Έχουμε συνηθίσει οι ιστορίες που τοποθετούνται στην αμερικάνικη επαρχία και επιδιώκουν να αποκαλύψουν τρομακτικά (κοινά) μυστικά, να ξεκινάνε παρουσιάζοντας μια ύποπτα ήρεμη εικόνα της κωμόπολης. Το “The Low Low Woods“, σε σενάριο της Carmen Maria Machado και σχέδιο της Dani, αν και μπορεί να θεωρηθεί ως μια τέτοια ιστορία, μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. Από τις πρώτες σελίδες μαθαίνουμε πως η συγκεκριμένη πόλη έχει σημαδευτεί από δύο ανεξήγητα γεγονότα τα οποία συνεχίζουν μέχρι και τη στιγμή που λαμβάνει χώρα η ιστορία: αρχικά, τα σπλάχνα της πόλης που κάποτε φιλοξενούσαν ορυχεία πλέον καίγονται ασταμάτητα εδώ και χρόνια, ενώ την ίδια στιγμή οι γυναίκες φαίνεται να πάσχουν από αμνησία, ξεχνώντας ολόκληρες ώρες από την καθημερινότητά τους.
Θύμα αυτής της “αρρώστιας” έπεσαν και οι δύο πρωταγωνίστριες της ιστορίες, οι κολλητές φίλες Octavia και El, οι οποίες ενώ είχαν πάει να παρακολουθήσουν μια ταινία τελικά αποκοιμήθηκαν. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση μοιάζει ιδιαίτερα απλουστευτική, αφού αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα πώς βρέθηκαν τα παπούτσια τους να είναι γεμάτα λάσπη ή πώς γίνεται το εσώρουχο της μιας κοπέλας να άλλαξε φορά κατά τη διάρκεια του ύπνου. Παραδόξως, αυτό το συμβάν φαίνεται να διχάζει τις δύο κοπέλες. Η Octavia είναι αποφασισμένη να ανακαλύψει τι διάολο συνέβη εκείνο το βράδυ, ενώ η El, που ούτως ή άλλως σκοπεύει να φύγει όσο το δυνατόν συντομότερα από την επίγεια κόλαση που ακούει στο όνομα Shutter -to- Think επιμένει πως δεν υπάρχει λόγος να ανακαλύψουν την αλήθεια, προχωρώντας τη ζωή τους σα να μην συνέβη τίποτα.
Το σενάριο της Machado χαρακτηρίζεται από δύο βασικές αρετές. Η πρώτη είναι το εκπληκτικό χτίσιμο κόσμου, χάρη στο οποίο καταφέρνει να παρουσιάσει απόκοσμες καταστάσεις σαν απλά καθημερινά γεγονότα με τα οποία τόσο τα δύο κορίτσια, όσο και όλοι οι κάτοικοι της περιοχής έχουν αρχίσει να συνηθίζουν και να αποδέχονται ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους. Από εκεί μάλιστα πηγάζει και ένα μεγάλο μέρος του τρόμου, από την κανονικοποίηση και αποδοχή όλων αυτών των φρικτών καταστάσεων, όπως η απώλεια μνήμης ή η φλόγα που αναβλύζει από τα έγκατα της γης μετατρέποντας την πόλη σε έναν αφιλόξενο χώρο. Η δεύτερη είναι η συναρπαστική κεντρική ιδέα με την απώλεια μνήμης των γυναικών που αποτελεί ένα έξυπνο και πραγματικά φρέσκο τρόπο για να προσεγγίσεις ένα ζήτημα που (καλώς) έχει παρουσιασθεί αρκετές φορές στην πρόσφατη ποπ κουλτούρα, την κακοποίηση των γυναικών. Μάλιστα, η Machado την προσεγγίζει με έναν απροσδόκητο τρόπο. Αντί να εστιάσει στις δυσκολίες που επιφέρει η συλλογική απώλεια μνήμης στις έρευνες των δύο κοριτσιών, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη σχέση και τις συγκρούσεις των δύο κοριτσιών, θέτοντας το (δύσκολο) ερώτημα κατά πόσο είναι επιθυμητή η αποκάλυψη της αλήθειας, όταν αυτή είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα είναι διόλου ευχάριστη.

Δυστυχώς, όμως, η αφήγηση πέφτει θύμα του περιορισμένου χώρου ανάπτυξης της πλοκής. Έχουμε αναφέρει και άλλες φορές πως οι limited σειρές χρειάζονται χώρο να αναπνεύσουν και τα έξι τεύχη (των είκοσι σελίδων) αδυνατούν να τον προσφέρουν. Έτσι, κάποια πολύ ενδιαφέροντα γεγονότα υποχρεωτικά συμπιέζονται σε flashbacks και περιγράφονται με exposition, στερώντας τους την συναισθηματική βαρύτητα που κουβαλάνε στην πραγματικότητα, ενώ οι κρίσιμες πληροφορίες για τη συνέχιση της πλοκής πρέπει να δοθούν με εύκολες και γρήγορες λύσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτός ο ρόλος προσφέρεται στη μαγεία, η οποία ως από μηχανής θεότητα προσφέρει τις απαραίτητες πληροφορίες, εξηγώντας που οφείλονται όλα τα δεινά που ταλανίζουν τους κατοίκους της πόλης εδώ και χρόνια. Ωστόσο, η Machado καταφέρνει να αποφύγει μια βασική παγίδα της χρήσης μαγείας, την απουσία επιπτώσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, κάθε ξόρκι επηρεάζει και το άτομο που το ασκεί, οπότε η χρήση τους οφείλει να είναι λελογισμένη.

Στον σχεδιαστικό τομέα, η DaNi κάνει εξαιρετική δουλειά. Το αρκετά ιδιαίτερο σχέδιο της φέρνει έναν αέρα ανεξάρτητης αισθητικής, θυμίζοντας τις καλές εποχές του Frank Miller, αναδεικνύοντας την απειλητική φύση της ιστορίας μέσα από τις αφαιρετικές φιγούρες της. Εξίσου συναρπαστική δουλειά, όμως, κάνει και στη χρήση των πάνελ, μερικά εκ των οποίων εντυπωσιάζουν με την εφευρετικότητά τους συνεισφέροντας στη δημιουργία της απαραίτητης σουρεαλιστικής και συνάμα απειλητικής ατμόσφαιρας.
Καθοριστική σημασία στην επιτυχία του σχεδίου παίζει και ο χρωματισμός του Dan McMaid, ο οποίος χειρίστηκε αποτελεσματικά το δύσκολο ύφος της Dani (το οποίο έχει έντονα μαύρα και λευκά σημεία) με τα ζεστά του χρώματα να εντείνουν την αίσθηση πως η κωμόπολη των κοριτσιών είναι μια επίγεια κόλαση στην οποία η απειλή καραδοκεί σε κάθε γωνιά.
Αν παραβλέψουμε τα ελάχιστα τεύχη που πληγώνουν αναπόδραστα και την εξέλιξη της πλοκής, το Low Low Woods αποτελεί μια αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα κυκλοφορία. Η πρωτότυπη ιδέα της και το πανέμορφο σχέδιο συνδιαμορφώνουν μια απολαυστική αναγνωστική εμπειρία που θα ικανοποιήσει την ανάγκη για απειλητικά πλάσματα και έναν ευφάνταστο υπερφυσικό κόσμο.