Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του James McBride, Τhe Good Lord Bird, η νέα σειρά του Showtime διαδραματίζεται στη διάρκεια των τελευταίων ετών της ζωής του John Brown, μιας εξαιρετικά σημαντικής ιστορικής προσωπικότητας. Ένθερμος υποστηρικτής της κατάργησης της δουλείας, ο Brown ξεκίνησε την προσωπική του σταυροφορία ενάντια σε αφέντες δούλων, πιστεύοντας πως μονάχα με τη βίαιη δράση θα μπορέσουν οι μαύροι να ελευθερωθούν, άποψη που ελάχιστοι υποστήριζαν προτιμώντας μια πιο πασιφιστική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του ζητήματος. Η τελευταία του επιχείρηση, η έφοδος σε μια αποθήκη με όπλα, μπορεί να οδήγησε στην δημόσια εκτέλεσή του, αλλά θεωρείται πως πυροδότησε τον αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο.
Βέβαια η σειρά, παρά τις προσδοκίες που ίσως δημιουργεί η παραπάνω εισαγωγή, απέχει αρκετά από αντίστοιχες ιστορίες με θέμα τη σκλαβιά που συνήθως υιοθετούν μια πιο σοβαρή, μια πιο ακαδημαική προσέγγιση. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ιδιότυπο μείγμα κωμωδίας και δράματος, το οποίο μπορεί να συνοψισθεί στην ιστορία του πρωταγωνιστή, ο οποίος δεν είναι ο Brown, αλλά ο Henry Shackleford. Ο Henry, λοιπόν, είναι ένας μαύρος πιτσιρικάς που παίρνει υπό την προστασία του ο Brown, αλλά υποχρεώνεται να φοράει γυναικεία ρούχα μιας και ο Brown μπέρδεψε το όνομά του και αντί για Henry, άκουσε Henrietta. Έτσι, καταλήγει να περνάει, όχι μέρες ή μήνες, αλλά ολόκληρα χρόνια υποδυόμενος την κοπέλα, πείθοντας με ευκολία τους λευκούς συντρόφους του Brown, αλλά προκαλώντας το γέλιο στους (περισσότερους) μαύρους σκλάβους που συναντά μέσα στα χρόνια.
Πέρα από την κωμική χροιά της, αυτή η ιδέα κρύβει και μια σημαντική διαπίστωση- για τους λευκούς, ακόμα και εκείνους που θα έδιναν με πάθος την ίδια τους τη ζωή για την ελευθερία των μαύρων σκλάβων, οι μαύροι δεν παύουν να είναι ίδιοι. Άντρες ή γυναίκες, ελάχιστη διαφορά κάνει για αυτούς. Αυτή η παρατήρηση είναι εξαιρετικής σημασίας για μια σειρά που εύκολα θα μπορούσε να είχε επικεντρωθεί στην εκκεντρική προσωπικότητα του Brown, ξεχνώντας πως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι μαύροι και τα χρόνια καταπίεσης και ανελευθερίας που κουβαλάνε στις πλάτες τους. Προς τιμήν της, η σειρά αφιερώνει ένα πολύ σημαντικό μέρος της σε καταστάσεις από τις οποίες ο Brown είναι απών, επιτρέποντας την αποτύπωση της συχνά αντικρουόμενης ψυχοσύνθεσης των σκλάβων. Κάποιοι θα παλέψουν με πείσμα και τιμή για την ελευθερία τους, διατηρώντας ένα μονίμως περήφανο βλέμμα, ακόμα και όταν γνωρίζουν πως η μάχη τους είναι καταδικασμένη, ενώ άλλοι δεν θα διστάσουν να προδώσουν τους δικούς τους προκειμένου να σώσουν το τομάρι τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, όλοι αναζητούν με τους δικούς τους όρους την ελευθερία, είτε συλλογική είτε ατομική.
Βέβαια, το οτι η πλοκή δεν αφιερώνεται ολοκληρωτικά στον Brown δεν σημαίνει πως όταν εκείνος εμφανίζεται δεν καταπίνει τα σκηνικά. Η ερμηνεία του Ethan Hawke είναι ορμητική, κερδίζοντας επάξια μια θέση στις καλύτερες του, καταφέρνοντας να αποδώσει την υπερβολή του χαρακτήρα, δίχως ωστόσο να ξεπερνάει ποτέ τα όρια και να καταλήγει καρικατούρα. Ο Brown του Hawke είναι παθιασμένος, βίαιος, τυφλωμένος από την πίστη του και το όραμα του για την απελευθέρωση των αδερφών, όπως τους χαρακτηρίζει, μαύρων, που δεν θα διστάσει να προχωρήσει στην υλοποίηση καταδικασμένων σχεδίων, όντας πεπεισμένος πως με αυτόν τον τρόπο βάζει το λιθαράκι του για ένα καλύτερο μέλλον. Οργισμένος, εμμονικός μα και καλόκαρδος, ο Brown αναδεικνύεται σε μια πολυεπίπεδη προσωπικότητα και ο Hawke πείθει ως ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να αποδώσει όλες τις πτυχές του με μια τόσο αφοπλιστική ερμηνεία στην οποία χάνεται ολοκληρωτικά.
Συναρπαστικός, με τον δικό του πιο εσωτερικό τρόπο είναι και ο Joshua Caleb Johnson που ενσαρκώνει τον Henry. Δυναμικός, αλλά και προσαρμοστικός, ξέρει πότε πρέπει να πηγαίνει με τα νερά των λευκών φίλων του και πότε τον παίρνει να αναδεικνύει τον δυναμισμό του. Ωστόσο, εκεί που λάμπει ερμηνευτικά είναι όταν με το βλέμμα και τις κινήσεις του φανερώνει τη λαχτάρα του να εκφράσει τις ορμές της ηλικίας του, αλλά η παρεξήγηση του Brown τον κρατά φυλακισμένο πίσω από γυναικεία φουστάνια.
Η σκηνοθεσία καλείται -και στο μεγαλύτερο μέρος κατορθώνει- να ελιχθεί ανάμεσα σε ετερόκλητες κατευθύνσεις, όπως την υπερβολή του Brown και το δράμα των σκλάβων, δίχως το χιούμορ να στερεί τη βαρύτητα των σοβαρών στιγμών. Μάλιστα, στα τελευταία επεισόδια το ύφος σοβαρεύει αισθητά, η ένταση αυξάνεται κατακόρυφα και η σπαρακτική ερμηνεία του Hawke, του Johnson και -γιατί όχι;- όλου του καστ συντελούν σε μια εξαιρετικά συγκινητική κλιμάκωση. με την μετριασμένη βία, τους ήχους gospel και blues τραγουδιών και τα πανέμορφα πλάνα να συνθέτουν ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα που φέρνει στο μυαλό (αισθητικά μιλώντας) μια πιο γειωμένη εκδοχή του στυλιζαρισμένου Django του Tarantino.
Δίχως να φοβάται την αλλοίωση της ιστορικής πραγματικότητας προς όφελος της δραματουργίας, το The Good Lord Bird επισκέπτεται μια σημαίνουσα προσωπικότητα της αμερικάνικης ιστορίας για να μιλήσει για ζητήματα που απ’ ότι φαίνεται παραμένουν ακόμα επίκαιρα. Ωστόσο αυτό το πράττει με τρόπο απολαυστικό και φρέσκο, αποφεύγοντας τις εύκολες απαντήσεις στα δύσκολα ερωτήματα, αλλά κυρίως παρουσιάζοντας περίπλοκους χαρακτήρες.