The Bear

The Bear (S2): Η ώρα της αλλαγής

Η μοίρα κάθε επιτυχημένης σειράς είναι να αποκτήσει, αργά ή γρήγορα, τουλάχιστον μία ακόμη σεζόν και η περίπτωση του The Bear δεν αποτελεί εξαίρεση, παρ’ ότι το κλείσιμο της πρώτης σεζόν θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως τελικό φινάλε. Πώς όμως συνεχίζεις μια ιστορία η οποία γνώρισε τρομακτική επιτυχία; Η επανάληψη της ίδιας συνταγής συνήθως δεν λειτουργεί, ενώ εξίσου επικίνδυνη είναι και η ολική επανεφεύρεση. Το The Bear επέλεξε τη μέση οδό, ακολουθώντας μεν νέα μονοπάτια, μένοντας πιστό δε στις βασικές θεματικές που το βοήθησαν να αναδειχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες τηλεοπτικές επιτυχίες των τελευταίων ετών.

Μετά την αναπάντεχη έκπληξη που επιφύλασσε στους πρωταγωνιστές το φινάλε της πρώτης σεζόν, η ομάδα έχει μπει σε ρυθμούς ανανέωσης. Έχοντας εξασφαλίσει μια ικανή χρηματοδότηση για την υποστήριξη της πολυπόθητης ανακαίνισης, όλοι επιδίδονται σε έναν αγώνα με τον χρόνο, προκειμένου να προλάβουν προθεσμίες. Η ανανέωση εξοπλισμού, η επιδιόρθωση ζημιών, ο σχεδιασμός του νέου χώρου και η ανανέωση του μενού, με όλους τους χρονοβόρους πειραματισμούς που αυτή συνεπάγεται, είναι μερικές μόνο από τις υποχρεώσεις που οφείλουν να έχουν ολοκληρωθεί σε ένα τρομακτικά σύντομο χρονικό διάστημα. Κι όμως, ενώ αυτή η συνθήκη θα έπρεπε να αποτελεί την πρώτη ύλη μιας σεζόν γεμάτης έντασης (στοιχείο που ξεχώρισε την πρώτη σεζόν), η σειρά επιλέγει να στρέψει το βλέμμα της προς την υπόλοιπη ομάδα.

The Bear

Όλοι οι χαρακτήρες καλούνται να αντιδράσουν απέναντι στην αλλαγή που πλησιάζει. Ο Carmen, ως πρωταγωνιστής της σειράς, καλείται να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη αλλαγή και τελικά να δώσει μια απάντηση στο δίλημμα ανάμεσα στην προσωπική και την επαγγελματική του ζωή. Μια παρουσία από το παρελθόν ταράζει τις ισορροπίες και προκαλεί επαγγελματικές προστριβές, ενώ το σπαρακτικό φινάλε φαίνεται να δίνει μια κατεύθυνση για την τελική του επιλογή. Ωστόσο, η μεγάλη «καινοτομία» της σειράς σε σχέση με τον παρελθοντικό της εαυτό είναι πως αυτή τη φορά αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο και στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και τις δικές τους, μικρές ή μεγάλες ανησυχίες. Κάποιοι στέκονται τρομαγμένοι και αρνούνται να προσαρμοστούν, άλλοι κοιτάζουν το μέλλον και αναρωτιούνται μήπως δεν υπάρχει χώρος για εκείνους, ενώ υπάρχουν και εκείνα τα άτομα που ενθουσιάζονται στην ιδέα να αναπτύξουν ακόμα περισσότερο τις ικανότητές τους, ακόμα και αν χρειαστεί να ταξιδέψουν σε άλλη χώρα, ταΐζοντας «αόρατες» γάτες. Ως αποτέλεσμα, η νέα προσέγγιση αλλάζει σημαντικά τον χαρακτήρα της σειράς∙ κάποια επεισόδια θα μπορούσαν να στέκονται και αυτόνομα, ενώ οι αγχώδεις ρυθμοί της πρώτης σεζόν πέφτουν σε σχεδόν νωχελικά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, η καρδιά της παραμένει αναλλοίωτη, αφού δίνοντας έμφαση στο σύνολο του καστ ενισχύεται ακόμα περισσότερο η αίσθηση της οικογένειας που είχε σκιαγραφηθεί επιτυχημένα ήδη από την πρώτη σεζόν.

