Το ολοκαίνουργιο The Killer παρακολουθεί τη Zee (Nathalie Emmanuel), μια μυστηριώδη και κακόφημη δολοφόνο την οποία όλοι γνωρίζουν, και φοβούνται, στον παριζιάνικο υπόκοσμο ως «Βασίλισσα των Νεκρών». Όταν όμως, στη διάρκεια μιας αποστολής που της έχει αναθέσει ο εξίσου μυστηριώδης μέντορας κι εργοδότης της (Sam Worthington), η Zee αρνείται να σκοτώσει μια τυφλή νέα γυναίκα σε ένα νυχτερινό κέντρο του Παρισιού, η απόφαση θα ανατρέψει τις συμμαχίες της Zee, θα τραβήξει την προσοχή ενός ικανού ερευνητή της αστυνομίας και τη θέσει σε τροχιά σύγκρουσης με το ίδιο της το παρελθόν.
Το 1989, ο John Woo παρέδωσε το The Killer, ίσως την καλύτερη ταινία της φιλμογραφίας του. Ένα αριστούργημα του σινεμά δράσης, τέλεια δομημένο και άψογα χορογραφημένο, το οποίο, ανάμεσα στο ασταμάτητο μπαλέτο από σφαίρες και αίμα, χωρούσε θεματικές όπως η τιμή, η ηθική και η μπέσα. Κορωνίδα μιας εξαιρετικής περιόδου άνθισης του κινηματογράφου είδους στη βιομηχανία του Χονγκ Κονγκ, το The Killer του 1989 αποτελεί σταθμό για το είδος, επηρέασε πλήθος δημιουργών σε όλο τον κόσμο και συνέβαλε καθοριστικά ώστε, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης να εγκατασταθεί στο Χόλιγουντ, όπου θα δούλευε για την επόμενη δεκαετία.
Κάνουμε χρονικό άλμα 35 χρόνων, για να φτάσουμε στο 2024. Ο Woo είναι εδώ και χρόνια ντεφορμέ, η τελευταία καλή ταινία του εντοπίζεται πίσω στο 2000 και είναι το Mission: Impossible II, η επιστροφή του στην πατρίδα του δε σημαδεύτηκε από ποιοτική ανάκαμψη, ενώ και η τελευταία, αγγλόφωνη, δουλειά του, Silent Night (2023), ανήκει στις χειρότερές του στιγμές. Όταν ανακοινώθηκε πως η επόμενη ταινία του θα ήταν ένα αγγλόφωνο remake της μεγάλης του επιτυχίας, όλοι καταλάβαμε ότι επρόκειτο για αρπαχτή. Κι αν είχαμε μια ελπίδα ο σκηνοθέτης, επιστρέφοντας στις ρίζες του, να ανακτήσει κάτι από τη σπιρτάδα εκείνων του των ταινιών, προσθέτοντας κάτι σε όσα ήδη είπε τέλεια το παλιότερο φιλμ, η απογοήτευσή μας ολοκληρώθηκε βλέποντας το remake.
Το νέο The Killer δεν έχει απολύτως τίποτα νέο να κομίσει στις θεματικές του παλιού, αντίθετα εκείνες πάνε περίπατο, αφού, στα πλαίσια της woke ατζέντας που θέλει να έχει το φιλμ, ο κεντρικός ήρωας γίνεται ηρωίδα, επομένως η μελέτη του αρσενικού ψυχισμού παύει να υφίσταται. Θεματικά, το remake επικεντρώνεται στη σχέση διώκτη και διωκόμενου, μένει όμως αποκλειστικά στην επιφάνεια χωρίς να εμβαθύνει, ενώ το μοτίβο της τιμής και της ηθικής είναι εξίσου επιδερμικό στην ταινία. Θα είχε ίσως κάποιο ενδιαφέρον να αξιοποιήσει ο Woo την αλλαγή φύλου του κεντρικού χαρακτήρα προκειμένου να ανοίξει έναν υπόγειο διάλογο με το πρωτότυπο φιλμ, ας μη γελιόμαστε όμως: όλα αυτά τα φιλμ ατζέντας δεν έχουν στην πραγματικότητα τίποτα να πουν, πέραν του να καυχηθούν επιφανειακά για την υποτιθέμενη «τόλμη» τους να αφηγηθούν, τάχα, ιστορίες από μια άλλη οπτική.
Ο Woo προσπαθεί να προσθέσει στην ταινία κάποια από τα σκηνοθετικά trademarks που τον διακρίνουν, με την πρώτη κιόλας σκηνή να είναι χαρακτηριστική, αφού κάνουν την εμφάνισή τους τα περιστέρια που αποτελούν, πια, το σήμα – κατατεθέν του σκηνοθέτη. Οι σκηνές δράσης έχουν μια επιμέλεια παραπάνω από τη μέση straight to streaming παραγωγή, καταλαβαίνεις ότι πίσω από την κάμερα κάθεται κάποιος που ξέρει σινεμά, και πάλι όμως η ανάμνηση ταινιών όπως το πρωτότυπο The Killer, το Hard Boiled ή το Face/Off οδηγεί σε μελαγχολικά συμπεράσματα για την εν λόγω ταινία.
Η Nathalie Emmanuel κάνει αξιοπρεπή δουλειά στο ρόλο της Zee, αν και δεν μπορεί να φτάσει τον Chow Yun Fat της πρωτότυπης ταινίας. Ο Omar Sy, όμως, είναι απερίγραπτα κακός στο ρόλο του αστυνομικού. Πρόκειται για μια ερμηνεία – όνειδος, που δε θα έπρεπε να έχει πάρει ποτέ πράσινο φως. Ένα πέρασμα για το μεροκάματο κάνει κι ο Sam Worthington, προφανώς σε κάποιο διάλειμμα των υποχρεώσεών του στα Avatar του James Cameron, για να ενσαρκώσει αδιάφορα τον μέντορα της ηρωίδας.
Το μόνο που προσφέρει το νέο The Killer του John Woo είναι ότι σου γεννά την επιθυμία να επισκεφθείς ξανά το πρωτότυπο φιλμ. Εκεί θα βρεις πραγματικά σπουδαίες σεκάνς δράσης, πολυδιάστατο σενάριο, χαρακτήρες με βάθος και εκλεκτό καστ, πολύ μακριά από την εκβιαστική ατζέντα του remake. Ο John Woo μάλλον έκανε τη χειρότερη ταινία του φέτος, μια στεγνή αρπαχτή χωρίς ίχνος έμπνευσης και πρωτοτυπίας, ένα ανιαρό και αδιάφορο φιλμάκι που αμαυρώνει κι άλλο τη φήμη ενός πάλαι ποτέ μάστορα της φιλμικής δράσης.