Ελαφρώς βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου τοποθετείται στην Αγγλία του 18ου αιώνα και έχει τρεις πρωταγωνίστριες, με μία εξ’ αυτών τη βασίλισσα Άννα (Olivia Colman), η οποία αποκομμένη απ’ την πραγματική ζωή, παίρνει σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, έχοντας πλήρη άγνοια της κατάστασης, αλλά λαμβάνοντας υπόψη μονάχα τις προτάσεις της πολιτικού συμβούλου και ερωμένης της, Lady Sharah (Rachel Weisz). Η εμφάνιση της νεαρής ξαδέρφης της δεύτερης, Abigail (Emma Stone, Maniac) και η προσπάθειά της να κερδίσει την εύνοια της βασίλισσας, θα προκαλέσει τριγμούς στη σχέση των δύο γυναικών, αλλά και πολιτικές αναταραχές σε μια ολόκληρη χώρα.
Συνήθως, οι ταινίες του Λάνθιμου βασίζονται σε ένα πολύ δυνατό κόνσεπτ, το οποίο δημιουργεί έναν παράλληλο κόσμο, που διαφοροποιείται στις λεπτομέρειες απ’ τον δικό μας. Στις Άλπεις είδαμε ομάδες ανθρώπων να αντικαθιστούν προσωρινά πρόσφατα πεθαμένα άτομα, στον Αστακό μια κοινωνία να μετατρέπει σε ζώα όσους δεν βρίσκουν ταίρι, ενώ στο Ελάφι εισχωρήσαμε σε ένα σύμπαν, όπου η δικαιοσύνη αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού. Μοναδική εξαίρεση, ο Κυνόδοντας, όπου οι υπερπροστατευτικοί γονείς εγκλώβισαν τα παιδιά τους σε μια αποστειρωμένη γυάλα για να τα προστατέψουν απ’ τον έξω κόσμο. Υπό αυτή την έννοια, το The Favourite βρίσκεται πιο κοντά στη λογική του Κυνόδοντα, αφού κι εδώ, ο Λάνθιμος δημιουργεί έναν μικρόκοσμο που λειτουργεί με τους δικούς του, εσωτερικούς κανόνες.
Η δουλειά της Deborah Davis και του Tony McNamara στο σενάριο αναδεικνύεται σε κωμικό χρυσάφι, όντας εμποτισμένη με δολοφονικές, αρκετά συχνά χυδαίες -αναχρονιστικές- ατάκες και σουρεαλιστικό χιούμορ, που τόσο καλά ξέρει να χειρίζεται ο Λάνθιμος, διαθέτει αιχμηρή πολιτική κριτική χωρίς να το διατυμπανίζει, ενώ παρ’ ότι είναι η πρώτη φορά που ο Λάνθιμος δεν εμπλέκεται (επίσημα έστω) με τη συγγραφή του σεναρίου, αυτό αποδεικνύεται απολύτως ταιριαστό με τις μέχρι τώρα θεματικές ευαισθησίες της φιλμογραφίας του. Κάθε ταινία του επικεντρωνόταν σε κάποια ακραία μορφή αγάπης, είτε ήταν η υπερπροστατευτική στον Κυνόδοντα, είτε η νοσταλγική για νεκρά άτομα στις Άλπεις κλπ, κι εδώ το σενάριο πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, τις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρει αυτή η αγάπη, μορφές που εκφράζονται κυρίως μέσω των χαρακτήρων της Weisz και της Stone.
Η σκηνοθεσία του Λάνθιμου παίρνει το εκκεντρικό σενάριο και το απογειώνει, βρίσκοντας τον σκηνοθέτη πρόθυμο να υιοθετήσει νέες αισθητικές προσεγγίσεις. Έτσι, η χρήση ευρυγώνιων φακών (fisheye) όχι μόνο υπερτονίζει την κωμική φύση του σεναρίου, αλλά επισημαίνει τον άπλετο χώρο του παλατιού που αξιοποιείται από ελάχιστα άτομα, ενώ συνεχίζει να χρησιμοποιεί την αργή κίνηση και τη μουσική με απολαυστικό τρόπο.
Η πιο εμφανής καινοτομία όμως, είναι η αλλαγή στη σκηνοθεσία των ηθοποιών, αφού εδώ, για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του, ο Λάνθιμος αφήνει στην άκρη τις ξύλινες ερμηνείες που έχουν μετατραπεί σε σήμα κατατεθέν του και τους αφήνει χώρο να λάμψουν, με πλούσιες εκφράσεις και έντονες κινήσεις. Πρώτη και καλύτερη βέβαια, η Olivia Colman που υιοθετεί ένα πλούσιο εύρος εκφράσεων για να καλύψει τις ποικίλες ψυχολογικές καταπτώσεις της βασίλισσας, η οποία την περισσότερη ώρα συμπεριφέρεται σαν ένα κακομαθημένο μωρό, που έτυχε να βρίσκεται σε θέση εξουσίας και αναζητά απεγνωσμένα την αγάπη των άλλων. Εξίσου σπουδαία είναι και η Emma Stone, σ’ έναν ρόλο που τσαλακώνει την πανέμορφη εικόνα της, ερμηνεύοντας μια γυναίκα, η οποία για να ξεφύγει από τα σκατά μέσα στα οποία την βούτηξε η ζωή της θα κάνει ο, τι περνάει απ’ το χέρι της για να καλοπιάσει τη βασίλισσα, αξιοποιώντας κυρίως τη σεξουαλικότητά της. Απ’ την άλλη, η Rachel Weisz διαθέτει έναν πιο διακριτικό ρόλο, με τσαγανό και ειλικρίνεια, που στο βάθος κρύβει ψήγματα αληθινής αγάπης.
Μέσα από μια πειραγμένη και ανα σημεία εκμοντερνισμένη ταινία εποχής, ο Λάνθιμος εξελίσσεται και υποδέχεται ανανεωμένος την επόμενη φάση στην καριέρα του. Παρ’ όλα αυτά, η σφραγίδα του δεν έχει εξαλειφθεί, ίσα ίσα έχει εξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό, πιο εύπεπτο μεν, αλλά εξίσου επικριτικό. Η σάτιρα στη σύγχρονη ελίτ είναι παρούσα με διακριτικό, αλλά ουσιαστικό τρόπο, το παράλογο χιούμορ είναι εμποτισμένο σε κάθε ατάκα, ενώ το σεξ, το οποίο στις προηγούμενες ταινίες του εμφανιζόταν με απόμακρο, αμήχανο και εν τέλει κωμικό τρόπο, εδώ αποκτά κυρίαρχο ρόλο και παρουσιάζεται ως ένα εργαλείο που κινεί, έμμεσα ή άμεσα, τα νήματα της πλοκής. Η ταινία, και κυρίως ο χαρακτήρας της Emma Stone, μπορούν να συνοψισθούν στην ατάκα του Oscar Wilde: “Όλα σχετίζονται με το σεξ, εκτός από το ίδιο το σεξ. Αυτό έχει να κάνει με την εξουσία”. Υπό αυτή την έννοια, η “διεστραμμένη” προσέγγιση του σκηνοθέτη είναι πιο έντονη από ποτέ, αφού τι είναι πιο διεστραμμένο απ’ το να κρέμεται η μοίρα μιας ολόκληρης χώρας από τις σεξουαλικές ορέξεις τριών ατόμων;