενηλικίωσής του, πρόσωπο το οποίο βρέθηκε στο μακράν πιο ακατάλληλο πρόσωπο. Τον… Tony Stark, τον γνωστό δισεκατομμυριούχο, playboy που «σώζει» τον κόσμο μασκαρεμένος ως Iron-Man.
Η παρουσία του Iron Man είναι προβληματική σε πολλαπλά επίπεδα (λόγου χάρη, μετατρέπει τον Spider-Man σε δευτεραγωνιστή στις ίδιες του τις ταινίες), ωστόσο γίνεται ακόμα χειρότερη αν επικεντρωθούμε στο ταξικό της υπόθεσης. Δεν είναι μονάχα πως ο Tony λύνει κάθε οικονομικό πρόβλημα του Peter, διαγράφοντας έτσι ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα του χαρακτήρα, αλλά ότι τον υποχρεώνει να συμμετάσχει στον «προσωπικό του στρατό», απειλώντας τον μάλιστα πως σε περίπτωση που αρνηθεί θα αποκαλύψει την ταυτότητά του στη θεία May (της οποίας η μοναδική έγνοια είναι τα γκομενικά της!). Αναγκασμένος να συμμετέχει σε μάχες που δεν επέλεξε, ο Spider-Man του MCU, ασχολείται με τη Νέα Υόρκη μόνο περιστασιακά, ρίχνοντας όλο του το βάρος σε συμπαντικές μονομαχίες, καταλήγοντας από προστάτης της γειτονιάς, εκπρόσωπος ενός καυλόστρατου καπιταλιστή!
Βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, αυτή η προσέγγιση δεν είναι εξ’ ορισμού προβληματική. Για παράδειγμα, αν ο Spider–Man/Peter Parker κατέληγε να κρατάει κριτική στάση απέναντι στο πρωτοπαλίκαρο του MCU θα μιλάγαμε για μια εξαιρετική ιδέα. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι πρακτικές του Stark ποτέ δεν αμφισβητούνται, γεγονός που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη δεδομένου πως οι δύο ανταγωνιστές του Spider–Man προέρχονται από την εργατική τάξη (με μια ευρύτερη έννοια έστω) και ξεκινούν τις εγκληματικές τους ενέργειες εξαιτίας της οικονομικής εκμετάλλευσης του Stark (θυμίζουμε πως η μικρομεσαία επιχείρηση του Vulture έχασε μια δουλειά για την αναστήλωση μέρους της Νέας Υόρκης, την οποία ανέλαβε η εταιρία του Tony –o ορισμός της καταστροφής ως επενδυτικής ευκαιρίας, ενώ ο Mysterio και η ομάδα του προσπαθούσαν να αποκτήσουν την τεχνολογία που δημιούργησαν, αλλά την καρπώθηκε ο Tony). Σε αντίθεση όμως με τους ανταγωνιστές του πρώτου –και όπως είδαμε, κοινωνικά πιο ευαίσθητου- Spider-Man, όπου ως έναν βαθμό υπήρξε εξιλέωση με τις ταινίες να αναγνωρίζουν τις κοινωνικές αιτίες που τους μετέτρεψαν σε κακοποιούς, εδώ δεν γίνεται ούτε λόγος.
Ο Spider-Man μετά το No Way Home: Υπάρχει σωτηρία;
Η απολιτίκ, ή καλύτερα η κεκαλυμένα συντηρητική στάση που διατηρεί ο νέος Spider-Man (μην ξεχνάμε πως αποτελεί μέρος ενός άκρως προβληματικού franchise με ευδιάκριτες στρατόκαυλες διαθέσεις) από τη μια προκαλεί έκπληξη, διότι ενώ αντιπροσωπεύει μια γενιά που μεγάλωσε μέσα στην κρίση, δεν ενδιαφέρεται να αποτυπώσει τα βιώματα και τις ανησυχίες της, κι απ’ την άλλη είναι ακριβώς αυτό που περιμένει να δει κανείς από μια πολυεθνική που δεν διστάζει να βιάζει τους ίδιους της τους χαρακτήρες, την ίδια στιγμή που πρωτοστατεί στον #woke καπιταλισμό.
Τι κι αν το φινάλε του No Way Home φαίνεται να τον οδηγεί στα κλασικά πρότυπα του χαρακτήρα, φαίρνοντάς τον (μεταξύ άλλων) αντιμέτωπο με την οικονομική ανασφάλεια; Όπως ήδη διαπιστώσαμε, η μέχρι τώρα στάση και ιδεολογία της Marvel (η προσπάθειά της να μας πείσει πως είναι πολιτικά ουδέτερη έχει καταλήξει πιο αστεία από όλες της ταινίες της μαζεμένες) ελάχιστα μπορούν να μας καθυσηχάσουν πως αυτή η απεικόνιση θα είναι ειλικρινής και δεν θα καταλήξει να είναι άκρως επιδερμική. Και για να σας προλάβω, προφανώς δεν περιμένει κανείς από την Marvel να κάνει το καταγγελτικό σινεμά του Ken Loach (και ούτε θα το ήθελε, αφού θα ήταν δεδομένο πως θα κατέληγε ένας πολιτικός αχταρμάς!), αλλά σε καμιά περίπτωση δεν την εμποδίζει κανείς να αναδείξει καυτά κοινωνικά ζητήματα με τρόπο που απέχει από τον αφελή και απλουστευτικό διδακτισμό.
Προσωπική εκτίμηση είναι ότι πλέον πρέπει να ξεγράψουμε τον κινηματογραφικό Peter Parker, αφού δύσκολα θα μπορέσει να ανταποκριθεί στο στάτους του χαρακτήρα. Ενδεχομένως, εκείνος που μπορεί να εκφράσει καλύτερα ό, τι πρεσβεύει ο Spider-Man να είναι ο animated Miles Morales. Το γεγονός πως οι περιπέτειες του έχουν μορφή κινουμένων σχεδίων, άρα θεωρητικά αποτελεί μια ταινία μικρότερου ρίσκου, σε συνδυασμό με την δημιορυγική ματιά του Phil Lord, που με το The Lego Movie παρέδωσε μια απ’ τις πιο έξυπνες και διεισδυτικές «πολιτικές» ταινίες (κι όμως!), δημιουργούν προσδοκίες για το μέλλον ενός χαρακτήρα που έχει ήδη αποδείξει πως αντιλαμβάνεται καλύτερα τη «ζωή του δρόμου». Η αγάπη του για τα γκράφιτι και η αυτοσχέδια στολή του ήταν μερικά μόνο από τα στοιχεία που ανέδειξαν έναν πιο προσγειωμένο στην καθημερινότητα χαρακτήρα, ενώ το γεγονός πως προέρχεται από μειονότητα και ο πατέρας του είναι αστυνομικός αφήνει περιθώρια για ενδιαφέρουσες κατευθύνσεις που δύσκολα θα βλέπαμε στο MCU.
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι δεδομένο: με τη μεγάλη δύναμη έρχεται και μεγάλη ευθύνη και η Marvel με τη σημερινή, άπληστη μορφή της έχει αποδείξει πολλάκις πως αδυνατεί να σηκώσει το βάρος ενός τέτοιου ήρωα, παρά μόνο να βασιστεί σε φθηνή νοσταλγία.
Πολύ εύστοχα όσα γράφεις, συμφωνώ απόλυτα!
Να’ σαι καλά Γιώργο, σε ευχαριστώ πολύ!