Αν η προηγούμενη σεζόν αναζητούσε μια εναλλακτική ενάντια στο ανταγωνιστικό κλίμα της κουζίνας, η δεύτερη πρόκειται για μια ωδή στην αποτυχία. Στις πιο προσωπικές τους στιγμές, όταν λόγου χάρη αναπολούν την καριέρα τους ή όταν θέλουν να δώσουν συμβουλές σε αγαπημένα πρόσωπα, οι χαρακτήρες δεν αναφέρονται σε μεγάλες επιτυχίες, αλλά σε ηχηρές αποτυχίες, αφού τελικά εκείνες ήταν που τους βοήθησαν πραγματικά. Καθόλου τυχαία, η σειρά βρίσκει τον «παλιό» της χαρακτήρα στο τελευταίο χαοτικό επεισόδιο, όπου όλα τα μικρά λάθη των προηγούμενων επεισοδίων συσσωρεύονται για να οδηγήσουν σε μια μεγάλη προσωπική ήττα που έρχεται την χειρότερη δυνατή στιγμή.

The Bear

Αν και η δεύτερη σεζόν επεκτείνει τους προβληματισμούς της πρώτης, αφηγηματικά, τα πράγματα ζορίζουν λίγο. Τα επεισόδια έχουν περισσότερο λίπος (κάποια άνετα θα μπορούσαν να συμπτυχθούν), ενώ κάπου μετά τα δύο τρίτα, το σενάριο αντιλαμβάνεται πως οι ρυθμοί είναι περιέργως υποτονικοί, επιλέγοντας να αυξήσει τεχνητά την ένταση με ένα επεισόδιο του παλιού, καλού The Bear, το οποίο όμως αποδεικνύεται ουσιαστικά αχρείαστο (αν και αξίζει μόνο και μόνο για το ερμηνευτικό ρεσιτάλ σπουδαίων και αγαπημένων ηθοποιών που κάνουν ένα σύντομο, μα αξέχαστο πέρασμα). 

Ακόμη μία αστοχία, ή καλύτερα μια ανεξερεύνητη ιδέα που τουλάχιστον τώρα πέρασε στα μουλωχτά, είναι το γεγονός πως η ανακαίνιση του εστιατορίου πρόκειται ουσιαστικά για μια μορφή εξευγενισμού. Ο χαρακτήρας του μαγαζιού αλλάζει ολοκληρωτικά, οι εργαζόμενοι που ήταν άνθρωποι της βιοπάλης υποχρεώνονται να ακολουθήσουν τους ρυθμούς της «υψηλής μαγειρικής» και το μενού χάνει τον λαϊκό και προσιτό χαρακτήρα του, καθώς αντικαθίσταται από γκουρμέ επιλογές, αλλά η σειρά δεν σχολιάζει τίποτα επί τούτου, παρ’ ότι φαίνεται πρόθυμη να βγει από τα ασφυκτικά όρια της κουζίνας. Πιθανώς, να είναι μια πτυχή που σκοπεύουν να εξερευνήσουν στην επόμενη σεζόν, αλλά σίγουρα δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη, καθώς ο δρομίσιος, «βρώμικος» (αισθητικά και κυριολεκτικά) χαρακτήρας της πρώτης σεζόν ήταν από τα ισχυρά χαρτιά της.

Όπως και οι χαρακτήρες της, έτσι και η ίδια η σειρά κλήθηκε να πάρει κάποιες σημαντικές αποφάσεις που την έφεραν αντιμέτωπη με την αλλαγή. Παρ’ ότι εμφανίστηκε ένα μικρό αφηγηματικό μούδιασμα, οι περισσότερες επιλογές λειτούργησαν και το συμπέρασμα παρέμεινε ίδιο∙ το The Bear συνεχίζει να αποτελεί μια από τις πιο νόστιμες σειρές της πρόσφατης τηλεόρασης, καθώς τα υλικά της (σκηνοθεσία, ερμηνείες) παραμένουν πρώτης ποιότητας.

Σχόλια

Your email address will not be published.