Το πάντρεμα ρεαλισμού και υπερηρώων είναι περίπλοκη υπόθεση, διότι η τοποθέτηση των δεύτερων σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο οφείλει να λάβει υπόψη το φλερτ τους με τον φασισμό. Ωστόσο, αυτό δεν είναι εύκολο, αφού μια υπερηρωική ιστορία συνήθως αντιμετωπίζει τους υπερήρωες ως ηρωικές φιγούρες και όχι ως εν δυνάμει απειλές, οδηγώντας σε επικίνδυνες απλουστεύσεις περίπλοκων ζητημάτων. Σε αυτή την παγίδα έπεσε για παράδειγμα ο Νόλαν, ο οποίος δικαιολόγησε πρακτικές μαζικής παρακολούθησης ως ένα αναγκαίο κακό ή το Endgame, το οποίο στην προσπάθεια του να δημιουργήσει έναν περίπλοκο ανταγωνιστή φλέρταρε με την ιδεολογία του οικοφασισμού με αποτέλεσμα στην περίοδο της καραντίνας, όταν η μειωμένη ανθρώπινη δραστηριότητα επέτρεψε στο φυσικό περιβάλλον να υπερισχύσει σε αστικές περιοχές, κάποιοι να δηλώνουν πως ο Thanos ίσως και να είχε δίκιο και ότι η εξαφάνιση των ανθρώπων ίσως να είναι η λύση στην περιβαλλοντική καταστροφή. Ο ήδη δύσκολος στόχος της εξερεύνησης των «ρεαλιστικών» επιπτώσεων των υπερηρώων δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο από τον πεπερασμένο χρόνο των ταινιών, ο οποίος μειώνεται ακόμα περισσότερο από τις πολυπόθητες σκηνές δράσης.
Όλες αυτές τις παγίδες της σύζευξης των υπερηρώων με τον ρεαλισμό φαίνεται να αποφεύγει με ιδιαίτερη ευκολία η τηλεοπτική σειρά The Boys, βασισμένη στο ομώνυμο κόμικ του Garth Ennis. Το προφανές προτέρημα της έναντι των κινηματογραφικών ανταγωνιστών της είναιτο τηλεοπτικό φορμάτ, το οποίο της επιτρέπει να ισορροπήσει καλύτερα ανάμεσα στην ανάγκη για δράση και την επιθυμία για υπερηρωική αποδόμηση. Ακόμα, παρ’ ότι η ιστορία εντάσσεται σε έναν κόσμο που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τον πραγματικό κόσμο, η υπέρμετρη και υπερστυλιζαρισμένη βία μας υπενθυμίζει διαρκώς πως όσα διαδραματίζονται δεν αποτελούν ντοκιμαντέρ, αλλά μυθοπλασία, ενώ οι αναπάντεχα κωμικές στιγμές της αποφεύγουν να δημιουργήσουν ένα σοβαροφανές προφίλ. Το κυριότερο, όμως, είναι πως η πλοκή ξεδιπλώνεται μέσα από τα μάτια απλών ανθρώπων, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πέσει θύματα (με διάφορους τρόπους) των υπερηρώων. Ο Hughie είδε την κοπέλα του να γίνεται πολτός μπροστά στα μάτια του εξαιτίας του A-Train, ενώ ο Butcher ξεκίνησε μια σταυροφορία ενάντια του Homelander έπειτα από τον βιασμό της γυναίκας του, την οποία μέχρι και το τέλος της πρώτης σεζόν θεωρούσε νεκρή. Συνδυαστικά, λοιπόν, όλα τα παραπάνω επιτρέπουν στο σενάριο αφενός να αποδομήσει το ηρωικό προσωπείο των υπερηρώων, δίχως να υποκύπτει σε εύκολους συμβιβασμούς και αφετέρου να προσφέρει το βασικό ζητούμενο των συγκεκριμένων ιστοριών, έντονη δράση.
Έτσι, η πρώτη σεζόν δεν διέθετε μονάχα ασυνήθιστα σκληρές (για τα δεδομένα του είδους) εικόνες βίας, αλλά κατάφερε να αναπτύξει και μια πολυεπίπεδη κριτική τόσο στην ανεξέλεγκτη εξουσία των υπερηρώων, όσο (κυρίως) στον καπιταλισμό, ο οποίος μετατρέπει τα υποκείμενα σε brands, τα οποία προκειμένου να παραμείνουν επικερδή πρέπει να υιοθετούν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Με άλλα λόγια, o καπιταλισμός μετατρέπεται σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα εξουσίας με την έννοια ότι επιθυμεί να ελέγξει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτή η αίσθηση εντείνεται και από την αποκάλυψη πως οι υπερήρωες ούτε γεννιούνται, ούτε αποτελούν θείο δώρο, όπως πίστευε ο περισσότερος κόσμος, αλλά κατασκευάζονται χάρη σε ένα φάρμακο που παράγει παρασκηνιακά η εταιρία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η οικονομική δραστηριότητα επεκτείνεται και στο ανθρώπινο σώμα με την υπόσχεση της βελτίωσης του.
