Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο τους, Goodnight Mommy (2014), οι Αυστριακοί Severin Fiala και Veronica Franz επιστρέφουν, ελπίζοντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από το κάκιστο δεύτερο φιλμ τους, The Lodge (2019), και να ανακτήσουν τον τίτλο των υποσχόμενων ονομάτων στο χώρο του μοντέρνου σινεμά τρόμου. Η ολοκαίνουργια δημιουργία τους φέρει τον πολλά υποσχόμενο τίτλο The Devil’s Bath, ανήκει στο υπο-είδος του λαογραφικού τρόμου και, ενώ σηματοδοτεί μια εμφανή βελτίωση σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη ταινία του διδύμου και διαθέτει αρετές που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί, είναι τελικά μια άνιση και όχι απολύτως επιτυχημένη ταινία.
Βρισκόμαστε στην Αυστρία του 18ου αιώνα. Άγρια δάση περικυκλώνουν τα χωριά της επαρχίας. Για τους κατοίκους της περιοχής, δεν υπάρχει χειρότερο έγκλημα από τη δολοφονία ενός παιδιού και ο ένοχος για κάτι τέτοιο τιμωρείται μονάχα με το θάνατο, ιδιαίτερα αν είναι γυναίκα. Συχνός μάρτυρας επιβολής τέτοιων ποινών, η Agnes (Anja Plaschg) είναι μια νεαρή γυναίκα η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί τον αγαπημένο της και να ξεκινήσει μια νέα ζωή μαζί του. Λίγο μετά το γάμο, όμως, η Agnes θα αρχίσει να συμπεριφέρεται παράξενα: η συναισθηματική της κατάσταση θα γίνει ολοένα και πιο ασταθής, ενώ το μυαλό της παίζει παράξενα παιχνίδια. Υποχρεωμένη να περνά πολλές ώρες ολομόναχη όταν ο άνδρας της λείπει για δουλειά, θα αρχίσει να κάνει σκοτεινές σκέψεις.
Ένα πράγμα δεν μπορούμε να προσάψουμε στους Fiala και Franz: έλλειψη οπτικής φαντασίας. Και αυτή η ταινία τους, όπως και οι δύο προηγούμενες, είναι ένα εικαστικό κόσμημα, και το γεγονός ότι η εν λόγω λαμβάνει χώρα σε επαρχιακό φόντο, πριν πολλούς αιώνες και καταπιάνεται με το λαογραφικό στοιχείο συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία μιας απόκοσμης, γοητευτικής και μαζί τρομακτικής ατμόσφαιρας, που δίνει τον τόνο στο φιλμ. Τα γενικά πλάνα του χωριού, των κτισμάτων, των δασών θα μπορούσαν να στολίζουν τους τοίχους ενός μουσείου κλασικής ζωγραφικής. Μέσα στην άγρια ομορφιά του τοπίου, η ανθρώπινη βία και φρίκη βρίσκει τον τρόπο να έρθει στην επιφάνεια.
Εκεί που χωλαίνει η ταινία, είναι στο σενάριο. Απλωμένη σε δύο γεμάτες ώρες φιλμικού χρόνου, η αφήγηση της ταινίας παρουσιάζει ανισότητες στο ρυθμό, καθώς άλλα σημεία διαθέτουν έντονη συναισθηματική κυρίως δράση, ενώ άλλα μοιάζουν να ικανοποιούν αποκλειστικά και μόνο την ωραιοπάθεια του δημιουργικού διδύμου. Στον πυρήνα του σεναρίου, βρίσκεται μια προσπάθεια εξερεύνησης της θέσης της γυναίκας σε μια παραδοσιακή, συντηρητική, κλειστή κοινωνία και στις τραγικές συνέπειες της καταπίεσης αιώνων που έχει υποστεί το συγκεκριμένο φύλο, όμως το θέμα αυτό συναντάται σε ουκ ολίγες ταινίες του είδους και οι Fiala και Franz δεν έχουν κάτι καινούργιο να πουν πάνω σε αυτό.
Πάντως, το The Devil’s Bath δεν είναι, όπως πολλές άλλες δημιουργίες του λεγόμενου «αναβαθμισμένου τρόμου», ένα έργο κενό περιεχομένου. Το εκθαμβωτικό στιλ του δεν επισκιάζει την ουσία, το πρόβλημα όμως ξεκινά από τη στιγμή που όσα θέλει να πει το φιλμ είναι λίγο-πολύ γνωστά, ενώ και η έλλειψη οικονομίας στην αφήγηση δε βοηθά. Η ταινία αδικείται από τη μη έξοδό της στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, αφού το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της, το εικαστικό, δεν μπορεί εύκολα να αναδειχθεί στις διαστάσεις της μικρής οθόνης. Οι λάτρεις του folk horror σπεύσατε, πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα του υπο-είδους για φέτος, έστω κι αν δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς μια καλή ταινία.