Ένας άνδρας (Jim Cummings) θα αναγκαστεί να περάσει μερικές ώρες σε ένα εστιατόριο, περιμένοντας το βυτιοφόρο της βενζίνης να φθάσει, να γεμίσει το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου του και να φύγει. Λίγο μετά, στο κατάστημα θα εισέλθουν δύο μυστηριώδεις άγνωστοι (Nicholas Logan, Richard Brake), οι οποίοι θα αποδειχθούν σεσημασμένοι ληστές τραπεζών. Μέχρι να φθάσει το βυτιοφόρο, οι δύο ληστές θα κρατήσουν ομήρους τους υπόλοιπους πελάτες του εστιατορίου, καθώς και την σερβιτόρα Charlotte (Jocelin Donahue), η οποία τυγχάνει να είναι σύζυγος του σερίφη (Michael Abbot Jr) της περιοχής.
Το The Last Stop in Yuma County δεν είναι μια ταινία που ανακαλύπτει τον τροχό, αλλά κάνει τα πάντα σωστά σε βαθμό που δεν μπορείς παρά να την παρακολουθήσεις συνεπαρμένος. Μια χούφτα χαρακτήρες, μια απλή πλοκή τοποθετημένη σχεδόν αποκλειστικά σε ένα μέρος – με εξαίρεση τις εμβόλιμες σκηνές στο γραφείο του σερίφη και το τελευταίο δεκάλεπτο της καταδίωξης –και εμφανείς επιρροές από το σινεμά των αδελφών Coen, του John Dahl (ο ρόλος της τύχης και της σύμπτωσης θυμίζει το Red Rock West του τελευταίου), αλλά και του Terrence Malick. Η αφηγηματική οικονομία που επιδεικνύει εδώ ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Francis Gallupi είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο το ντεμπούτο του είναι μια τόσο γοητευτική δημιουργία.
Στον πυρήνα της προβληματικής της ταινίας βρίσκεται ο ρόλος της τύχης στο ρου των γεγονότων, αλλά και η ανθρώπινη απληστία και η ματαιότητα της αλληλοεξόντωσης, μοτίβα όλα τους που συναντώνται στο αμερικανικό σινεμά ήδη από την εποχή του κλασικού φιλμ – νουάρ, είδους που ο σκηνοθέτης έχει καταφανώς αφομοιώσει καλά, αφού ενορχηστρώνει ουσιαστικά ένα μοντέρνο νουάρ. Στην πορεία, κάνει σχεδόν άρτια σεναριακή δουλειά, με τους χαρακτήρες να είναι πραγματικά ενδιαφέροντες χάρη στην ετερόκλητη σκιαγράφησή τους και την πλοκή να κλιμακώνεται στα κατάλληλα σημεία. Όταν, δε, ο Gallupi παίρνει τη ριψοκίνδυνη απόφαση να αλλάξει πρωταγωνιστή περίπου δέκα λεπτά πριν το φινάλε της ταινίας, η μετάβαση δεν είναι καθόλου άτσαλη, αφού χτίζεται από την αρχή κιόλας του έργου, χωρίς να το καταλάβουμε: εξαρχής, ο πιο συμπαθητικός χαρακτήρας του φιλμ είναι ο σερίφης, ένας άνδρας τρυφερός με τη γυναίκα του, απλός στη συμπεριφορά του κι ελαφρώς αφελής, ενώ ο φαινομενικός πρωταγωνιστής αποδεικνύεται ένας άπληστος, επικίνδυνος και αντιπαθητικός χαρακτήρας που διακρίνεται για τον εγωισμό του.
