Το The Ministry of Ungentlemanly Warfare αφηγείται μια άγνωστη αλλά αληθινή ιστορία από τα χρονικά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία έχει σαν πρωταγωνιστή τον άνθρωπο που φημολογείται ότι ενέπνευσε τον τότε πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών και μετέπειτα συγγραφέα Ian Fleming να πλάσει τον χαρακτήρα του James Bond –ο Fleming εμφανίζεται ως δευτερεύων χαρακτήρες σε λίγες σκηνές της ταινίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Gus March– Phillips (Henry Cavill), ο οποίος, μαζί με μια ομάδα ανδρών του βρετανικού στρατού, ανέλαβε την μυστική και άκρως επικίνδυνη αποστολή να σαμποτάρει το γερμανικό στόλο σε ένα λιμάνι στα μετόπισθεν του εχθρού, κατά τους πρώτους μήνες της σύρραξης.
Ακόμα κι όταν καλείσαι να γράψεις μια κριτική, δεν είναι πάντα κακό να αποποιείσαι είδη ή κατηγορίες ταινιών που μιλούν μέσα σου λιγάκι παραπάνω. Για τον γράφοντα, τα φιλμ που διαδραματίζονται στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελούν δέλεαρ και δύσκολα δε θα βρει κάτι να απολαύσει σε οποιοδήποτε από αυτά, πόσο μάλλον σε ένα φιλμ που ρίχνει φως στις «ρίζες» ενός άλλου αγαπημένου, λογοτεχνικού και κινηματογραφικού, χαρακτήρα, του πράκτορα 007. Και πράγματι, το The Ministry of Ungentlemanly Warfare είναι μια ταινία ιδιαίτερα φροντισμένη στην όψη, πολλά παραπάνω από μια ευπρόσωπη παραγωγή. Είναι, όμως, αυτό αρκετό προκειμένου να τη θεωρήσουμε μια επιτυχημένη δουλειά;
Οπωσδήποτε, το φιλμ είναι έκτακτο στο να το χαζεύεις, αφού η διεύθυνση φωτογραφίας, ο σχεδιασμός της παραγωγής και ολόκληρο το οπτικό σκέλος είναι χάρμα οφθαλμών. Ακόμη και τα κοστούμια ή τα propsέχουν γούστο, με τον τρόπο ένδυσης του βασικού χαρακτήρα να αποτελεί ένα από τα διασκεδαστικότερα στοιχεία της ταινίας. Η ανάπλαση της εποχής είναι άκρως επιτυχημένη, η έμφαση στην ιστορική λεπτομέρεια είναι εμφανής και κανείς δεν μπορεί να ψέξει το φιλμ για απουσία στιλ. Επιπλέον, το μουσικό θεματάκι, μολονότι σε καμία περίπτωση πρωτότυπο μιας και αντλεί από Morricone και Bacalov, ταιριάζει εξαιρετικά στον τόνο του έργου.
Ωστόσο, το The Ministry of Ungentlemanly Warfare είναι μια ταινία του Guy Ritchie, με όλα τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται. Ξεκινώντας, ασφαλώς, με τους σεναριακούς εξυπνακισμούς, όπως την ιδέα να εκστομίζει Γερμανός αξιωματικός την ατάκα από το φινάλε της Casablanca (« think this is the beginning of a beautiful friendship») σε μια ταινία που διαδραματίζεται μερικά χρόνια πριν την κυκλοφορία εκείνου του φιλμ – ευτυχώς που δε μας έδειξε σε κάποια γωνία του κάδρου τον Humphrey Bogart, θα συμπληρώσουμε εμείς. Αλλά και πέρα από το εκβιαστικό meta στοιχείο, που καλύπτει τις δραματουργικές αδυναμίες της ταινίας, η απόφαση του Ritchie να μοιράσει τη δράση σε δύο υπο-πλοκές κατά την πρώτη ώρα του φιλμ λειτουργεί εντελώς αποπροσανατολιστικά, ειδικά από τη στιγμή που οι χαρακτήρες της δεύτερης υπο-πλοκής δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Όσον αφορά στη σκηνοθεσία, ο Ritchie (The Gentlemen) ποτέ δεν ήταν ένας δημιουργός που ήξερε να στήνει καλές σκηνές δράσης ή ατμοσφαιρικά διαλογικά μέρη κι αυτό δεν αλλάζει ούτε σε αυτή του την ταινία. Τα πλάνα του διαδέχονται το ένα το άλλο με καταιγιστικούς ρυθμούς, αγνοώντας κάθε έννοια mise-en-scene, με ένα ενοχλητικά αποπροσανατολιστικό μοντάζ το οποίο επιστρατεύεται με σκοπό να υπερκαλύψει την απουσία γεωγραφίας της δράσης. Όσο φροντισμένη κι αν είναι η όψη των κάδρων του, ο Ritchie δεν έχει οπτικό ένστικτο, γι’ αυτό και η ταινία του δεν έχει την αίσθηση του χαβαλέ που ανέδιδαν οι «ταινίες καθαρμάτων» από τις οποίες προφανώς αντλεί έμπνευση (The Dirty Dozen, Where Eagles Dare, Kelly’s Heroes κλπ).
Ακόμη και το cast μοιάζει κατώτερο των προσδοκιών, με τον μέτριο Henry Cavill (Zack Snyder’s Justice League) να αποτυγχάνει ακόμη μια φορά να σηκώσει στις πλάτες του ένα φιλμ που δε φέρει το brand name κάποιου franchise. Η ερμηνεία του δεν είναι κακή, θα μπορούσε όμως να είναι πολύ καλύτερη εάν ο ηθοποιός τολμούσε να τσαλακωθεί λίγο περισσότερο και να παίξει έναν πραγματικά «βρώμικο» χαρακτήρα αλά Lee Marvin ή Charles Bronson. Το υπόλοιπο cast είναι απλά διεκπεραιωτικό: κανείς δεν είναι κακός, αλλά και κανείς δεν προσφέρει μια πραγματικά αξιομνημόνευτη ερμηνεία.
Εν ολίγοις, ο Guy Ritchie εδώ επιβεβαιώνει, ίσως άθελά του, για μία ακόμη φορά τον «τίτλο» του κακέκτυπου του Quentin Tarantino που του έχει κατά καιρούς αποδοθεί. Αν το Lock, Stock and Two Smoking Barrels και το Snatch ήταν τα δικά του Reservoir Dogs και Pulp Fiction, τότε το The Ministry of Ungentlemanly Warfare είναι το δικό του Inglourious Basterds. Όση, όμως, ποιοτική απόσταση χωρίζει τα πρώτα φιλμ του Tarantino από αυτά του Ritchie, άλλη τόση χωρίζει και το εκπληκτικό πολεμικό φιλμ του πρώτου από το νέο πόνημα του δεύτερου.