Το φετινό οσκαρικό «στοίχημα» του Netflix που ακούει στο όνομα The Power of the Dog, μας εισάγει για τα καλά στην χειμερινή περίοδο προβολών που πρόκειται να μας απασχολήσουν στα επερχόμενα βραβεία (βραβειολάγνοι μαζευτείτε), και, ταυτόχρονα, σηματοδοτεί την επιστροφή της Jane Campion στην σκηνοθετική καρέκλα, μετά από 12ετή απουσία. Ωστόσο, ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αποχής, που, σίγουρα, εντείνει την προσμονή, μπορεί να δικαιολογήσει και το τελικό αποτέλεσμα;
Στην Μοντάνα του 1925, σε ένα ράντζο, στη μέση του πουθενά, η καθημερινότητα του φαλλοκράτη, σκληρού, απόφοιτου του Γέιλ, και βρομύλου Phil (Benedict Cumberbatch) που συνειδητά (αν και ποτέ δεν αιτιολογείται) έχει επιλέξει την επαχθή ρουτίνα του ράντζου και που συναναστρέφεται με τους άλλους καουμπόηδες, και του ευγενικού και συναισθηματικού αδελφού του George, θα διαταραχθεί όταν ο τελευταίος θα φέρει εκεί τη νέα σύζυγό του Rose (Kirsten Dunst) και τον γιο της Peter (Kodi McPhee). Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και η θηλύπρεπής συμπεριφορά του (Peter) θα γίνουν βορρά υποτιμητικών και προσβλητικών σχολίων από όλους, ιδίως από τον σκληροτράχυλο Phil που, όπως θα αποδειχθεί στην συνέχεια, χρησιμοποιεί αυτή την εχθρική-αμυντική συμπεριφορά, προκειμένου να καταπνίξει ενδόμυχα συναισθήματα, τα οποία φοβάται να ανασύρει στην επιφάνεια.
Η Campion που στις προηγούμενες 7 ταινίες της, από το The Portrait of a Lady, μέχρι την κορωνίδα της φιλμογραφίας της The Piano, είχε στον κεντρικό πυρήνα κάθε της φιλμ μια καταπιεσμένη γυναίκα, επιλέγει, αυτή την φορά, να τοποθετήσει στο επίκεντρο έναν άνδρα της Άγριας Δύσης, άξεστο μα γεμάτο από εμπειρίες, που διόλου δεν διαφέρει από τους οικείους της καταπιεσμένους γυναικείους χαρακτήρες.

Τα 12 χρόνια απουσίας δεν συνέβαλαν στο να σβήσει η σκηνοθετική φλόγα μέσα της. Τουναντίον, η Campion καταφέρνει και ενορχηστρώνει ένα κουαρτέτο τελείως διαφορετικών χαρακτήρων, φτιάχνοντας ένα υπόκωφο δράμα διαστάσεων δωματίου (αν και εκτυλίσσεται σε ανοιχτό χώρο), το οποίο σταδιακά κλιμακώνεται, φυλάττοντας κρυφά τα χαρτιά και τις αρετές του μέχρι το πολύ τέλος, απεικονίζοντας στο πανί λυρικές εικόνες αχανών τοπίων αλλά και λεπτεπίλεπτων λεπτομερειών.
Από την άλλη πλευρά, ο ρυθμός παραμένει βραδυφλεγής, με την σκόπιμη ή μη απουσία των χαρακτήρων να δημιουργεί όλο και περισσότερες απορίες αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα στον θεατή, μη καταφέρνοντας να αποφύγει τις ευκολίες χάριν της δραματουργικής εξέλιξης, καταλήγοντας, θέλοντας και μη, στο να αρέσκεται σε μια στοιχειώδη, κινηματογραφική, ανάγνωση του βιβλίου του Thomas Savage, στο οποίο είναι και βασισμένη.
Αν και ο πολυεπίπεδος χαρακτήρας του Phil, τον οποίο υποδύεται ο Cumberbatch με μια εσωτερική και, παράλληλα, γεμάτη ένταση ερμηνεία, από αυτές που άνετα φιγουράρουν στην οσκαρική πεντάδα, είναι το κεντρικό πρόσωπο αυτής της γουεστερνικής τραγωδίας, ο Peter αποτελεί το κλειδί της υπόθεσης γύρω από τον οποίο θα στηθεί το δεύτερο (και καλύτερο) μέρος του φιλμ. Ο μισογυνισμός, η εσωστρέφεια, η οργή, μέχρι και το παρουσιαστικό του πρώτου, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον ευάλωτο και ιδιόμορφο χαρακτήρα του δευτέρου. Η αρχική αυτή αποστροφή θα μεταμορφωθεί σε μια ιδιαίτερη φιλία, με τον Phil να ξεκινά να προσεγγίζει τον Peter προσφερόμενος να να τον εκπαιδεύσει και να του μάθει πράγματα, όπως είχε γίνει και στην δική του περίπτωση από τον μέντορα του,Bronco Henry, τον οποίο δεν λησμονεί και φροντίζει να τιμά δεόντως, όταν ο Peter θα ανακαλύψει ένα καλά κρυμμένο μυστικό του πρώτου.

Και ενώ το όλο πλαίσιο κάνει πρόδηλο το σχόλιο αναφορικά με την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα εντός της πατριαρχικής κοινωνίας ενός άνδρα, που εξωτερικά φαίνεται μεν να ανταποκρίνεται στις επιταγές και τα θέλω της εποχής, μιας macho Άγριας Δύσης, εσωτερικά, όμως, βρίσκεται αντιμέτωπος με κάτι βαθύτερο, το οποίο φοβάται και δεν θέλει να αντιμετωπίσει, ξυπνάει, όμως, με την άφιξη του Peter που εισβάλει σε αυτό το καλά καμουφλαρισμένο βασίλειο του, η ίδια αυτή κριτική μένει κάπως στην επιφάνεια, μην μπορώντας να εμβαθύνει και να «θίξει» φιλοσοφικά το κάτι παραπάνω.
Η εξουσία του σκύλου είναι ταυτόχρονα και δύναμη και αδυναμία, με την τελευταία, ίσως να υπερτερεί. Και ενώ καταλαβαίνεις πως θέλει και έχει να σου προσφέρει πολλά, τουλάχιστον οι προθέσεις του είναι φιλότιμες, το τελικό αποτέλεσμα, με το βεβιασμένο φινάλε, υστερεί. Και όταν συμβαίνει αυτό, οι όποιες αρχικές σου, μεγάλες, προσδοκίες, γκρεμίζονται σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, μετατρέποντας τον ενθουσιασμό σε ξενέρωμα.