Η ιδέα της Suicide Squad (κράτος εκμεταλλεύεται εγκληματίες για τις βρωμοδουλειές του, υποσχόμενο μείωση της ποινής τους) πάντοτε με γοήτευε, αφού δυνητικά θα μπορούσε να αποκτήσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πολιτικές προεκτάσεις, υπερβαίνοντας τα στενά όρια μιας υπερηρωικής ιστορίας. To κόμικ Suicide Squad: Blaze δια χειρός Simon Spurrier και σχέδιο Aaron Campbell (το δημιουργικό ντούετο του επιτυχημένου John Constantine: Hellblazer), επιχειρεί να ανανεώσει την ιδέα, αφού αυτή τη φορά οι κρατούμενοι καλούνται να συμμετάσχουν σε μια αποστολή, η οποία ναι μεν θα τους χαρίσει αδιανόητη δύναμη, αλλά ταυτόχρονα θα μειώσει σε δραματικό βαθμό τη διάρκεια της ζωής τους. Με άλλα λόγια, έχει την ευκαιρία να πάρει μια φοβερή ιδέα και να την κάνει ακόμα καλύτερη!
Η σύνοψη του κόμικ δημιουργεί προσδοκίες για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, όπου το κυνήγι δύναμης οδηγεί με τραγικό τρόπο στην αυτοκαταστροφή. Τα τρία τεύχη αυτού του μίνι κόμικ θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια αφορμή για εξερεύνηση διάφορων των πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης που την ωθούν σε παράλογες αποφάσεις, κι όλα αυτά δίχως να στερεί από το κοινό την καφρίλα που υπόσχεται από τη φύση του το ίδιο το κόνσεπτ. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο «ατόπημα» του Suicide Squad: Blaze είναι η αδυναμία του να ανταποκριθεί έστω και λίγο σε αυτές τις προσδοκίες.

O Spurrier όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται να εξερευνήσει τα περίπλοκα κίνητρα των χαρακτήρων του, τα οποία αγνοεί επιδεικτικά, αλλά με εξαίρεση των πρωταγωνιστή, όλοι οι υπόλοιποι ποτέ δεν εξελίσσονται σε κάτι πέρα από χάρτινα διακοσμητικά! Σα να μην έφτανε αυτό, η άσημη Ομάδα Αυτοκτονίας συνοδεύεται από τα «μεγάλα» ονόματα, εκείνα που το κοινό γνωρίζει ήδη από τις ταινίες. Ωστόσο, ούτε εκείνα διαδραματίζουν κάποιον σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, παραμένοντας οι κράχτες της υπόθεσης για τους οποίους οφείλουμε να συγκινηθούμε όχι επειδή αναπτύσσονται εντός του κόμικ, αλλά επειδή τους γνωρίζουμε από την ταινία! Μεγάλο μέρος των παραπάνω προβλημάτων οφείλεται στην επιλογή του Spurrier να ξεδιπλώσει το συντριπτικό ποσοστό της πλοκής μέσω του παντοδύναμου αφηγητή του, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για ανάπτυξη των χαρακτήρων.
Κατά τ’ άλλα, η ιστορία τικάρει όλα τα απαραίτητα κουτάκια που προσδοκά κανείς από μια ιστορία της Suicide Squad∙ μας υπενθυμίζει τη μισανθρωπιά της Waller, την αναλωσιμότητα των κρατουμένων, ενώ επιχειρεί να σκιαγραφήσει και μια απειλή που μέχρι και η Justice League αδυνατεί να αντιμετωπίσει, αδιαφορώντας για τις προεκτάσεις της συνεργασίας των ηθικά άμεμπτων υπερηρώων με μια παρακρατική οργάνωση (σφάλμα στο οποίο υπέπεσε και το τηλεοπτικό Peacemaker).

Οι αφηγηματικοί περιορισμοί του Spurrier δεν αφήνουν ανεπηρέαστο την βαρετά αληθοφανή προσέγγιση του Campbell που μοιάζει να ασφυκτιά ακόμα περισσότερο από την αφήγηση που το υποχρεώνει σε άνευρες, στατικές συνθέσεις. Τελικά, στο οπτικό κομμάτι δύο στοιχεία ξεχωρίζουν: από τη μια, η επιλογή του Campbell να απεικονίσει τους συνήθως πανέμορφους υπερήρωες σε φυσιολογικά επίπεδα ομορφιάς (γεγονός που δεν έχει ιδιαίτερη επίπτωση βέβαια στην ουσία της ιστορίας), και από την άλλη, ο εντυπωσιακός χρωματισμός της Jordie Bellaire (όνομα-εγγύηση πλέον) που σε συνδυασμό με την «τραχύτητα» των εικόνων «σώζουν» το σχέδιο, προσθέτοντας λίγο οπτικό ενδιαφέρον.
Αγνοώντας τα δυνατά του χαρτιά και επιλέγοντας μόνο τις εύκολες και προφανείς λύσεις, το Suicide Squad: Blaze… αυτοκτονεί. Πετυχαίνει κάποια βασικά πράγματα που αποτρέπουν την ολοκληρωτική καταστροφή, αλλά ποτέ δεν εξελίσσεται σε κάτι αξιομνημόνευτο, αποτελώντας τελικά ακόμη μια εγκληματικά χαμένη ευκαιρία. Κρίμα.