Η δεύτερη σεζόν επεκτείνει το παραπάνω σκεπτικό, αποκαλύπτοντας πως η πραγματική αιτία του ενδιαφέροντος της Vought για τους υπερήρωες δεν είναι (μόνο) το κέρδος, αλλά η δημιουργία ενός στρατού υπερανθρώπων που θα αφανίσει από προσώπου Γης τις κατώτερες ανθρώπινες υπάρξεις. Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύει ένα θέμα συζήτησης που απ’ ότι φαίνεται θα απασχολήσει ιδιαίτερα τη δημόσια σφαίρα στο (κοντινό;) μέλλον – τον τρανσουμανισμό που ευαγγελίζεται τεχνολογικά εξελιγμένους ανθρώπους που υποτίθεται θα χειραφετηθούν από τους περιορισμούς της σωματικής φθοράς, αλλά το πιθανότερο είναι να οξύνουν ακόμα περισσότερο το χάσμα των ανισοτήτων.
Όλη αυτή η συζήτηση αναπόφευκτα οδηγεί τη σειρά στα χωράφια του φασισμού και της ευγονικής, οπότε πολύ ταιριαστά η πιο σημαντική προσθήκη της φετινής σεζόν είναι εκείνη της Stormfront, η οποία προστίθεται στους Seven, προκαλώντας την αρχική δυσαρέσκεια του Homelander. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, η Stormfront αδιαφορεί για τον καθωσπρεπισμό, υιοθετώντας την εικόνα της σκληρής καριόλας που τολμάει να τα πει έξω από τα δόντια, βάζοντας στο στόχαστρο ακόμα και την ίδια της την εταιρία. Παράλληλα, αποδεικνύεται επιδέξια χρήστρια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, διαθέτοντας έναν ολόκληρο στρατό από trolls που με τα κατάλληλα memes εκμεταλλεύονται την οργή και τον φόβο του κόσμου υπέρ της, δημιουργώντας σταδιακά ένα ισχυρό μέτωπο πολιτών που απαιτεί τη μαζική χορήγηση του υπερηρωικού φαρμάκου, ώστε να αντιμετωπισθούν οι “ασύμμετρες απειλές” του αμερικάνικου έθνους. Η ερμηνεία της Aya Cash (You’ re the Worst) είναι σπουδαία, κρύβοντας τον σαδισμό και τις φασιστικές της ρίζες κάτω από έναν επιφανειακά γοητευτικό τσαμπουκά, ακριβώς δηλαδή όπως συμβαίνει και με τους πραγματικούς φασίστες.
Βέβαια, την παράσταση συνεχίζει να κλέβει ο Homelander του αδιανόητου Antony Starr, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία για να μας υπενθυμίσει την παράνοια που κουβαλάει και την ανάγκη του να είναι αγαπητός. Ο μοναδικός άνθρωπος που είναι ικανός να περιορίσει τις καταστροφικές του εμμονές (καταστροφικές για τον απλό κόσμο) είναι ο γιος του, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει την ευκαιρία για τη δημιουργία μιας οικογένειας την οποία στερήθηκε μεγαλώνοντας ως πειραματόζωο δίπλα σε επιστήμονες. Κάτι που θα μπροούσε να εξελιχθεί ως καρικατούρα, μια απλοική απειλητική φιγούρα, η σειρά έχει καταφέρει να του προσφέρει βάθος. Εύγε σειρά!
Από τους υπόλοιπους χαρακτήρες ξεχωρίζει ο Hughie, ο οποίος μετατρέπεται στην ηθική πυξίδα των The Boys. Μέσα σε έναν κόσμο βίαιο και δίχως αξίες, πέρα από εκείνη του χρήματος, εκείνος επιμένει στην ηθική και στην επίλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν μέσω της δύσκολης οδού της αποφυγής της βίας. Έτσι, αν και αδύναμος συγκριτικά με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του και παρ’ ότι η ψυχική του υγεία οδηγείται στα άκρα λόγω των συνθηκών διαβίωσης, αλλά και των διάφορων σουρεαλιστικών και αιματοβαμμένων καταστάσεων στις οποίες βρίσκονται μπλεγμένοι, καταφέρνει να κερδίσει τον σεβασμό των συντρόφων του χάρη στον χαρακτήρα του και την προθυμία του να βοηθήσει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως θα βάλει τη ζωή του σε κίνδυνο.
