Wes Anderson. Ένα όνομα αρκεί, για να κατακλύσει, συνειρμικά, το μυαλό του θεατή από εκατοντάδες εικόνες αισθητικά άψογες, χρώματα απαλά, μα ζωντανά συνάμα, ιστορίες σεναριακά αλλοπρόσαλλες, που αγγίζουνε, συχνά, το φάσμα του σουρεαλισμού, καθώς και φυσιογνωμίες προερχόμενες από ένα, καθιερωμένο πλέον, επιτελείο ηθοποιών: Bill Murray, Owen Wilson, Adrien Brody, Tilda Swinton… Ανατρέχοντας σε προηγούμενες σκηνοθετικές του απόπειρες (The Grand Budapest hotel, The Darjeeling Limited, The Royal Tenenbaums) εύκολα παρατηρεί κανείς την επικράτηση των παραπάνω, γενικής υφής, χαρακτηριστικών.
Αναμενόμενο λοιπόν, και η καινούρια ταινία του τελειομανή, σε βαθμό ψυχαναγκασμού, Τεξανού σκηνοθέτη, The French Dispatch, να κινείται σε υπερβολικό βαθμό, θα λέγαμε, σε τούτο το γνώριμο μοτίβο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στην οθόνη μας παρακολουθούμε τη δραματοποίηση του τελευταίου τεύχους ενός σοφιστικέ γαλλικού περιοδικού του 20ου αιώνα, που ξεκίνησε ως ένθετο της εφημερίδας Liberty, Kansas Evening Sun. Ο αρχισυντάκτης του, Arthur Howitzer Jr., καταφθάνει το καλοκαίρι του 1925 σε μία μικρή (φανταστική) γαλλική πόλη που ονομάζεται Ennui– sur– Blasé (μεταφράζεται ως «βαρεμάρα σε απάθεια»), με σκοπό να διηγηθεί στο ένθετο της εφημερίδας του πατέρα του εμπειρίες από τις ταξιδιωτικές του περιπλανήσεις. Ωστόσο, απρόσμενα γοητεύεται από τους αργούς ρυθμούς, τους κατοίκους και τη γενικότερη διαρρύθμιση του Ennui. Έτσι, αποφασίζει να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα, εκδίδοντας απερίσπαστα το πρωτότυπο περιοδικό του. Με την αόριστη, ασαφή φράση «Φρόντισε να συντάξεις το κείμενό σου σα να φαίνεται εσκεμμένο», συσπειρώνει μία ομάδα εξαιρετικά ταλαντούχων, αδιάφθορων και εμπνευσμένων αρθρογράφων: τον Herbsaint Sazerac (Owen Wilson), τη J.K.L Berensen (Tilda Swinton), τη Lucinda Krementz (Frances McDormand, Nomadland, The Man Who Wasn’t There), και τον Roebuck Wright (Jeffrey Wright). Κάθε ένας εξ αυτών αναλαμβάνει μία στήλη στην οποία θα γράφει.

Ήδη από τα πρώτα λεπτά, η ταινία μας προϊδεάζει πως εμπρός μας θα ξεδιπλωθεί η πραγματοποίηση του οράματος του πρωταγωνιστή μας, Arthur Howitzer Jr., (ή μάλλον του χαρακτήρα για τον οποίο μας δίνονται τα περισσότερα στοιχεία, εφόσον κανείς εκ των ηρώων δε σκιαγραφείται εκτενώς), ο οποίος μαχόταν για την αντικειμενικότητα στη δημοσιογραφία, ονειρευόταν έναν Τύπο που στοχεύει στην ανάδειξη της δημιουργικότητας και των τυχόν καλλιτεχνικών κλίσεων των αρθρογράφων.
Συγκεκριμένα, θα πάρει ζωή το τελευταίο τεύχος της «Γαλλικής Αποστολής», το οποίο κυκλοφόρησε λίγο πριν τον θάνατο του αγαπητού αρχισυντάκτη. Μέσα από παράλληλες ιστορίες διηγηματικού χαρακτήρα- κινηματογραφική μεταφορά των στηλών του περιοδικού, με ποικίλη θεματολογία (Κριτικές για ταξιδιωτικούς προορισμούς, Τέχνες, Ποίηση και Πολιτική- καθώς καταπώς φαίνεται οι γνήσιες πολιτικές πράξεις, που αποβλέπουν πράγματι σε ένα καλύτερο αύριο, εμπνέονται από ποιητικές συλλογές και μανιφέστα-, Γαστρονομία και τέλος, Νεκρολογίες) και με κύρια πηγή έμπνευσης το αμερικανικό περιοδικό New Yorker, του οποίου τα άρθρα, ιδίως χάρη σε ορισμένους συντάκτες, αποπνέουν πρωτοτυπία και δημιουργικότητα, ο Anderson συνθέτει μία ωδή προς το πνεύμα και την ποιότητα της δημοσιογραφίας μιας άλλης εποχής.

