Αρκετά συχνά, λίγο πριν ένα σημαντικό ραντεβού παίζεις στο μυαλό σου τις πιθανές εκβάσεις του, προβάροντας νοητικά διάφορα ενδεχόμενα. Αν όχι πάντοτε, τότε σίγουρα στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, κάθε πρόβα αποδεικνύεται ατελέσφορη ή έστω ελλειπής, αφού η πραγματικότητα επιφυλάσσει τις δικές της εκπλήξεις και οδηγεί τις καταστάσεις σε μονοπάτια που ήταν δύσκολο ή ακόμα και ανέφικτο να προβλεφθούν. Αυτή τη διαδικασία επιχειρεί να υλοποιήσει σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και πολύ πιο αποτελεσματικά το Rehearsal του Nathan Fielder, ο οποίος δίνει την ευκαιρία σε διάφορους ανθρώπους να δοκιμάσουν τα σενάρια που τους ενδιαφέρουν σε όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικές συνθήκες.
Λόγου χάρη, στο πρώτο επεισόδιο, ένας άντρας θέλει να αποκαλύψει στην παρέα του πως κάποιες πληροφορίες που τους είχε δώσει σχετικά με την εκπαίδευσή του είναι αναληθείς, ενώ στο επόμενο μια ιδιαίτερα συντηρητική γυναίκα θέλει να πάρει μια γεύση από το πως θα ήταν η ζωή της ως μητέρα. Και στις δύο περιπτώσεις (όπως και σε εκείνες που θα ακολουθήσουν), η παραγωγή της σειράς στήνει ολόκληρους μικρόκοσμους με εντυπωσιακά λεπτομερή σκηνικά, ώστε οι πρόβες να αντανακλούν -όσο αυτό είναι εφικτό- αληθινά περιβάλλοντα, επιτρέποντας την απόλυτη (;) εμβάθυνση στο ρόλο.
Φυσικά, το ίδιο το κόνσεπτ της σειράς αρκεί για να κεντρίσει την περιέργεια, ωστόσο ο Fielder δεν επαναπαύεται στην εύκολη λύση. Το αποτέλεσμα δεν θα δημιουργούσε όλο αυτό το ασυνήθιστο κράμα αντιφατικών συναισθημάτων που εν τέλει δημιουργεί, δίχως την παρουσία της αμήχανης περσόνας που υποδύεται ο Fielder (και πιθανότατα πρόκειται για μια πιο υπερβολική εκδοχή του πραγματικού του εαυτού), η οποία και αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας. Η παρουσία του, ο τρόπος που κινείται μέσα στο χώρο και αλληλεπιδρά με τους γύρω του εκπέμπει μια σχεδόν κωμική δυσφορία. Η «ερμηνεία» και η αφήγησή του καταλήγουν να μοιάζουν απόμακρες και στεγνές, άψυχες, λες και πρόκειται για μια υπερβατική οντότητα που ενώ αδυνατεί να συναισθανθεί το οτιδήποτε, δεν διστάζει ν’αναλάβει ενεργότερο ρόλο στις πρόβες, προκειμένου το εγχείρημά της να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Σταδιακά, τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το τηλεοπτικό προϊόν αρχίζουν να θολώνουν, το κοινό αναρωτιέται τι είναι αυθόρμητο και τι σκηνοθετημένο, και ο ίδιος ο Fielder βυθίζεται στο λαγούμι που ο ίδιος έσκαψε, δημιουργώντας ερωτήματα για το σημείο που είναι ικανός να τραβήξει το πείραμά του.
Τελικά, το Rehearsal γίνεται τόπος συνάντησης αντιφατικών ιδεών, επιτρέποντας στην πεζότητα, την απλοϊκότητα αλλά ακόμα και την ανηθικότητα των ριάλιτι σόου να συνυπάρξει με τις περίπλοκες φιλοσοφικές προεκτάσεις μιας art-house καλλιτεχνικής πρότασης, όπως η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης. Όλα τα γνωρίσματα των ριάλιτι σόου που τους επιτρέπουν απλώς να «παίζουν» στο χώρο, δίχως να απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, ή που εκείνα που επιστρατεύονται για να στήσουν δραματικές καταστάσεις, όπως για παράδειγμα η αλλοίωση της πραγματικότητας με την βοήθεια του μοντάζ, αποδομούνται και μετατρέπονται σε φορείς βαθύτατα υπαρξιακών ερωτημάτων.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η σειρά δεν αναδεικνύεται μονάχα σε ένα ξεχωριστό τηλεοπτικό κατασκεύασμα που ωθεί το μέσο στα όριά του, αλλά υπενθυμίζει και την εξέλιξη της σύγχρονης τηλεόρασης. Δεν είναι μόνο πως πλέον έχουμε φτάσει στο σημείο η παρακολούθηση μακροσκελέστατων αφηγήσεων να θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και να μην αντιμετωπίζεται ως μια βάναυση, ελιτίστικη δραστηριότητα. Πολύ περισσότερο, η δύναμη μέρους της σύγχρονης τηλεόρασης εντοπίζεται στην ικανότητά της να «κάνει λιανές» περίπλοκες φιλοσοφικές ιδέες. Σε αντίθεση με το δύστροπο έπος του Charlie Kaufman (Anomalisa), το Rehearsal ούτε ακατανόητο είναι, ούτε διαθέτει βαρύγδουπες σεναριακές αναφορές στον Baudrillard∙ είναι απλή, προσιτή τηλεόραση, εξαιρετικά σίγουρη για τον εαυτό της που το μόνο που χρειάζεται είναι να την ανακαλύψεις και εκείνη θα σε ανταμείψει με πληθώρα συναισθημάτων – ευχάριστων και μη.
Μπορεί οι σειρές με ασύλληπτα ύψη προϋπολογισμού να λογαριάζονται ως κινηματογραφικές, μόνο και μόνο λόγω κόστους, αλλά είναι απόπειρες σαν το Rehearsal και το έτερο αδερφάκι του, το συναρπαστικό How To With John Wilson (στο οποίο ο Fielder εκτελεί χρέη παραγωγού) που διαγράφουν πραγματικά τα όρια ανάμεσα στο τηλεοπτικό και το κινηματογραφικό μέσο, διεκδικώντας τον σεβασμό που αρμόζει στο πρώτο. Στα χέρια τους, η υψηλή τέχνη και η μαζική κουλτούρα γίνονται ένα, δίνοντας μορφή σε κάτι νέο∙ φιλόδοξο,κωμικό και περίπλοκο μέσα στην απλότητά του που μερικές δεκαετίες νωρίτερα μάλλον θα έμοιαζε αδιανόητο ότι θα απευθύνεται σε μαζικό κοινό και όχι σε κάποιο αξιοσέβαστο κινηματογραφικό φεστιβάλ για ελάχιστους.