Στα χαρτιά, η αφήγηση της ιστορίας ενός εκ των δημοφιλέστερων βιντεοπαιχνιδιών στην ιστορία, του Tetris, με μια εσάνς κατασκοπευτικής ιστορίας με φόντο τον αγαπημένο εχθρό της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, τη Σοβιετική Ένωση, φαντάζει βγαλμένος από το πιο απολαυστικό όνειρο. Στην πράξη όμως, το αποτέλεσμα μάλλον δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες.
Ο σεναριογράφος Noah Pink ξεδιπλώνει τα γεγονότα, ακολουθώντας τον φιλόδοξο προγραμματιστή Henk Rogers (Taron Egerton), ο οποίος έχει βάλει στόχο την απόκτηση των δικαιωμάτων του Tetris για την Ιαπωνική αγορά. Σύντομα όμως, και όσο βρίσκεται σε σοβιετικό έδαφος ανακαλύπτει πως η κατάσταση είναι τρομερά περίπλοκη και κάπως έτσι ξεκινάει ένας αγώνας διαπραγματεύσεων γεμάτος με δολοπλοκίες, σοβιετική γραφειοκρατία, διεφθαρμένους κομμουνιστές και έναν κόσμο ένα βήμα πριν την κατάρρευσή του.

Το σενάριο, παρά τις διάσπαρτες κωμικές νότες που δημιουργούν μια ευχάριστη ατμόσφαιρα, όχι μόνο κάνει μία κοιλίτσα λίγο μετά τα μέσα, αλλά περιορίζεται σε μια καρικατουρίστικη απεικόνιση των χαρακτήρων του, απόρροια μάλλον του ανέμπνευστου αντι-Σοβιετισμού. Η Μόσχα απεικονίζεται ως μια γκρίζα αποθήκη ψυχών όπου άτομα περιπλανιούνται ανελεύθερα, κόσμος ζητιανεύει για ένα κομμάτι ψωμί και σε κάθε γωνίτσα κρύβεται κάποιος πράκτορας που καιροφυλακτεί να μαζέψει όποιον μπορεί να δρα ως προδότης του Κράτους. Και μπορεί ο ακατάσχετος αντι-Σοβιετισμός περιορίζεται ελαφρώς από την παρουσία της αποκρουστικής προσωπικότητας που συμπυκνώνει τις αξίες της ελεύθερης αγοράς∙ ο γλοιώδης απατεωνίσκος επιχειρηματίας με μόνη έγνοια την κατασπατάληση εκατομμυρίων., αλλά ακόμη κι έτσι, τα ανέμπνευστα στερεότυπα κυριαρχούν, οι χαρακτήρες μένουν εγκλωβισμένοι στους καρικατουρίστικους περιορισμούς τους και κάπως έτσι, η ιστορία ξεμένει από πολύτιμα καύσιμα σασπένς και ενδιαφέροντος.
Λες και όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, η σκηνοθεσία του Jon S. Baird κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να αποτυπώσει με τον πιο άνευρο και στερεοτυπικό τρόπο μια εν δυνάμει απροσδόκητα ενδιαφέρουσα ιστορία. Όταν δεν πνίγεται στα αβάσταχτα πλέον κλισέ, η σκηνοθεσία καταλήγει να μεταφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο με την μάταιη ελπίδα να πέσει εξ’ ουρανού κάποια σπιθαμή έντασης, ενώ στην αρχή της ταινίας δοκίμασε να ενσωματώσει στην αφήγησή της την 8-bit-η αισθητική του παιχνιδιού, αλλά ακόμα και εκεί αδυνατούσε να συγχρονιστεί πλήρως με την σπιρτάδα που απαιτεί μια τέτοια παιχνιδιάρικη προσέγγιση.
Βέβαια, η ταινία γλιτώνει την απόλυτη καταστροφή. Η αναπόφευκτα ελκυστική ρετρό αισθητική και η εκ φύσεως γοητευτική περιπέτεια του αγαπητού παιχνιδιού συνεισφέρουν σημαντικά στη διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου ενδιαφέροντος για τα γεγονότα, αν και η πραγματική καρδιά της ταινίας βρίσκεται αλλού. Το αποτέλεσμα θα ήταν σαφώς λιγότερο υποφερτό δίχως την ερμητική ερμηνεία του απολαυστικότατου Egerton. Συμπουκνώνοντας όση ζωντάνια απουσιάζει από την υπόλοιπη ταινία, ο Egerton κουβαλάει όλη την ταινία στις πλάτες του. Το βλέμμα του στάζει αγνή αγάπη για το παιχνίδι που «γνώρισε» τυχαία σε μία έκθεση, η φιλοδοξία του είναι ανεξέλεγκτη και η αποφασιστικότητά του εμφανής σε κάθε του κίνηση. Περισσότερο διεκπαιρεωτικό, παρά πραγματικά κακό, το Tetris προχωρά στον αυτόματο πιλότο. Αν διέθετε την κατάλληλη σκηνοθετική και σεναριακή όρεξη θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε κάτι αξιομνημόνευτο. Τώρα, μοιάζει καταδικασμένο να ξεχαστεί μέσα στον διαδικτυακό σωρό των «χρυσών μετριοτήτων» της εποχής του streaming.