Τρίτος, αλλά σίγουρα όχι καταιδρωμένος έρχεται ο Butcher, ίσως το πιο αγαπητό καθίκι σε έναν κόσμο γεμάτο μισητά καθίκια. Το ταξίδι του σε αυτή τη σεζόν έχει αρκετό ενδιαφέρον, μιας και στο τέλος της πρώτης σεζόν η κοσμοθεωρία του ανατράπηκε πλήρως, ανακαλύπτοντας πως η γυναίκα του δεν είναι νεκρή, αλλά η Vought την έχει κρύψει προκειμένου να μεγαλώσει το παιδί του Homelander. Η κατάληξη της ιστορίας του ίσως να είναι η αναμενόμενη, αν λάβουμε υπόψη το σύμπαν της σειράς, ωστόσο ο Butcher μοιάζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα παράσιτο που μολύνει το μυαλό των κοντινών του ανθρώπων με βίαιες ιδέες, διαπιστώνοντας πως ίσως αυτός να είναι η μεγαλύτερη απειλή για τα άτομα που αγαπάει. Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί η πρωτοτυπία της σειράς, η οποία αν και θα μπορούσε να ακολουθήσει την πλοκή του κόμικ, υιοθετόντας την προβληματική σεναριακή τροπή της νεκρής γυναίκας που δίνει κίνητρο στον ήρωα, επιλέγει μια ελαφρώς διαφορετική, αλλά σαφώς πιο ταιριαστή πορεία, περιπλέκοντας τα πράγματα όχι στο όνομα του φθηνού εντυπωσιασμού, αλλά της εμβάθυνσης των χαρακτήρων, με το φινάλε (της συγκεκριμένης υποπλοκής) να διαμορφώνει ενδιαφέρουσες καταστάσεις.
Οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες συμπληρώνονται από τη γνώριμη πλέον σάτιρα της σειράς, η οποία δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Η σειρά δεν στοχεύει μόνο στους γνώριμους στόχους (θρησκεία, καπιταλισμός), αλλά και στην ψευδοπροοδευτική συμπερίληψη, η οποία δεν προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από ένα brand, εξυπηρετώντας τελικά των εταιριών. Έτσι, όταν αποκαλύπτεται πως η Maeve είναι ερωτευμένη με μια γυναίκα, αλλά είναι bi, οι μάνατζέρ της την παροτρύνουν να παρουσιάζεται ως λεσβία, διότι ο κόσμος δεν αποδέχεται εύκολα τις περίπλοκες ταυτότητες που υπόσχεται η ρευστή φύση της σεξουαλικότητας.
Παράλληλα, για ακόμη μια φορά, η βία δηλώνει δυναμικό παρόν, καταφέρνοντας να γίνεται όλο και πιο εφευρετική σε κάθε σκηνή, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα αηδίας και θαυμασμού. Ωστόσο, εδώ πρέπει να ξεκαθαριστεί κάτι. Αν και μερικές φορές, η σειρά αναζητά το σοκ για χάρη του σοκ, η βία σε γενικές γραμμές χρησιμοποιείται με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Ναι, υπάρχουν αμέτρητες αποκρουστικές σκηνές, ωστόσο σπάνια αυτές οι σκηνές δίνουν λύσεις στα προβλήματα των χαρακτήρων. Έτσι, μπορεί να υπάρχει μια σκηνή που ο Homelander να σπάει στα δύο το κεφάλι ενός μικροεγκληματία και ύστερα να κάνει σεξ δίπλα στο πτώμα του, αλλά ηπολυαναμενόμενη μεγάλη σκηνή δράσης του φινάλε, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίον έχουμε συνηθίσει οι υπερήρωες να απαντούν στα προβλήματα τους, αποδεικνύεται πολύ μικρότερης κλίμακας με την (έστω και προσωρινή) αντιμετώπιση της απειλής να πραγματοποιείται με διπλωματικά μέσα. Αυτή η κατεύθυνση μπορεί να φαίνεται μεσοβέζικη, αλλά στην πραγματικότητα αποτυπώνει τους περίπλοκους συσχετισμούς που ισχύουν στην πραγματικότητα. Η βία έχει επιπτώσεις και αυτό το γνωρίζει ακόμα και ο Homelander, o οποίος την χρησιμοποιεί μόνο στα κρυφά ή όταν γνωρίζει πως μπορεί να δώσει τη δικιά του πειστική ερμηνεία.
Η φετινή χρονιά είναι η πρώτη μετά από πολύ καιρό όπου η παρουσία των υπερηρωικών ταινιών και σειρών ήταν η ελάχιστη δυνατή (ένα από τα καλά της πανδημίας, αν με ρωτάτε). Ωστόσο, το The Boys καταφέρνει όχι μόνο να καλύψει το κενό, αλλά να προσφέρει ξανά μια οξυδερκή ματιά στο είδος, δίχως να θυσιάζει το χιούμορ, τη βία και την γενικότερη παλαβομάρα αυτών των ιστοριών. Πιθανότατα δεν θα θεωρηθεί σπουδαία τηλεόραση και ο συγκλονιστικός Antony Starr δύσκολα θα αναγνωρισθεί με κάποιο βραβείο, αλλά δεν πειράζει. Η σειρά έχει κερδίσει μια θέση στην καρδιά μας.