Αν για κάτι μπορεί να ψέξει κανείς την ταινία σε σεναριακό επίπεδο, αυτό θα ήταν το ότι δεν καταφέρνει να ενσωματώσει καλά το meta στοιχείο και τις σινεφιλικές αναφορές της. Ο σινεφίλ χαρακτήρας της ταινίας που πετά ατάκες από φιλμ όπως το Bonnie and Clyde (1967) του Arthur Penn, το Badlands (1973) του Malick ή το Psycho (1960) του Alfred Hitchcock είναι ο λιγότερο πειστικός και καλοδουλεμένος της ταινίας και αυτές οι ατάκες μοιάζουν ελαφρώς με εκβιαστική απόπειρα του Gallupi να τιμήσει δημιουργούς και έργα που αγαπά. Πρόκειται, όμως, για κάτι το απειροελάχιστο μπροστά στα τόσα άλλα που κάνει σωστά η ταινία.
Ο Gallupi, πάντως, θυμίζει και σε σκηνοθετικό επίπεδο τον Dahl, αφού, όπως κι εκείνος, σκηνοθετεί χωρίς καμία επιδεικτικότητα. Η πλανοθεσία του υπηρετεί την αφήγηση της ιστορίας, είναι αποτελεσματική χωρίς να χτυπά στο μάτι και αποτελεί προϊόν ενδελεχούς προετοιμασίας από πλευράς του νεαρού σκηνοθέτη. Η καλή δουλειά που έχει γίνει φαίνεται στις λεπτομέρειες, όπως στα εντελώς διαφορετικά όπλα που κρατούν οι δύο ληστές, τα οποία βοηθούν το θεατή να τους διαχωρίσει στο μυαλό του οπτικά. Η διεύθυνση φωτογραφίας επίσης βοηθά πολύ στην απόδοση του καύσωνα που επικρατεί στο μέρος όπου διαδραματίζεται η ταινία, και κατά συνέπεια στην αύξηση της έντασης.
O Jim Cummings, τον οποίο γνωρίσαμε μέσα από το αξιόλογο μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Thunder Road (2018), ενσαρκώνει εδώ έναν everyday man που όμως δε θα διστάσει να μετατραπεί σε δολοφόνο, κλέφτη και φυγά όταν θα του δοθεί η ευκαιρία. Ο Cummings παίζει εξαιρετικά αυτόν το χαρακτήρα, που θυμίζει αρκετά τον Anthony Perkins στο Psycho όπως θα επισημάνει ο σινεφίλ χαρακτήρας της ταινίας. Το υπόλοιπο cast είναι άκρως ικανοποιητικό, αξίζει όμως να ξεχωρίσουμε τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τους δύο ληστές, οι οποίοι είναι απολαυστικά σιχαμεροί.
Χάρη στο λειτουργικό μοντάζ και τις ωραίες μουσικές επιλογές από τη δεκαετία του 1970, οπότε και διαδραματίζεται το φιλμ, το The Last Stop in Yuma County είναι μια αβίαστα cool ταινία, από αυτές που παρακολουθείς και δε θέλεις να τελειώσουν, καθώς σε παρασέρνουν στον φιλμικό μικρόκοσμο που πλάθουν κι εντός του οποίου όλα μοιάζουν να λειτουργούν βάσει πολύ συγκεκριμένων κανόνων προκαθορισμένων από ένα δημιουργό που χειρίζεται άψογα, σαν μαριονέτες, τους χαρακτήρες του.Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο φιλμ αυτό, κι ας αφορά το σενάριό του στην τυχαιότητα των γεγονότων.
Ταινίες σαν το The Last Stop in Yuma County σπανίζουν πλέον στο αμερικανικό σινεμά, γι’ αυτό και μοιάζουν με όαση στη μέση της ερήμου όταν εμφανίζονται. Έργα προσεγμένα, όπου κάθε λεπτομέρεια συμβάλλει σε μια καλοκουρδισμένη πλοκή, την οποία υπηρετεί ένας σκηνοθέτης με σαφές όραμα και γνώση του πώς να το φέρει στην οθόνη μας. Το ντεμπούτο του Francis Gallupi είναι μια μικρή ταινία συναρπαστικών λεπτομερειών που κάνουν τη διαφορά, ένα φιλμ που οπωσδήποτε θα επισκεφθούμε ξανά στο μέλλον, ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο.