Μπορεί η απαγόρευση κυκλοφορίας να φτάνει στο τέλος της, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τελειώνει και η καραντίνα -δεν είναι ότι έχουμε και πού να πάμε-. Στην αρχή της αγαπημένης μας πανδημίας βγήκαν όλα τα τεφτέρια με τις ατελείωτες λίστες για σειρές και ταινίες που θέλουμε να δούμε αλλά ποτέ δεν υπήρχε αρκετός χρόνος. Τι να πρωτοδείς; Τα παλιά κλασσικά τύπου The Wire που είναι θεωρητικά κορυφαία αλλά πριν την εποχή σου; Τις σειρές που πέτυχες στα μισά τους και τρέχεις να προφτάσεις; Ή όλες τις νέες που σε βομβαρδίζουν βδομάδα προς βδομάδα (εν τέλει βλέπεις Φιλαράκια για 18η φορά); Πέρασε όμως ένας μήνας και σίγουρα κάποιες σειρές βγήκαν από τη λίστα ή μεταφέρθηκαν σε άλλες μελλοντικές λίστες. Ποιος θέλει άλλωστε να βλέπει Handmaid’s Tale ή άλλα δυστοπικά και βαριά εν μέσω πανδημίας (εσείς οι μαζοχιστές μην απαντήσετε). Η κατάσταση σηκώνει κωμικές σειρές, ψιλοανάλαφρες, άντε και κάνα αστυνομικό ή υπερφυσικό.
Υπάρχει όμως μια σειρά, ψιλοάγνωστη στο ελληνικό και όχι μόνο κοινό, που έχει όσα χρειάζεται η ζωή σε κρίσιμους καιρούς. Δεν έχει πάρα πολλά επεισόδια άρα εύκολα την αρχίζει κάποιος, είναι ανάλαφρη με ελάχιστο δράμα και πολλές κωμικοτραγικές καταστάσεις, είναι καλογυρισμένη με προσεγμένη παραγωγή και καλό καστ και το μεγάλο της ατού: είναι γυρισμένη στην Ελλάδα.
Ο λόγος για το The Durrells, μια βρετανική σειρά δια χειρός ITV, που αποτελεί τη μεταφορά των βιβλίων του φυσιοδίφη Gerald Durrell με τίτλο «Η οικογένεια μου και άλλα ζώα», «Ζώα, πουλιά και συγγενείς» και «Ο κήπος των θεών». Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι μια οικογένεια Άγγλων η οποία, με προτροπή της χήρας μητέρας, αποφασίζει να μετακομίσει στην Κέρκυρα.
Στο καστ έχουμε την Keeley Hawes (Bodyguard, Line of Duty, The Missing) ως τη Louisa, μητέρα των τεσσάρων παιδιών, τον Milo Parker (Miss Peregrine’s Home for Peculiar Children) ως τον μικρό φυσιοδίφη Gerald, τον Josh O’Connor (God’s Own Country, The Crown) ως τον μεγάλο γιο και συγγραφέα Larry και τους Callum Woodhouse και Daisy Waterstone ως τα άλλα δύο αδέρφια, τον φανατικό με τα όπλα Leslie και την χαμένη-στον-κόσμο-της Margo. Και ναι, το καστ είναι πολλά υποσχόμενο και όλοι κάνουν τέλεια τη δουλειά τους. Όμως αυτή η σειρά δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τις συμμετοχές Ελλήνων ηθοποιών.
