Εδώ και λίγα χρόνια, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος κυκλοφορεί (με ρυθμούς πολυβόλου είναι η αλήθεια) μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κομιξικές σειρές της εγχώριας σκηνής∙ την πειραματική ανθολογία Stop Making Sense, η οποία μόλις απέκτησε τις δύο πιο ενδιαφέρουσες προσθήκες της.
Οι τρεις πρώτοι τόμοι φανέρωσαν το έντονο ενδιαφέρον του Αβραμόπουλου για πειραματισμό με την φόρμα, προσφέροντάς την ευκαιρία στον νεαρό καλλιτέχνη να δοκιμάσει τις ικανότητες του μέσου∙ να «παίξει» με τις σιωπές, την αποτύπωση του περάσματος του χρόνου, ακόμα και να αμφισβητήσει παγιωμένους τρόπους ανάγνωσης, εκφράζοντας παράλληλα και τις κομιξικές του επιρροές από τον Daniel Clowes και τον Charles Burn. Αυτό που έλειπε από την πλειονότητα εκείνων των βωβών ιστοριών ήταν μια πιο δομημένη πλοκή να πλαισιώσει τους πειραματισμούς, δίνοντας τους ένα νόημα, «κενό» που αναπληρώνουν οι δύο νέοι τόμοι και οι συνολικα δέκα σύντομες ιστορίες τους. Πλέον, οι «επιρροές» έχουν αφομοιωθεί, οπότε η καλλιτεχνική του ταυτότητα πατάει σε πιο στέρεες, αυτόνομες βάσεις και οι πειραματισμοί πλαισιώνονται από σενάρια που ναι μεν διαθέτουν τις δικές τους μικρές ιδιαιτερότητες, αλλά έχουν μεγαλύτερο δραματουργικό ενδιαφέρον.
Στο Kiss, το φιλί ενός ζευγαριού αποτελεί την αφετηρία για τη δημιουργία ολόκληρων φανταστικών σεναρίων, με τον Αβραμόπουλο να ξετυλίγει τις παθιασμένες, ερωτοχτυπημένες προσδοκίες που γεννιούνται αποκλειστικά μέσα από αφαιρετικές «σκιές» μαύρων και κόκκινων αποχρώσεων, τόσο ταιριαστές στην ελλειπτικότητα του σεναρίου.Στο επίσης εξαιρετικό 20 Legs and 20 Hands Inside the Bus, η αφήγηση διαστέλλει το χρόνο, τρυπώνει στις σκέψεις των επιβατών ενός λεωφορείου, οδηγώντας τους σε μια τραγική κατάληξη που σε κάνει να νοιάζεσαι ακόμα και για την τύχη μιας… τσίχλας!
Λες και πρόκειται για άτυπη συνέχεια του Kiss, ένα από τα πολλά ενδεχόμενα που θα μπορούσε να είχε πάρει εκείνη η σχέση, το Like Papercuts αποτυπώνει την τυχαία συνάντηση δύο πρώην συντρόφων μετά από χρόνια, ενώ στο Forbidden Room, τα μυστικά ενός δωματίου θα παραμείνουν αναπάντητα μέχρι τέλους, αφήνοντας τη φαντασία να πλάθει τα δικά της σενάρια. Αυτές οι δύο ιστορίες είναι ενδεικτικές του ύφους γραφής που διαπερνά μεγάλο μέρος της δουλειάς του Αβραμόπουλου. Στιγμές που θεωρητικά θα έπρεπε να παρουσιάζονται δραματικά προσεγγίζονται με μία συνειδητή αποστασιοποίηση, ενώ μυστικά που βασανίζουν για σελίδες επί σελίδων τους χαρακτήρες καταλήγουν να μένουν αναπάντητα, επειδή μερικές φορές οι τυχαίες συναντήσεις δεν αφήνουν το αποτύπωμα που θα περίμενε κανείς και η ζωή δεν προσφέρει πάντοτε τις πολυπόθητες απαντήσεις. Πιθανότατα, αυτή η τάση του εκφράζεται με τον πιο ακραίο τρόπο στο θεόμουρλο The Little Girl Who Was God του πέμπτου τεύχους. Εκεί, ο Θεός παίρνει τη μορφή ενός μικρού κοριτσιού, προκειμένου να μάθει από πρώτο χέρι πώς ζουν και συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Ωστόσο, η κατάληξη της πλοκής είναι τέτοια που μόνο προβλέψιμη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, φτάνοντας στο σημείο να αλλάζει επί της ουσίας και αφηγηματικό μέσο…!
Όπως κάθε ανθολογία, έτσι κι εδώ, μερικές ιστορίες ίσως φαντάζουν κατώτερες από άλλες (προσωπικά, θεωρώ πως η Vacation επαναλαμβάνει τη βασική ιδέα της ιστορίας του λεωφορείου), ενώ η διαρκής χρήση αφήγησης είναι πιθανό να κουράσει (αν και είναι ιδιαίτερα καλογραμμένη). Σε κάθε περίπτωση, αυτά είναι πταίσματα σε δύο εξαιρετικές κυκλοφορίες, τόσο από άποψη περιεχομένου, όσο και έκδοσης, οι οποίες αποδεικνύουν πως υπάρχουν εγχώριοι δημιουργοί που δεν φοβούνται τον πειραματισμό και γι’ αυτό το μέλλον τους φαντάζει τόσο, μα τόσο υποσχόμενο.