Κάθε χρόνο υπάρχουν ένα-δυο φιλμ που καταφθάνουν μετά το τέλος της κινηματογραφικής σεζόν, έχουν συγκεντρώσει όλο το hype στο δρόμο προς την ακαδημαϊκή αναγνώριση, και αν, δυστυχώς, φύγουν με άδεια χέρια από τα βραβεία, υπόσχονται, τουλάχιστον, σινεμά υψηλού επιπέδου και μεγάλων ερμηνειών. Στην προκειμένη περίπτωση το φιλμ αυτό είναι το The Father: μια βρετανο-γαλλική παραγωγή γραμμένη και σκηνοθετημένη από τον Florian Zeller, ο οποίος για την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου, δικού του, θεατρικού ενώνει την πένα του με τον βετεράνο Christopher Hampton (Dangerous Liaisons), σε ένα φιλμ που σε (προ)καλεί να αφεθείς και να το ακολουθήσεις, αν τα καταφέρεις, στις πιο ενδόμυχες πτυχές του ανθρώπινου μυαλού, καθώς πραγματεύεται τη ζωή ενός υπερήλικα που πάσχει από άνοια.
Ο Anthony είναι ένας 80χρονος, με κάποιες ιδιοτροπίες, γέροντας που ζει στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο, απορρίπτοντας κατηγορηματικά και περιφρονητικά την φροντίδα που του παρέχει η κόρη του Anne (έχει αλλάξει ήδη τρεις γυναίκες φροντιστές), βοήθεια, όμως, απαραίτητη τόσο για εκείνον, όσο και για την ίδια, καθώς σκοπεύει να μετακομίσει με τον σύζυγό της στο Παρίσι, και ,συνεπώς, δεν θα μπορεί να τον επισκέπτεται καθημερινά για να τον προσέχει.
Για πόσο, όμως, καιρό θα συνεχίσει ο Anthony να «κρατιέται» από τις αναμνήσεις του παρελθόντος, τη στιγμή που η μνήμη του πάει και έρχεται σαν την παλίρροια και την άμπωτη; Πόσο ακόμη θα υφίσταται η Anne την ψυχική αυτή οδύνη θρηνόντας τον πατέρα της, η κατάσταση του οποίου επιδεινώνεται καθημερινά; Θεματικές όπως ο φόβος της απώλειας, η σχέση πατέρας-κόρης, και τα παιχνίδια που μας επιφυλάσσει το ανθρώπινο μυαλό, ζωντανεύουν σε μια ταινία ανθρωποκεντρικού σινεμά που προσεγγίζει ένα φαινομενικά κοινό στην προσωπική μας ζωή θέμα, αυτό της απώλειας μνήμης, από μια ιδιαίτερη σκοπιά, ικανή να συγκινήσει άπαντες, και ειδικά όσους το έχουν αντιμετωπίσει/αντιμετωπίζουν με συγγενικά τους πρόσωπα.

Ο Zeller τοποθετεί τον θεατή στη θέση του παθόντος Anthony, δίνοντας του (στο θεατή) τη δυνατότητα να βιώσει ως το μεδούλι τη συναισθηματική κατάσταση, αλλά και τη νοητική σύγχυση του νοσούντα, ως ούσα δική του. Ποτέ δεν ξέρουμε τι ισχύει και τι όχι. Και μόλις πας να πιάσεις το νήμα και θαρρείς πως έχεις βρει τα πατήματα σου, όλα καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα. Οι χαρακτήρες πάνε και έρχονται, υποδυόμενοι διαφορετικούς ρόλους ανάλογα με το πως τους θυμάται ο Anthony την εκάστοτε στιγμή.
