The Queen’s Gambit: Απλό, μα τόσο γοητευτικό

Προτού ξεκινήσω να γράφω το παρόν άρθρο, έπεσα πάνω σε μια άκρως απροσδόκητη αποκάλυψη: η νέα σειρά του Netfix, The Queen’s Gambit, προοριζόταν να αποτελέσει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του αδικοχαμένου Heath Ledger. Το ενδιαφέρον με αυτή την είδηση που αποκάλυψε ο σκηνοθέτης της σειράς, Scott Frank, δεν έχει να κάνει τόσο με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του ηθοποιού (δηλαδή ενδιαφέρον έχουν και αυτές, αλλά δεν έχουν άμεση σχέση με το κείμενο), αλλά με το γεγονός πως τούτη η μίνι σειρά προοριζόταν αρχικά για ταινία, το οποίο γεννά ένα σημαντικό υπαρξιακό ερώτημα (το οποίο θα μπορούσε να συνοδεύει κάθε αντίστοιχη σειρά:

Γιατί μίνι σειρά και όχι ταινία;

Στην προηγούμενη τηλεοπτική σειρά του Scott Frank, το άκρως υποτιμημένο Godless, το οποίο επίσης προοριζόταν για ταινία, η μεγάλυτερη διάρκεια δικαιολογούνταν λόγω της ευρύτερης προσέγγισης του σκηνοθέτη που επέλεξε να αποτυπώσει με θαυμαστή λεπτομέρεια την καθημερινότητα στην Άγρια Δύση, αλλά και στο πολυπληθές καστ, του οποίου οι ιστορίες θα συμπιέζονταν στον κινηματογραφικό χρόνο. Αντίθετα, το φετινό Des για παράδειγμα, το οποίο διαρκεί συνολικά τρεις ώρες, άνετα θα μπορούσε να αποτελεί ταινία, αλλά ας μη γελιόμαστε – ελάχιστοι θα δούν μια τρίωρη ταινία συγκριτικά με μια τρίωρη μίνι σειρά. Με άλλα λόγια, αν και οι μίνι σειρές είναι παραπάνω από καλοδεχούμενες (προσωπικά τις λατρεύω) η ύπαρξη τους δεν είναι πάντοτε μονόδρομος, μερικές φορές απλά βολεύει το μάρκετινγκ.

Αν λοιπόν έπρεπε να προσάψω κάτι στο πολυσυζητημένο The Queen’s Gambit είναι πως ποτέ δεν με έπεισε για την καλλιτεχνική ανάγκη να απλωθεί η αφήγηση σε εφτά επεισόδια. Προσοχή, δεν λέω πως έκανε κάπου κοιλιά, αλλά οτι όλα όσα έλαβαν χώρα θα μπορούσαν να είχαν συμπυκνωθεί σε δύο ώρες, δίχως να χαθεί η ουσία της ιστορίας. Άλλωστε, η πλοκή δεν ανοίγει πολλά αφηγηματικά μέτωπα – ακολουθεί μονάχα ένα άτομο, την πανέμορφη διάνοια της Beth Harmon (Anya Taylor Joy), η οποία πρωτοέρχεται σε επαφή με το σκάκι στα παιδικά της χρόνια στο ορφανοτροφείο και σύντομα αναδεικνύεται σε μια πανίσχυρη παίχτρια, ισάξια μονάχα των Σοβιετικών παιχτών και με μοναδική ουσιαστική απειλή για την μελλοντική της πορεία τον εθισμό στα χάπια και στο ποτό.

Η ακαταμάχητα γοητευτική Anya Taylor-Joy

Πέρα από αυτό το βασικό “ατόπημα”, λοιπόν, ελάχιστα μπορούν να καταλογισθούν στη σειρά. Ξεκινώντας από τα προφανή, η ερμηνεία της Anya Taylor-Joy είναι υποδειγματική, με τη νεαρή ηθοποιό να κουβαλάει στις πλάτες της ολόκληρη τη σειρά. Και μόνο με το βλέμμα της να ερμήνευε τον χαρακτήρα, το αποτέλεσμα θα ήταν εξίσου σπουδαίο, αφού τα υπερμεγέθη, αμυγδαλωτά και έντονα εκφραστικά της μάτια κρύβουν όλα τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας της, τόσο την ευαίσθητη και μοναχική πλευρά της που αναζητά την ασφάλεια που ποτέ δεν της πρόσφερε το οικογενειακό της περιβάλλον, όσο και τη δυναμικότητα και την ακαταμάχητη γοητεία που εκπέμπει όταν απασχολεί το μυαλό της με σκακιστικές τακτικές.

