The Hunt

The Hunt

Το όνομα του Craig Zobel ίσως να μην σας λέει πολλά. Ίσως, πάλι, να τον θυμάστε από το φουλ αγχωτικό και κλειστοφοβικό indie διαμαντάκι που ακούει στο όνομα Compliance και το οποίο έκλεψε τις εντυπώσεις στο φεστιβάλ του Sundance πριν από μερικά χρόνια. Έκτοτε, σκηνοθέτησε ακόμα μια ταινία, το Z for Zachariah, στρέφοντας ύστερα το ενδιαφέρον του περισσότερο προς την τηλεόραση, σκηνοθετώντας επεισόδια σειρών, όπως το Westworld και το The Leftovers.

Ωστόσο, το όνομα του ξαναβρέθηκε στην επικαιρότητα εξαιτίας της νέας του ταινίας, The Hunt, την οποία είναι πιθανότερο να γνωρίζετε ως “την ταινία που κατηγόρησε ο Trump ο, τι παρακινεί τους liberals να σκοτώνουν τους υποστηρικτές του”. Αν και συνήθως, οι ταινίες που ταυτίζονται με κάποιου είδους λογοκρισία αποδεικνύονται κατώτερες των προσδοκιών, το The Hunt άξιζε μια προβολή μόνο και μόνο για το όνομα του σκηνοθέτη του. Τελικά, κατάφερε κάτι που σπάνια το συναντάει κανείς – ενώ δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που είχε χτίσει η συζήτηση περί “λογοκρισίας”, κατάφερε να προσφέρει μια εξαιρετικά απολαυστική εμπειρία παρακολούθησης.

Η ταινία απογοητεύει ως σάτιρα της πολιτικής σκηνής των ΗΠΑ, επειδή ναι μεν επιδεικνύει διαρκώς τα δόντια της προς πάσα κατεύθυνση, ωστόσο αυτά δεν αποδεικνύονται ιδιαίτερα κοφτερά. Η πολιτική κατεύθυνση της ταινίας δεν φαίνεται να βασίζεται σε κάποια συγκεκριμένη λογική, δεν μοιάζει να βασίζεται σε κάποια στέρεη πολιτική βάση, αλλά να επιδιώκει να παρουσιάσει μια “πολιτική ταινία”, την οποία θα μπορεί να απολαύσει εξίσου ο ακροδεξιός και ο ακροαριστερός (αλλά και όλα τα ενδιάμεσα ιδεολογικά φάσματα). Ευτυχώς για την ταινία, τούτη η “ισαποστάσικη” προσέγγιση δεν αποβαίνει μοιραία, καθώς γίνεται εμφανές από την πρώτη στιγμή πως στην πραγματικότητα η ταινία δεν παίρνει τον εαυτό της ιδιαίτερα στα σοβαρά, οπότε θα’ ταν άδικο τελικά, να απαιτήσει κανείς από εκείνη μια στιβαρή πολιτική θέση.

Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι χαρακτήρες, είναι μονοδιάστατοι και όσο αναλώσιμοι οφείλουν να είναι οι χαρακτήρες μιας ταινίας που επικεντρώνεται στο ανθρωποκυνηγητό δύο αντικρουόμενων ομάδων με την ταινία να εκμεταλλεύεται υπερ της αυτή την πτυχή της, αλλάζοντας συνεχώς τις οπτικές γωνίες της αφήγησης, μεταπηδώντας από το ένα στρατόπεδο στο άλλο. Έτσι, καταφέρνει αφενός να καθιερωθεί στο μυαλό των θεατών ως μια αγνή exploitation ταινία και τίποτα παραπάνω και αφετέρου να μας προσφέρει όσες πληροφορίες είναι απαραίτητες, ώστε να τοποθετήσουμε το κυνηγητό σε ένα γενικό πλαίσιο.