Στο βασικό καστ έχουμε τον Αλέξη Γεωργούλη ως τον Σπύρο, Κερκυραίο ταξιτζή που γίνεται φίλος με την οικογένεια και τον Γιώργο Καραμίχο ως τον Τεό, επιστήμονα που γίνεται ο καλύτερος φίλος του μικρού Gerald. Είναι σίγουρα όμορφο να βλέπεις Έλληνες ηθοποιούς να μπορούν να ανταποκριθούν σε μια ξένη παραγωγή και να δείχνουν ότι με το κατάλληλο μπάτζετ και σενάριο μπορούμε κι εμείς να δημιουργήσουμε εξίσου καλές σειρές. Αυτό όμως που κέρδισε εμένα είναι οι κομπάρσοι. Εκτός του ότι η σειρά είναι γυρισμένη στην Κέρκυρα, όλοι οι Έλληνες χαρακτήρες παίζονται από Έλληνες ηθοποιούς. Αυτό μπορεί να μην σημαίνει και κάτι ιδιαίτερο για τον ξένο τηλεθεατή, όμως εμείς που καταλαβαίνουμε τη γλώσσα χαιρόμαστε, όχι μόνο που δόθηκε δουλεία σε συμπολίτες μας, αλλά και που καταλαβαίνουμε ό,τι συμβαίνει στο προσκήνιο ή όσα λένε οι πρωταγωνιστές αλλά δεν μεταφράζονται στους υπότιτλους, και που σε αυτή τη σειρά είναι κυρίως κωμικά, όπως όταν ο Γεωργούλης τσακώνεται με έναν υπάλληλο τράπεζας ή έναν αστυνομικό.
Εκτός από το πολύ καλό καστ, έχουμε να κάνουμε και με ένα καλογραμμένο σενάριο, όχι επειδή είναι έξυπνο ή έχει ανατροπές, αλλά επειδή είναι γλυκό, αστείο, καθημερινό. Δεν είναι χαζό φυσικά αλλά σίγουρα δεν προκαλεί βαριά συναισθήματα. Ο θεατής παρακολουθεί τις προσπάθειες της οικογένειας να τα βγάλει πέρα οικονομικά, να εγκλιματιστεί στον ελληνικό τρόπο ζωής και να βγάλει άκρη με ανθρώπους εντελώς διαφορετικών συνηθειών. Βλέπουμε τα ερωτικά τους μπερδέματα, τα μπλεξίματα τους και τον Gerald να φτιάχνει έναν ζωολογικό κήπο με όλη την πανίδα του νησιού.
Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι αυτό που θα λέγαμε «καλοί άνθρωποι». Έχουν φυσικά τις ατέλειες τους αλλά σπάνια είναι κακόβουλοι. Ακόμα και οι λίγοι ανταγωνιστές είναι ανθρώπινοι και συνήθως εξιλεώνονται. Αυτή η φυσικότητα στους χαρακτήρες βοηθάει τον θεατή να χαθεί μέσα στη σειρά, να μην νιώθει ότι βλέπει κάτι εξωπραγματικό αλλά κάτι αληθινό που θα μπορούσε να ζήσει και ο ίδιος. Μπορεί να μεταφερόμαστε στο 1940 όμως το τοπίο, οι άνθρωποι και οι καταστάσεις μοιάζουν πολύ οικεία και αυτό θεωρώ είναι μεγάλο μέρος της μαγείας της.
Μπορεί αυτή η σειρά να μην ανήκει στην κορυφή κάποιας λίστας, αυτό όμως δεν μειώνει την αξία της. Είναι ότι πιο γλυκό και wholesome έχω δει τελευταία και σίγουρα έχει βοηθήσει με όλο το άγχος που πάει πακέτο με όσα ζούμε. Είναι ένα μικρό επιδόρπιο για μετά από όλες αυτές τις σειρές που έχουν ατελείωτα επεισόδια, έντονα συναισθήματα και την πίεση της άχαστης σειράς (βλέπω και Master Chef, τι να κάνουμε;). Αν καραντινιάζεστε με τους γονείς σας, τα παιδιά σας ή ακόμα και με τους παππούδες σας, είναι ό,τι πρέπει για ποιοτικό χρόνο με την οικογένεια. Αν πάλι είστε εγκλωβισμένοι με τον εαυτό σας, θα σας κρατήσει όμορφη συντροφιά.