Bασισμένo στο ομώνυμο διήγημα του George Saunders, το Spiderhead θεωρητικά διαθέτει όλο το πακέτο∙ έναν σκηνοθέτη που έρχεται φορτσάτος από την μεγάλη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς (Joseph Kosinski του Top Gun: Maverick), δύο ικανότατους πρωταγωνιστές (Chris Hemsworth & Miles Teller) και μια πολλά υποσχόμενη ιδέα που φέρνει στο νου κάτι από Suicide Squad. Κι όμως, με κάποιον περίεργο τρόπο, το τελικό αποτέλεσμα δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών, δικαιώνοντας κατά μία έννοια την εκκωφαντικά απούσα προώθηση της ταινίας από την πλατφόρμα του Netflix που ανέλαβε και την παραγωγή του.
Τι συνέβη λοιπόν;
Τοποθετημένη σε ένα απόμακρο, εξωτικό νησί εντυπωσιακής ομορφιάς, με κτιριακές εγκαταστάσεις που περισσότερο θυμίζουν πολυτελή κατοικία, παρά εφιαλτικές εγκαταστάσεις κράτησης, η πειραματική, ιδιωτική φυλακή Spiderhead μοιάζει να έρχεται από το μέλλον. Εκεί, οι φυλακισμένοι έχουν τη δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα, χωρίς το αυστηρό βλέμμα των φυλάκων να παρακολουθεί κάθε τους κίνηση, να γεύονται πεντανόστιμα φαγητά, αλλά πρωτίστως να εκτίσουν μικρότερη ποινή. Μοναδική προϋπόθεση, να συμμετάσχουν εθελοντικά σε ένα πρόγραμμα δοκιμής νέων πειραματικών ουσιών, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλλουν τη ψυχολογία τους και να αλλοιώνουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται το περιβάλλον τους.

Ο κάτι-σαν-φύλακας Steve Abnesti (Hemsworth), ο ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών, ενσαρκώνει ιδανικά το ριζοσπαστικό πρότυπο των νέων φυλακών. Γοητευτικός και φιλόξενος, επιδιώκει τη δημιουργία μιας φιλικής ατμόσφαιρας ανάμεσα σε εκείνον και τους φυλακισμένους, προκειμένου τα πειράματα –τα οποία συχνά αποδεικνύονται ψυχοφθόρα- να κυλάνε όσο πιο ομαλά γίνεται και τελικά, οι πρωτοποριακές ουσίες να μπορέσουν να γίνουν διαθέσιμες στο ευρύ κοινό, αλλάζοντας για πάντα τον κόσμο.
Από την άλλη, έχουμε τον Jeff (Teller), ο οποίος φαίνεται πρόθυμος να υποστεί κάθε πείραμα, έως ότου αρχίζει να έχει αμφιβολίες για τις μεθόδους που ακολουθεί ο Abnesti. Κάπως έτσι, ξεκινούν οι πρώτες τριβές στη σχέση τους, οι οποίες ανα στιγμές εξομαλύνονται, αλλά συχνά οδηγούνται σε ακρότητες, καθώς οι κανόνες είναι κανόνες και ο Jeff, πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις αν θέλει να συμβάλλει στη σωτηρία του κόσμου.
Οι δύο ηθοποιοί ανταποκρίνονται στους ρόλους τους με τρόπο αναμενόμενα πειστικό. Ο μεν Hemsworth, αν και δεν αφήνεται εντελώς ελεύθερος, αξιοποιεί σε σημαντικό βαθμό τη χαρισματικότητά του στην κωμωδία εμφυσώντας στον χαρακτήρα του μερικές απαραίτητες δόσεις χαριτωμενιάς, χωρίς να του στερεί την αναγκαία, αλλά υποβόσκουσα απειλητικότητά του, ενώ ο Teller αποτυπώνει χαμηλότονα, μα αποτελεσματικά την συναισθηματική κόπωση του χαρακτήρα του, ο οποίος προσπαθεί να εξιλεωθεί για τα παρελθοντικά του σφάλματα.

Εντούτοις, παρά τις ποιοτικές ερμηνείες, η ταινία στο σύνολο της μοιάζει φυλακισμένη από μια σκηνοθετική προσέγγιση που αρνείται να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες της ιστορίας. Οι αυστηροί, μπρουταλιστικοί αρχιτεκτονικοί όγκοι της φυλακής και η κομψή, μινιμαλιστική σκηνοθεσία που παραπέμπει στο Ex Machina, υποδηλώνουν μια σοβαρότητα που αντιστοιχεί στην #σκεπτόμενη_επιστημονική_φαντασία, αλλά οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιδέες που κρύβει το σενάριο ποτέ δεν εξερευνώνται σε βάθος. Τα δυσδιάκριτα όρια της συναίνεσης ανάμεσα σε άτομα με αντιστρόφως ανάλογη εξουσία, η ξεδιάντροπη διείσδυση του ιδιωτικού τομέα σε κρατικές αρμοδιότητες ή ακόμα και ο ριζικός επαναπροσδιορισμός της έννοιας της φυλακής είναι ερωτήματα που αποζητούν προσοχή, αλλά αγνοούνται εμφατικά.
Δυστυχώς, όμως, δεν είναι πως ο Kosinksi προδίδει τις μεγάλες ιδέες για χάρη ενός ανεγκέφαλου, αλλά απολαυστικού μπλοκμπάστερ που αποφεύγει εμμονικά κάθε είδους ηθική και πολιτική περιπλοκότητα. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες στερούνται έντασης, συμμαχίες διαμορφώνονται εξαιρετικά εύκολα και οι σκηνές δράσεις είναι τόσο σύντομες που δεν αφήνουν περιθώρια ενθουσιασμού. Από ένα σημείο και έπειτα, τα πάντα καταλήγουν να γίνονται τόσο βιαστικά, ώστε τελικά η όποια προσπάθεια τζειμς-μποντικής δράσης να πέφτει στο κενό και το κλασικό χολιγουντιανό φινάλε όπου τα πάντα παίρνουν μια ευτυχή κατάληξη να προσφέρει το τελειωτικό χτύπημα. Τελικά, μοναδική υπενθύμιση της παιχνιδιάρικης ταινίας που δεν πήραμε ποτέ αποτελεί η ροζ γραμματοσειρά των τίτλων αρχής και τέλους, καθώς και η θεσπέσια ποπ μουσική υπόκρουση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν χωράει αμφιβολία πως τούτη η κοστοβόρα παραγωγή του Netflix κινείται αρκετά πάνω από τον μέσο όρο άλλων παραγωγών της πλατφόρμας. Ωστόσο, η μεγαλύτερη αμαρτία της είναι πως το τελικό αποτέλεσμα δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που γεννούν τόσο οι συντελεστές του, όσο και το υλικό στο οποίο βασίζεται. Το Spiderhead δεν είναι κακή ταινία, αλλά μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία και αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημά του.