Ειδικότερα αναφορικά με τον σπονδυλωτό χαρακτήρα της ταινίας, θα ήταν χαμένος κόπος να αναλωθούμε ως θεατές σε αναζήτηση τυχόν συνοχής μεταξύ των διακριτών ιστοριών. Όπως καθίσταται σαφές από την υπόθεση του φιλμ του, ο ίδιος ο Wes θα ήθελε να ιδωθεί υπό το πρίσμα ενός αναγνώστη εφημερίδας. Εξάλλου, τα άρθρα μίας εφημερίδας δεν παρουσιάζουν σχεδόν ποτέ ενότητα, εφόσον η θεματολογία τους διαχωρίζεται ήδη από τα περιεχόμενα.
Το σενάριο, δια χειρός Anderson, Roman Coppola, Hugo Guinness και Jason Schwartzman, χρόνιων πια συνεργατών, επιφυλάσσει στον θεατή μία πλοκή πρωτότυπη και ευφάνταστη, συνοδευόμενη από διακριτικό και εύστοχο χιούμορ. Μάλιστα, μέσα από τα κινηματογραφικά διηγήματα, διατυπώνονται και κοινωνικοί προβληματισμοί. Για παράδειγμα, εντός της τέταρτης ιστορίας, ο συγκινητικός διάλογος μεταξύ του δημοσιογράφου Roebuck Wright και του μάγειρα στον οποίο βασίζει το άρθρο του αναδεικνύει το διαρκώς επίκαιρο φαινόμενο της μετανάστευσης, της αναγκαστικής φυγής από τον τόπο σου με την αμυδρή ελπίδα ότι στο καινούριο, ξένο μέρος όπου κατευθύνεσαι θα κατορθώσεις, έστω, να εξασφαλίσεις τα αναγκαία προς το ζην.

Σαφώς, η αριστοτεχνική σκηνοθεσία του Wes αναδεικνύει το σενάριο σε μεγάλο βαθμό, εμπλουτίζοντας ακόμα και την πιο ασήμαντη σκηνική λεπτομέρεια με αισθητικά απολαυστικά χρώματα, και φροντίζοντας ώστε κάθε πρόσωπο ή αντικείμενο να βρίσκεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα υπόλοιπα σημεία του χώρου. Έτσι, ο Anderson επιβεβαιώνει, ίσως με περισσότερη αυταπάρνηση από κάθε άλλη φορά, την εμμονή του σε γεωμετρικές τεχνικές. Επιπλέον, αξιοπρόσεκτη είναι η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσεται η πλοκή, η εναλλαγή των σκηνών σε έγχρωμες και ασπρόμαυρες, καθώς και η αλληλοσυμπλήρωση της αφήγησης με διασκεδαστικά καρτούν. Ωστόσο, ο πληθωρικός και υπερβολικά πολύχρωμος καμβάς του φιλμ ίσως θεωρηθεί, κυρίως από τους μη μυημένους στο «αντερσονικό» σύμπαν, ασφυκτικός και πιθανόν να τους απομακρύνει, άθελά του, από το περιεχόμενό του. Ας σημειωθεί εδώ βέβαια πως στο French Dispatch ο Anderson έτσι κι αλλιώς δεν εμβαθύνει στη γνωριμία του κοινού με τους ήρωές του, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό εκ των αναμνήσεων που μένουν από την ταινία να αφορούν τον καταιγισμό εικόνων, σκηνικών, κοστουμιών, δηλαδή την περιφέρειά της και όχι τόσο τον πυρήνα, την κεντρική της ιδέα, η οποία πάντως δεν παύει να παραμένει πρωτότυπη.
Η τελευταία ιστορία, ή μάλλον, ο επίλογος της ταινίας, είναι μία Νεκρολογία. Δεν πρόκειται για οποιαδήποτε αναγγελία θανάτου, μα για εκείνη του Arthur Howitzer Jr., «πατέρα» της «Γαλλικής Αποστολής», ο οποίος ζητά με τη διαθήκη του την παύση της λειτουργίας της εφημερίδας, ύστερα από την κυκλοφορία του ήδη τυπωμένου της τελευταίου τεύχους. Οι συνεργάτες του αποδέχονται σιωπηρά την επιθυμία του, αποδίδοντας φόρο τιμής στον άνθρωπο που, χρόνια τώρα, τους έδινε θάρρος να μιλήσουν με ειλικρίνεια για τον κόσμο, τις πηγές έμπνευσής τους, τα πράγματα εκείνα, σημαντικά ή ασήμαντα, που τους ευχαριστούσαν, δίχως να φοβούνται μήπως κάποιος θα τους λογοκρίνει ή θα απορρίψει τις ιδέες τους.
Αυτό που τελικά μένει από την ταινία είναι το αίσθημα νοσταλγίας για την πρωτότυπη, ανιδιοτελή δημοσιογραφία, που τώρα πια αποτελεί είδος προς εξαφάνιση. Ο θεατής, φεύγοντας από την αίθουσα, δεν μπορεί παρά να βιώνει κάποια αισθητική ικανοποίηση από την ομορφιά των εικόνων που τόσο απλόχερα του προσφέρθηκε, η οποία λειτουργεί ως αντιστάθμισμα απέναντι σε τυχόν αδυναμίες.
Όμορφη περιγραφή, μου προκαλεί ενδιαφέρον.
Έχει λείψει αυτό το είδος ταινιών που αφήνει αυτό το γλυκόπικρο αίσθημα νοσταλγίας