Έξι ακριβώς χρόνια έχουν περάσει από το εκρηκτικό ντεμπούτο του Stranger Things στη μικρή οθόνη, και οι ήρωές μας συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν απόκοσμες απειλές: H Eleven προσπαθεί να ξεφύγει μετακομίζοντας στην Καλιφόρνια, όμως η κατάρα του Upside Down δε λέει να την αφήσει σε ησυχία – και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας έχουν μείνει πίσω, πασχίζοντας να ξεπεράσουν τις τραυματικές τους εμπειρίες. Στην 4η και προτελευταία σεζόν της εμβληματικής σειράς του Netflix, οι αδελφοί Duffer μας παραδίδουν την πιο σκοτεινή και μεγαλεπήβολη ιστορία τους μέχρι τώρα, με τους κάτοικους του Χώκινς να έρχονται αντιμέτωποι με φρικαλέες δολοφονίες, ψυχολογικά ντράβαλα και κοσμογονικά γεγονότα.

Το 2016, οι Duffer Brothers κατάφεραν το ακατόρθωτο: Δημιούργησαν ένα απολαυστικά αυθεντικό ρετρό παραμύθι, που φορούσε τις επιρροές του σαν παράσημα – επαναπλάθοντάς τις ταυτόχρονα σε κάτι ξεχωριστό. Συνδυάζοντας επιδέξια το slasher με την slice-of-life κωμωδία, το Stranger Things κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στο δράμα και την διασκέδαση με έναν τρόπο που μέχρι τότε φάνταζε αδύνατος – και το ιδιοφυές πλήρωμα της σειράς μπήκε πάραυτα στο hall of fame της ποπ κουλτούρας, αφήνοντας ανεξίτηλο σημάδι στην φαντασία μας.
Μισή δεκαετία μετά όμως, οι Duffer Brothers δείχνουν να μην μπορούν να ξεφύγουν από τα ίδια και τα ίδια: Η τέταρτη σεζόν αναμασά τα plotlines και τις θεματικές προηγούμενων περιόδων, με τους ήρωές μας να έρχονται αντιμέτωποι με σχολικούς τραμπούκους (πάλι), ψυχρούς επιστήμονες (πάλι) και δαιμονισμένα σκυλοτέρατα (πάλι), ενώ η αλά Στήβεν Κίνγκ horror ιστορία αποτελεί για άλλη μια φορά παραβολή για την ψυχική υγεία – μόνο που τώρα η αλληγορία είναι πολύ πιο προφανής.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το lore της κοινότητας του Χώκινς έχει μετατραπεί πλέον σε ένα αδηφάγο τερατούργημα: Η ισορροπία που τόσο καλά είχαν καταφέρει να πετύχουν οι Duffer το 2016 είναι εδώ πρακτικά ανύπαρκτη, με τη νέα σεζόν να είναι ένα καθαρόαιμο horror story με άφθονο gore, ανατριχιαστικά βασανιστήρια και ατελείωτο πένθος – ενώ οι ελάχιστες ανάλαφρες σκηνές χτυπάνε άχαρα, προκαλώντας μας συναισθηματικό… ίλιγγο.

Όλα αυτά θα ήταν λεπτομέρειες, ωστόσο, αν δεν υπήρχε το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της σεζόν: Τα επεισόδια διαρκούν τουλάχιστον μιάμιση ώρα, διπλασιάζοντας το runtime των προηγούμενων περιόδων – και ως αποτέλεσμα, οι δημιουργοί προσπαθούν να γεμίσουν τον χρόνο με ένα σενάριο που ξεκάθαρα δεν είναι γραμμένο για κάτι τέτοιο. Η κάμερα εστιάζει σε στιγμές και αντικείμενα που δεν έχουν σημασία, ξοδεύοντας χρόνο σε δραματικά close-ups και ατελείωτα pans – ενώ οι χαρακτήρες εξηγούν ξανά και ξανά τα αυτονόητα στους συμπρωταγωνιστές τους. Τα επεισόδια φτάνουν επανειλημμένα σε δραματικά ζενίθ, χωρίς την ραχοκοκαλιά της διηγηματικής κορύφωσης – και τελικά, η σεζόν είναι τόσο ερωτευμένη με τον εαυτό της, που σπαταλιέται στο μελόδραμα και τον εντυπωσιασμό. Και είναι κρίμα, γιατί όταν επιτέλους έρθει η ώρα για πραγματικό συναίσθημα (όπως στο φανταστικό επεισόδιο 4) αυτό είναι κατασκευασμένο με χειρουργική ακρίβεια – και τα δάκρυά μας πέφτουνε βροχή.
Και αυτό γιατί, παρά τις υπόλοιπες ελλείψεις της σεζόν, το σενάριο εξακολουθεί να είναι καλοκουρδισμένο σαν ελβετικό εκκρεμές. Oι Duffer Brothers έχουν πλάσει ένα δίκτυο από δεκάδες χαρακτήρες με ξεχωριστές προσωπικότητες και χειροπιαστές σχέσεις, κάθε ένας από τους οποίους είναι δυσαναπλήρωτος όχι λόγω των ικανοτήτων του, αλλά λόγω των σχέσεών του με την υπόλοιπη ομάδα. Σε μια ριζική και ανάγλυφη αναπαράσταση της ενηλικίωσης, ο κάθε ήρωας είναι αντιμέτωπος με τα δικά του ψυχικά βάρη – και όλοι μαζί φτιάχνουν ένα υπέροχο μωσαϊκό, που αντανακλά το πλήρες φάσμα της ανθρώπινης κατάστασης. Η κλασική θεματική του Stranger Things (φροντίζοντας τους αγαπημένους μας χτίζουμε ένα καλύτερο αύριο) δεν ήταν ποτέ πιο ποιητικά γραμμένη όσο στο φινάλε της σαιζόν, όπου όλοι ανεξαιρέτως οι πρωταγωνιστές βάζουν το λιθαράκι τους για να κατατροπώσουν το κακό που απειλεί την κοινότητά τους. Και παρά το δαιδαλώδες κόνσεπτ του, το σενάριο καταφέρνει να είναι αδιαμφισβήτητα αγωνιώδες, και αβίαστα συγκινητικό.

…τελικά, το Stranger Things εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο high art δείγματα που έχει να μας δώσει η genre φιλμογραφία: Η σκηνοθεσία είναι βιρτουόζικη, το σενάριο πολυεπίπεδο, το αποδεδειγμένα εκπληκτικό καστ δίνει την ερμηνεία της ζωής του, και όλα αυτά συνδυάζονται για να παράγουν ένα βαθιά ανθρώπινο ψυχολογικό θρίλερ. Όμως αυτή η σεζόν επιβαρύνεται τόσο από το φουσκωμένο runtime και την καταθλιπτική ατμόσφαιρα, που ωχριά εν τέλει μπροστά στους άρτιους προκατόχους της. Και το χειρότερο είναι πως, έξι χρόνια μετά, οι Duffer Brothers μοιάζουν (όπως και οι ήρωές μας) παγιδευμένοι σε μια αέναη επανάληψη: υποχρεωμένοι να αναπαράγουν τις επιτυχίες τους χωρίς να μπορούν να ξεφύγουν, οι τετραπέρατοι δημιουργοί σπαταλιούνται στα ίδια και τα ίδια, εξουθενώνοντας ένα σύμπαν που δεν έχει τίποτε άλλο να μας δώσει. Και εμείς, το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να ελπίζουμε πως τα απίθανα ταλέντα τους θα χρησιμοποιηθούν κάποτε και αλλού, μακριά από την καταραμένη πόλη του Hawkins, Indiana.