Η ανάδειξη της κρυμμένης γοητείας του σκακιού

Η ακαδημαϊκή, δίχως αισθητικές υπερβολές σκηνοθεσία του Scott Frank κρύβει μπόλικες αρετές. Διεισδύει σε βάθος στη τραυματική ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας της, αποτυπώνει πειστικά το κλίμα και την αισθητική της εποχής (μα τι υπέροχη ενδυματολογία;!), αλλά κυρίως αναδεικνύει τόσο την αγωνία που κρύβουν οι φαινομενικά βαρετές παρτίδες σκακιού, όσο και τη γοητεία του κόσμου των σκακιστών. Οι γρήγοροι ρυθμοί παιξίματος και η εστίαση της κάμερας στα βλέμματα των παικτών εντείνουν την ένταση των παρτίδων, ενώ η απεικόνιση των σκακιστών μοιάζει να μας εισάγει σε έναν διαφορετικό κόσμο, όπου το σκάκι μετατρέπεται σε εμμονή, σε μια σκέψη που δεν αποχωρίζονται ποτέ οι παίκτες – άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την καριέρα τους.

Ο μέσος σκακιστής φαίνεται να έχει παραιτηθεί από τα εγκόσμια, η προσωπική ζωή είναι μια απαγορευμένη σκέψη και οι παρτίδες αποτελούν το υποκατάστατο της παθιασμένης ερωτικής ζωής. Ενδεικτική είναι μια σκηνή, όπου τρεις νεαροί άντρες κοιτάνε στα μάτια την (πανέμορφη) Beth, με βλέμμα που φαινομενικά ζητάει την ταυτόχρονη ερωτική ικανοποίηση και των τριών, αλλά τελικά παρακαλάει για ομαδικές… παρτίδες σκακιού. Ο κόσμος του σκακιού αντιμετωπίζεται ως ένας κόσμος με δικά του ήθη και έθιμα, με δικούς του κώδικες τιμής που όλοι τηρούν ευλαβικά. Όλοι σέβονται τους αντιπάλους, δείχνουν ενδιαφέρον για τα νέα ταλέντα που αναδεικνύονται και σπάνια υποκύπτουν σε εκρήξεις θυμού εξαιτίας κάποιας ήττας. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια ζωντανή κοινότητα που έχει αφιερώσει τη ζωή της στο Σκάκι.

Η διαφορετική σκακιστική κουλτούρα των Σοβιετικών ως πολιτικό σχόλιο

Βέβαια, η αντιμετώπιση του σκακιού από χώρα σε χώρα είναι διαφορετική με τη σειρά να αντιπαραβάλει την αμερικάνικη με την σοβιετική. Στην πρώτη περίπτωση, οι σκακιστές αντιμετωπίζονται σαν εκκεντρικές, ακοινώνητες προσωπικότητες, ενώ τα τουρνουά τους λαμβάνουν χώρα σε τυχαίους, άδειους χώρους και με χαμηλής ποιότητας πιόνια. Επιπλέον, όσο και αν υπάρχει σεβασμός ανάμεσα στους παίκτες, δεν εντοπίζεται ίχνος συνεργατικού πνεύματος, αφού στο τέλος της ημέρας αυτό που προέχει είναι η ατομική καταξίωση. Η κατάσταση, όμως, είναι εντελώς διαφορετική στη Σοβιετική Ένωση. Οι σκακιστές κατέχουν εξέχουσα θέση στην κοινωνία, μάλιστα πληρώνονται μόνο και μόνο για να παίζουν(!), με το ίδιο το σκάκι να θεωρείται κάτι σαν λαικό άθλημα. Όσοι δεν παίζουν σκάκι στα πάρκα, κάθονται έξω από τα πολυτελέστατα κτίρια όπου πραγματοποιούνται τα τουρνουά, περιμένοντας καρτερικά τα αποτελέσματα των αγώνων. Η ειδοποιός διαφορά όμως των σοβιετικών παικτών έναντι των υπολοίπων είναι το ισχυρό ομαδικό πνεύμα, η προθυμία για αλληλοβοήθεια πριν τους σημαντικούς αγώνες με την συλλογική αναζήτηση της ιδανικότερης τακτικής. Τονίζοντας αυτές τις διαφορές ανάμεσα στην σκακιστική κουλτούρα των δύο χωρών, τόσο η σκηνοθεσία, όσο και το σενάριο κάνουν ένα διακριτικό, αλλά ουσιαστικό πολιτικό σχόλιο (μην ξεχνάμε πως η ιστορία διαδραματίζεται στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), αποτελώντας έτσι μια ευχάριστη έκπληξη, όπου οι Σοβιετικοί δεν απεικονίζονται ως τέρατα και εμμέσως πλην σαφώς ασκείται κριτική στον ατομικισμό που ευνοεί και γεννά το καπιταλιστικό φαντασιακό.

Αν και έχουμε δει αρκετές σειρές πιο πρωτότυπες και πιο ενδιαφέρουσες θεματικά και αφηγηματικά, αυτό δεν στερεί από τη δημιουργία του Scott Frank την αξία της. Ό, τι κάνει, το κάνει στην εντέλεια, το καλλιτεχνικό όραμα είναι εμφανές σε κάθε πλάνο, οι εκπληκτικές ερμηνείες είναι αναμφισβήτητες, ενώ δεν στερείται της (διακριτικής, αλλά σημαντικής) πολιτικής κριτικής.

Σχόλια

Your email address will not be published.