1994. Ένα νεο-νουάρ ονόματι The Last Seduction κάνει πρεμιέρα στους δέκτες του HBO. Η επιτυχία του τεράστια, ξεπερνά τα όρια της μικρής οθόνης, οπότε σε μια απόφαση που ακόμα και σήμερα φαντάζει απίστευτη, η ταινία αποκτά και κινηματογραφική διανομή, βρίσκοντας τη θέση που της αξίζει στη σκοτεινή αίθουσα. Κοινό και κριτική παραμιλάνε, και ο λόγος είναι (κυρίως) ένας: η Linda Fiorentino.
Ήδη από την εισαγωγική σεκάνς, όπου μας συστήνεται η ακαταμάχητα αδίστακτη Bridget Gregory (Linda Fiorentino) σε αντιδιαστολή με τον βουτυρομπεμπέ σύζυγό της, γίνεται αντιληπτό πως αυτός ο ρόλος θα αφήσει ιστορία. Και όντως, το σενάριο του πρωτάρη Steve Barancik, ακολουθεί πιστά όλα τα κλισέ του φιλμ νουάρ, ξεδιπλώνοντας όμως την πλοκή μέσα από τα μάτια της femme fatale του, δίνοντας την ευκαιρία στη Linda Fiorentino να πλάσει έναν χαρακτήρα απροκάλυπτα πανούργο μα και καθηλωτικά γοητευτικό. H Bridget Gregory μπορεί να είναι ο Διάβολος προσωποποιημένος, αλλά ποτέ δεν κρύβει τις προθέσεις της, ποτέ δεν δίνει ψεύτικες υποσχέσεις. Είναι τόσο σαγηνευτική που θα σου προτείνει να γευτείς μαζί της την αμαρτία και ενώ γνωρίζεις την κατάληξη, αδυνατείς να της αντισταθείς.
Το σενάριο ουδέποτε πέφτει στην παγίδα να δικαιολογήσει τις πράξεις της ρίχνοντας το φταίξιμο σε τραυματικά παιδικά χρόνια ή ως αντίδραση στην πατριαρχική καταπίεση. Αντιθέτως, παίζει με αυτές τις προσδοκίες για να της προσδώσει ακόμα περισσότερη αμφισημία: άραγε, όταν κλέβει τα λεφτά από τον σύζυγό της, εκκινώντας ουσιαστικά την πλοκή, καθοδηγείται από την απληστία, από εκδικητικά συναισθήματα για το βίαιο ξέσπασμα του που προηγήθηκε λίγο νωρίτερα ή μήπως το δεύτερο ήταν μόνο η αφορμή, μία πρώτη ένδειξη της ικανότητάς της να εκμεταλλεύεται κάθε συνθήκη προς όφελός της; Ο Barancik γνωρίζει πως η γοητεία του σεναρίου του δεν βρίσκεται στον εξανθρωπισμό της Bridget -πώς να εξανθρωπίσεις έναν χαρακτήρα που μοιάζει με ορμητική δύναμη της φύσης;- αλλά στην δεξιοτεχνική αποτύπωση των ευφυών τρόπων που σκαρφίζεται για να πετυχαίνει τους στόχους της.
Η Fiorentino, γεννημένη λες για τον ρόλο, απογειώνει το υλικό που της προσφέρει το αριστοτεχνικό σενάριο, ζωντανεύοντας την Bridget με μοναδικό τρόπο. Διαθέτει τη γοητεία και τον δυναμισμό που απαιτείται, αλλά είναι οι μικρές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά και προσθέτουν ενδιαφέρουσες αποχρώσεις στον χαρακτήρα. Όταν λόγου χάρη ουρλιάζει από ηδονή απολαμβάνοντας τα πλούσια προσόντα του νέου της εραστή κρεμασμένη από έναν φράχτη (!), ιδέα που πρότεινε η ίδια η Fiorentino, διαπιστώνουμε πως για εκείνη το σεξ δεν είναι μόνο ένα αναγκαίο κακό για την χειραγώγηση των αντρών, όπως τείνει να απεικονίζεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις, αλλά ειλικρινής πηγή ηδονής. Το ότι οι δύο αυτές πλευρές της ερωτικής πράξης συχνά ταυτίζονται απλώς κάνουν τη ζωή της πιο εύκολη!
Η συνταγή της επιτυχίας συμπληρώνεται από τη σταθερά μαεστρική σκηνοθεσία του John Dahl. Ερχόμενος με φόρα από το τρομερό Red Rock West (1993) με τον Nicolas Cage στήνει κι εδώ ένα συναρπαστικό νεο-νουάρ. Εξίσου στιλάτη, αλλά πιο ερωτική και με περισσότερο χιούμορ, η σκηνοθεσία του Dahl αποτελεί για ακόμη μια φορά υπόδειγμα κινηματογραφικής αφήγησης που εμπιστεύεται το κοινό ότι μπορεί να καλύψει μόνο του τα απαραίτητα κενά. Η εισαγωγική σεκάνς που μας συστήνει τη Bridget, αλλά και το φινάλε που αντικατέστησε μια πιο φλύαρη και επεξηγηματική εναλλακτική εκδοχή, αποτελούν δύο μόνο αποδεικτικά στοιχεία της μεαστρίας του John Dahl.
Τρεις δεκαετίες μετά, το Last Seduction δεν έχει χάσει ούτε σπιθαμή από την σαγήνη του, η Bridget Gregory παραμένει ένας εμβληματικός γυναικείος ρόλος που είναι αδύνατο να δαμαστεί από ταμπέλες και η Linda Fiorentino έχει εξασφαλίσει μια πανάξια θέση στην κινηματογραφική ιστορία.