Τρία χρόνια αφότου οι Russo Brothers μας παρέδωσαν μία από τις πιο επιτυχημένες ταινίες όλων των εποχών, οι αδελφοί σκηνοθέτες έχουν απεριόριστο budget και carte blanche από το Χόλιγουντ να δημιουργήσουν ο,τι θέλουν. Φέτος, υπό την αιγίδα του Netflix, σκηνοθετούν μια ταινία δράσης 200 εκατομμυρίων που δυσκολεύεται να βρει την ταυτότητά της – αλλά τελικά καταφέρνει να μας χαρίσει ένα ευπρόσδεκτα εκρηκτικό δίωρο.

Ο Court Gentry, γνωστός και ως Sierra Six (Ryan Gosling), είναι ένας ικανότατος μυστικός πράκτορας που αναλαμβάνει σκοτεινές αποστολές για λογαριασμό της αμερικάνικης κυβέρνησης. Κάτω από το άγρυπνο μάτι του χειριστή του Donald Fitzroy (Billy Bob Thornton), ο στωικός υπερπράκτορας ξεπαστρεύει κακούς και ανακτά πολύτιμες πληροφορίες σε όλο τον πλανήτη, συμμετέχοντας σε ολοένα και πιο επικίνδυνες αποστολές. Όταν όμως ο Fitzroy πάρει σύνταξη, η νέα διοίκηση θα στραφεί εναντίον του Gentry, μπλέκοντάς τον σε ένα λαβύρινθο αβεβαιότητας και προδοσίας. Ολομόναχος και κυνηγημένος, ο Gentry θα συμμαχήσει με την δυναμική Miranda (Ana De Armas) και μαζί θα έρθουν αντιμέτωποι με τον Lloyd Hansen (Chris Evans), έναν σαδιστικό πρώην πράκτορα της CIA…
Εκ πρώτης όψεως, το φιλμ αποτελεί throwback στις ταινίες δράσης των ‘90s, με κύρια έμπνευση τα κλασσικά μυθιστορήματα του Tom Clancy. Στην πραγματικότητα όμως, το Gray Man έχει πολύ πιο διάσπαρτες επιρροές: Σκηνοθετημένο με την κλασική γκρίζα παλέτα των Russo, το φιλμ είναι πασπαλισμένο με πολύχρωμες σκηνές δράσης αλά John Wick, σοβαροφανή κατασκοπικά subplots αλά Jason Bourne, και ασταμάτητα one-liners που μοιάζουν να βγήκαν από τη δεκαετία του ογδόντα. Oι Russo δε δείχνουν να μπορούν να αποφασίσουν ποια χολιγουντιανή δεκαετία προσπαθούν να μιμηθούν, και καταλήγουν να τα κάνουν όλα, με αποτέλεσμα ένα συνονθύλευμα από όλα ανεξαιρέτως τα χολιγουντιανά tropes των τελευταίων σαράντα χρόνων.
Και παραδόξως, το αποτέλεσμα είναι απόλυτα λειτουργικό: Το Gray Μan ισορροπεί με άνεση ανάμεσα στην δυσκοίλια δράση και την tongue-in-cheek σαχλοπεριπέτεια, παραδίδοντάς μας ένα ευχάριστο, καταιγιστικό δίωρο με θεαματικά set pieces, ασταμάτητες ατάκες και απολαυστική action χορογραφία. Δεν είναι ιδαίτερα αξιομνημόνευτο, ούτε θα γεννήσει το αιθάλες φραντσάιζ που ελπίζουν οι δημιουργοί του – προσφέρεται όμως για μια ωραιότατη βράδια στο θερινό σινεμά, ή ακόμη καλύτερα, στο Netflix, όπου θα κυκλοφορήσει στις 22 Ιουλίου.

Φυσικά, το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι η χαρισματικοί πρωταγωνιστές του, με κυρίαρχο τον αέναα ανέκφραστο και αμίμητα καυστικό Ryan Gosling. Με passive-aggressive σαρκασμό και εξυπνακίστικο υφάκι, ο γοητευτικός action man ενσαρκώνει έναν αξιαγάπητο ξινομούρη που φέρνει στο νου τον Bruce Willis της δεκαετίας του ‘80. Παρέα με την Αna De Armas (No Time to Die) φτιάχνουν ένα απολαυστικό δίδυμο, που, παρόλο που βρίσκεται πολλές λεύγες κάτω από τις ερμηνευτικές του δυνατότητες, πρoσδίδει τσαχπινιά και τσαγανό ακόμη και στις πιο συνηθισμένες σκηνές δράσης.
Την ακριβοπληρωμένη πρωταγωνιστική τριάδα συμπληρώνει φυσικά ακόμη ένας παροιμιώδης ξανθοτούμπανος, ο μυστακοφόρος Chris Evans (Knives Out) στο ρόλο του ψυχοπαθή Lloyd Hansen. Ο σαρδόνιος υπερπράκτορας είναι ομολογουμένως κάπως ενοχλητικός, με τον Evans να παραδίδει μια ανέμπνευστα παρατραβηγμένη μα άτολμα συντηρητική ερμηνεία. Έχοντας συνηθίσει πλέον το ρόλο του “καλού παιδιού”, ο Evans δυσκολεύεται να μπει πειστικά στο πετσί ενός ανεξέλεγκτου εγκληματία, και δεν καταφέρνει τελικά ούτε να μας τρομάξει, αλλά ούτε και να μας κλέψει την καρδιά.

Τελικά, και παρά την κρίση ταυτότητας που το χαρακτηρίζει, το Gray Man κάνει άψογα τη δουλειά του. Το concept είναι δοκιμασμένο, το budget ρέει άφθονο, και το ταλέντο μπροστά και πίσω από την κάμερα είναι τραγελαφικά overqualified. Μπορεί να μην έχει αρκετά ξεχωριστή ταυτότητα για να γίνει ένα πετυχημένο franchise, όμως είναι αδιαμφισβήτητα ένα δροσερό καλοκαιρινό action movie, ιδανικό για το Νέτφλιξ ή τον θερινό.