Ο Hopkins είναι εξαιρετικός ως ηλικιωμένος που αγωνίζεται να σταθεί ζωντανός μπροστά στο φάσμα της σύγχυσης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, όταν οι νοητικές του ικανότητες δείχνουν να τον εγκαταλείπουν, και επιβεβαιώνει (όχι πως δεν το έχει κάνει ήδη όλα αυτά τα χρόνια) την κλάση του ως ηθοποιός. Ερμηνεύει με απόλυτη φυσικότητα τον Anthony (τον εαυτό του ίσως;), αλλά δε μένει μέχρι εκεί. Όλες του τις εκφράσεις και τα συναισθήματα, το περπάτημα του, μέχρι και τις πιο μικρές ανεπαίσθητες χειρονομίες κάπου τις έχουμε ξαναδεί πάνω του στις ταινίες που έχει παίξει όλα αυτά τα χρόνια, είναι όλα δικά του. Έτσι, λοιπόν, δε μένει πια στο σενάριο, αναπαράγοντας τον χαρακτήρα του, αλλά ελίσσεται στον χώρο, τον κάνει δικό του, δίνοντας του σάρκα και οστά, ίσως και αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Συζητήσεις περί Όσκαρ και βραβεύσεων είναι ανούσιες όταν μπροστά σου έχεις μια από τις καλύτερες ερμηνείες, γιατί όχι και την καλύτερη(;) στην μετά της Σιωπής των Αμνών εποχή, του βρετανού ηθοποιού. Και αν όλα δείχνουν πως το αγαλματίδιο θα πάει στον αδικοχαμένο Chadwick Boseman (δεν πήρε και την υποψηφιότητα για το β’ ανδρικό) περισσότερο για λόγους τιμής και αναγνώρισης της προσφοράς του στον χώρο, ο Hopkins δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του λέξη, όντας, εν τέλει, εκείνος που μπορεί να φύγει με το βραβείο από την τελετή.
Και ενώ οι προβολείς είναι στραμμένοι στην ερμηνεία του Hopkins, εξαίρετη είναι και η Olivia Colman (The Favourite), ως η κόρη του, Anne, η οποία με τη σειρά της θα πρέπει να περάσει αυτόν τον γολγοθά, να αντέξει την καθημερινή σύγκριση που υφίσταται με την αγαπημένη του πατέρα της αδελφή της, να συνειδητοποιήσει πως η κατάσταση του αγαπητού της προσώπου είναι μη αναστρέψιμη, να αντιμετωπίσει την πίεση του συζύγου της, και στο τέλος κάθε ημέρας να έχει τη δύναμη να χαμογελάσει σφίγγοντας τα δόντια της, παρά τα γεμάτα δάκρυα μάτια της.

Τι και αν το σενάριο βασίζεται σε θεατρικό, το αποτέλεσμα στο παρόν φιλμ επιβεβαιώνει περίτρανα τη δύναμη της εικόνας και του μέσου, αποδεικνύοντας πως κάλλιστα ένα έργο μπορεί να απαγκιστρωθεί από την θεατρική του καταβολή. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη διεύθυνση παραγωγής της ταινίας. Ο Peter Francis καταφέρνει να δημιουργήσει διαφορετικές εκδοχές του ίδιου σκηνικού συνεπικουρούμενος από τον μοντέρ, τον δικό μας, Γιώργο Λαμπρινό, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την ταύτιση της πραγματικότητας με την ψευδαίσθηση.
Το The Father πρόκειται για σινεμά ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα. Είναι αλληγορικό. Χρήζει διπλής ανάγνωσης. Είναι, όμως, (και) αδυσώπητο και προϋποθέτει γερό στομάχι. Σκοπός του δεν είναι να σε κάνει να «ξεφύγεις» από την ήδη δύσκολη καθημερινότητα. Αλλά αξίζει να το δεις για να βελτιωθείς εσύ σαν άνθρωπος εσωτερικά, καθώς το φιλμ σε καλεί να αναμετρηθείς με τον ίδιο σου τον εαυτό. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να αντέχεις να βλέπεις καθημερινά τον δικό σου άνθρωπο, με τον οποίο έχεις περάσει χρόνια ή και δεκαετίες μαζί, να είναι έρμαιο των δυνάμεων της φύσης; Αλλά και πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να συνεχίσεις να παλεύεις από πείσμα σε όλα όσα μέχρι πρότινος έχεις πετύχει στη ζωή σου, όταν το ίδιο σου το σώμα σε εγκαταλείπει, και οι δικοί σου άνθρωποι σου κλείνουν την πόρτα;