Όταν τελικά, βρίσκει στο πρόσωπο της συμπαθέστατης Betty Gilpin (Glow) την σταθερή πρωταγωνίστρια που αναζητούσε, διατηρεί αναλλοίωτο το ύφος της. Η υπέρμετρη, καρικατουρίστικη βία παραμένει πανταχού παρούσα και το σενάριο συνεχίζει να τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια μας, εμμένοντας στη λογική του Mystery Box που τόσο λατρεύουν οι σεναριογράφοι της ταινίας, με τον έναν εκ των δύο να είναι ο Damon Lindelof του Watchmen. Αυτή η αίσθηση μυστηρίου διαλύεται λίγο προς το τέλος, όταν το σενάριο προσπαθεί να δώσει ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες για τους λόγους που διοργανώνεται το κυνηγητό, προσθέτοντας ακόμη περισσότερη ασάφεια στις ήδη ασαφής κατευθύνσεις της σάτιρας του και περιπλέκοντας ένα σενάριο του οποίου η γοητεία βρισκόταν στις ελλιπείς πληροφορίες.

Κάθε φορά, όμως, που το σενάριο ετοιμάζεται να στραβοπατήσει ή διστάζει να μπήξει το μαχαίρι στο κόκκαλο, αναλαμβάνει τα ηνία η σκηνοθεσία του Zobel, η οποία δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που να απογοητεύει. Εκείνος, γνωρίζει πολύ καλά πως να χρησιμοποιήσει την κάμερα του, ώστε να μείνει πιστός στο δόγμα του mystery box, ενώ σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ισορροπεί μαεστρικά ανάμεσα στην παρωδία και τη βία, δίχως το τελικό αποτέλεσμα να φαντάζει ποτέ φθηνό ή αναίτια αιματηρό. Ως αποκορύφωμα της σκηνοθετικής προσέγγισης, ωστόσο, θα πρέπει να θεωρηθεί η τελική μάχη, η οποία αν και εμφανώς υπερβολική, καταφέρνει να επικοινωνήσει τον σφοδρό πόνο κάθε χτυπήματος, διατηρώντας παράλληλα τα κωμικά στοιχεία που έκαναν την εμφάνιση τους σ’ όλη την προηγούμενη διάρκεια της ταινίας.

Αν η σκηνοθεσία του Zobel είναι ο πρώτος άσσος στο μανίκι, η ερμηνεία της Gilpin είναι ο δεύτερος, αφού εκείνη παίρνει έναν ρόλο που τις προσφέρει ελάχιστα πράγματα για να πιαστεί και πλάθει έναν χαρακτήρα που μέσα στην απλότητά του, φαντάζει απόλυτα συνεπής. Ικανή στη μάχη σώμα με σώμα, έτοιμη να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ξαφνική απειλή, η χαρακτήρας της Gilpin δεν ενδιαφέρεται για τους λόγους που βρέθηκε στη μέση ενός ανεξήγητου κυνηγητού, αλλά αναζητά τον βέλτιστο τρόπο επιβίωσης, διαθέτοντας ένα μόνιμο βλέμμα εξερεύνησης και υπολογισμού, το οποίο συνοδεύεται από μια αίσθηση ανίας, με την έννοια πως παρ’ ότι καλείται να αντιμετωπίσει μια ντουζίνα οπλισμένων ανταγωνιστών, εκείνοι είναι τόσο άχρηστοι που δεν της προσφέρουν ούτε τη χαρά της πρόκλησης.

Συνοψίζοντας, μπορεί η πολιτική σάτιρα που επιχειρεί το The Hunt να μοιάζει μπερδεμένη και αποπροσανατολισμένη, κατακρίνοντας τους πάντες, αλλά δίχως κάποια στέρεη βάση -γεγονός που προκαλεί εντύπωση, αν λάβει κανείς υπόψη τη σεναριακή συμμετοχή του Lindelof, ο οποίος μας παρέδωσε το έντονα πολιτικό Watchmen- , ωστόσο η ταινία σε καμιά περίπτωση δεν αφήνει πικρή γεύση. Ποτέ δεν παίρνει τον εαυτό της περισσότερο σοβαρά απ’ ότι θα έπρεπε, εστιάζει στη βία, τις σωστά κατανεμημένες δόσεις χιούμορ και τις εντυπωσιακές σκηνές δράσεις, οπότε χαράζεται στη μνήμη των θεατών ως μια απόλυτα πετυχημένη προσπάθεια, την οποία δεν μπορούν να αμαυρώσουν τα επιμέρους στραβοπατήματα.

Σχόλια

Your email address will not be published.