Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω τύψεις όταν κάθε φορά που γράφω για μια ανθολογική σειρά πρέπει να αναφέρομαι στο Black Mirror, αλλά η επιτυχία της σειράς -η οποία συνέπεσε με την τρομακτική άνοδο της τηλεόρασης- μοιάζει να έχει διαγράψει από τη συλλογική μνήμη μας κάθε παρόμοια ανθολογία και να μας ωθεί να συγκρίνουμε κάθε νέα απόπειρα με αυτήν. Δεδομένου ότι λίγο-πολύ, όλες οι ανθολογικές σειρές του είδους έχουν καταλήξει να παίζουν με παρόμοιους όρους (ανατροπές-δυστοπικά περιβάλλοντα-μερικά πειραματικά επεισόδια), το Black Mirror μοιάζει να κερδίζει κάθε συζήτηση πρωτοτυπίας (τουλάχιστον οι πρώτες σεζόν του). Ωστόσο, έπρεπε να φτάσουμε στο 2020, ώστε να δούμε μια σειρά που επιλέγει να κάνει τα πράγματα λίγο διαφορετικά.
Ο λόγος για την σειρά Tales from the Loop που έκανε πρεμιέρα πριν μερικές εβδομάδες. Bασισμένη στο art book του Σουηδού καλλιτέχνη Simon Stålenhag, η σειρά λαμβάνει χώρα σε μια φανταστική, ρετρο-φουτουριστική κωμόπολη του Ohio, η οποία φιλοξενεί ένα ερευνητικό κέντρο, γνωστό ως The Loop, και έχει ως στόχο την εξερεύνηση των μυστηρίων του σύμπαντος.
Τι είναι όμως αυτό που διαφοροποιεί το Tales από άλλες ανθολογίες του είδους (και όχι μόνο);
Πρώτα απ’ όλα, η χρήση της τεχνολογίας. Παρ’ ότι έχουμε να κάνουμε με μια σειρά επιστημονικής φαντασίας, η τεχνολογία περνάει σε δεύτερη μοίρα, με το σενάριο να δίνει έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις και τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, για τον οποίον ακόμα και η πιο εξελιγμένη τεχνολογία δεν μπορεί να κάνει κάτι.

Αυτή η προσέγγιση, επηρεάζει άμεσα διάφορες πτυχές της σειράς. Οπτικά, τα ψηφιακά εφέ είναι περιορισμένα στα απολύτως απαραίτητα, ενώ στα περισσότερα επεισόδια κυριαρχεί το φυσικό στοιχείο, προσφέροντας στο μάτι μια αίσθηση οικειότητας και ζεστασιάς που σπάνια συναντάμε στο είδος. Παρόμοια, στο δραματικό κομμάτι, το χαμηλό προφίλ που διατηρούν όλα τα επεισόδια, δεν ευνοεί την ύπαρξη ανατρεπτικών φινάλε, αλλά δίνει έμφαση στις συναισθηματικές ιστορίες που μπορεί να μην συγκλονίζουν με τις ανύπαρκτες ανατροπές τους, αλλά σπάνια αποτυγχάνουν να συγκινήσουν τους θεατές.
Ύστερα, έχουμε τη δομή. Ενώ συνήθως οι ιστορίες των ανθολογίων είναι αυτόνομες, εδώ διατηρούν μια διακριτική σύνδεση, εστιάζοντας κάθε φορά σε χαρακτήρες που μπορεί να έκαναν σύντομες εμφανίσεις σε προηγούμενα επεισόδια. Αυτή η επιλογή λειτουργεί αρκετά πετυχημένα στο μεγαλύτερο μέρος της σειράς, ενώ “επιβάλλει” τη διατήρηση της οπτικής ταυτότητας, πράγμα εξίσου ασυνήθιστο για τα ανθολογικά δεδομένα, ενός “είδους” άλλωστε που μας έχει συνηθίσει σε τολμηρούς σεναριακούς και σκηνοθετικούς πειραματισμούς.
Το γεγονός ότι η σειρά διαφοροποιείται από τα γνώριμα μονοπάτια της επιστημονικής φαντασίας και των σειρών ανθολογίας δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση πως στερείται ελαττωμάτων, ένα από τα βασικότερα εκ των οποίων είναι οι συχνά αδικαιολόγητα αργοί ρυθμοί των επεισοδίων. Από τη μια, ο αργός ρυθμός επιτρέπει στα επεισόδια να αποκτήσουν μια ποιητικότητα, μια ζεστή και συναισθηματική ατμόσφαιρα, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που πολλές ιστορίες μοιάζουν να κρατάνε αρκετά περισσότερο απ’ οτι αντέχει το σενάριο τους.
Ακόμη ένα πρόβλημα είναι η δομή των ιστοριών. Ναι, μόλις μερικές παραγράφος παραπάνω λέγαμε πως τα ελαφρώς συνδεδεμένα επεισόδια λειτουργούν ως επί τω πλείστον, ωστόσο εκείνες οι εξαιρέσεις δημιουργούν μια κρίση ταυτότητας. Το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι όσο περνάνε τα επεισόδια, η σειρά επιστρέφει σε πολύ συγκεκριμένους χαρακτήρες, στους οποίους μάλιστα έχουν συμβεί και μερικά από τα πιο αξιοπερίεργα γεγονότα της σειράς. Αντί όμως, να εμβαθύνει σε αυτά τα άτομα και στις επιπτώσεις των εμπειριών τους, η σειρά τους επισκέπτεται σποραδικά. Έτσι, είναι αρκετές οι φορές που το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει μια τυπική σειρά, η οποία ξεχνιέται και ανοίγει πολλαπλά θεματικά μέτωπα, ενώ θα έβγαινε κερδισμένη αν εστιάζε σε λιγότερους χαρακτήρες, αλλά τους προσέγγισε σε μεγαλύτερο βάθος.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, και παρά τις επιμέρους αδυναμίες, το Tales from the Loop, καταφέρνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Δημιουργεί μια δική του ταυτότητα (ακόμα και αν πολλές φορές εκείνη δεν αποδεικνύεται πολύ σταθερή και σίγουρη για τον εαυτό της), ανοίγοντας νέους, ενδιαφέροντες δρόμους τόσο για την τηλεοπτική επιστημονική φαντασία, όσο και για το format της ανθολογίας. Το Black Mirror πέθανε, ζήτω το Tales from the Loop.