H Martha κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο και βλέπει ροζ χιονονιφάδες να προσγειώνονται στο οδόστρωμα. Δεν έχει συμβεί ξανά. Χαμογελά. Ίσως γιατί αισθάνεται τόσο αδύναμη από μία ασθένεια που διαπερνά το μέσα της, ή ίσως γιατί εκείνη τη στιγμή δεν υποφέρει μόνη, αλλά έχει δίπλα της έναν ώμο να ξαπλώσει, δύο χέρια να απορροφούν λίγο από τον πόνο. Ο πόνος μοιράζεται σε δύο σώματα, κι έτσι περισσεύει χώρος για φροντίδα. Και τότε, ο θάνατος δεν τη φοβίζει τόσο, πια. Το The Room Next Door του Pedro Almodóvar (Parallel Mothers), Χρυσός Λέοντας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας είναι απλό, υπόκωφο και τρυφερό, μιλά για την εξοικείωση με τον θάνατο, για την ανάγκη μας να μην τον βιώνουμε μοναχικά.
Η Ingrid είναι επιτυχημένη συγγραφέας στη Νέα Υόρκη. Σε ένα βιβλιοπωλείο, υπογράφει αντίτυπα του τελευταίου της βιβλίου, που πραγματεύεται τον φόβο της για τον θάνατο. Εκεί, μαθαίνει από μία γνωστή της πως η Martha, παλιά της φίλη που με τα χρόνια έχασαν επαφή, έχει καρκίνο. Η είδηση την ταρακουνά. Εκείνα που μας τρομάζουν πιο πολύ, μας πλησιάζουν αιφνιδιαστικά. Αποφασίζει να την επισκεφτεί. Η Martha δείχνει αδύναμη, αλλά χαίρεται όταν τη βλέπει. Η από καιρό χαμένη τους φιλία σταδιακά επαναπροσδιορίζεται. Η Ingrid, μέσα από τις συζητήσεις τους, ανακαλύπτει πως η Martha αντικρίζει τον θάνατο διαφορετικά από εκείνη. Δεν τον βιώνει σαν απειλή μα, κάποιες φορές, σαν κάτι το αναπόφευκτο. Στο παρελθόν, ως πολεμική ανταποκρίτρια ταξίδεψε σε εμπόλεμες ζώνες, συμβίωσε με την απώλεια. Ίσως τοποθέτησε τον θάνατο στο σώμα της ακριβώς στις ποσότητες που χρειαζόταν για να μην τον φοβάται.
Όταν η Martha λαμβάνει δυσάρεστα νέα για την εξέλιξη της ασθένειάς της, αποφασίζει να μην ταλαιπωρηθεί άλλο. Ζητά από την Ingrid μία χάρη που θα την καλέσει να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς της φόβους για τον θάνατο. Μετακομίζει με τη Martha σε ένα σπίτι στην εξοχή, κοντά στο Woodstock, ξένο μα φιλόξενο, για να τη συντροφεύσει «μέχρι να δει κλειστή την κόκκινη πόρτα του δωματίου της», όπως της αναφέρει χαρακτηριστικά. Ένας θάνατος έτοιμος να έρθει όταν η ίδια το θελήσει. Εκείνες τις μέρες, η Ingrid θα μάθει να ακούει την καρδιά της, να ακούει τη Martha, τις αναμνήσεις της και τις πίκρες της για τον χρόνο που συρρικνώνεται και την αδυναμία της να γράφει και να ακούει μουσική, ύστερα από τόσες χημειοθεραπείες. Θα μάθει να βλέπει μαζί της στον καναπέ μέχρι το ξημέρωμα τους Δουβλινέζους (The Dead) του John Huston, από το βιβλίο του James Joyce, μέχρι τα πουλιά να αρχίσουν να κελαηδούν. Έτσι, η φιλία τους μένει τρυφερά αναλλοίωτη.
Εμπνευσμένος από το μυθιστόρημα της S. Nunez, What Are You Going Through, o Almodóvar καταπιάνεται στο The Room Next Door με θέματα που τον έχουν απασχολήσει και σε προηγούμενες ταινίες του, όπως ο θάνατος, η φροντίδα, η γυναικεία αλληλεγγύη. Μόνο που το κάνει διακριτικά, απομακρύνεται από το κινηματογραφικό στυλ που έχει καθιερώσει, επιλέγοντας κεντρικές ηρωίδες χαμηλών τόνων, αντιμετωπίζοντας τον θάνατο με σοβαρότητα και συγκίνηση. Δεν είναι η πρώτη του αγγλόφωνη δουλειά (προηγήθηκαν οι μικρού μήκους The Human Voice και Strange Way Of Life), αλλά η πρώτη του μεγάλου μήκους σκηνοθετική απόπειρα σε αγγλόφωνη παραγωγή. Οι διάλογοι μεταξύ των πρωταγωνιστριών είναι ώριμοι, με βάθος και διάθεση για στοχασμό γύρω από τον θάνατο, τις αναμνήσεις, τον χρόνο που περνά, χωρίς πάντως να λείπουν ανάλαφρες, χιουμοριστικές πινελιές.
Οι ηρωίδες βρίσκονται στο επίκεντρο των συμμετρικών πλάνων της ταινίας, περιτρυγυρισμένες από την γνώριμη αισθητική αρτιότητα του αλμοδοβαρικού σύμπαντος. Για μία ακόμα φορά, χρησιμοποιεί έντονα χρώματα, διάχυτα σε διάφορα αντικείμενα (κόκκινα και πράσινα πουλόβερ, καναπέδες τιρκουάζ), καθιστώντας κάθε σκηνή όμορφη και πλήρη, αναδεικνύοντας τον καλλιτεχνικό ψυχισμό των δύο γυναικών. Οι σκηνές του, όπως είναι στημένες, παρουσιάζουν θεατρικότητα, είναι άμεσες χωρίς περιττές διηγήσεις. Το μοντέρνο σπίτι στην εξοχή είναι διακοσμημένο ζεστά, ο Almodóvar δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ χαρακτήρων και σκηνικών, φροντίζοντας να φαντάζουν ένα αρμονικό σύνολο, τα σώματα να κινούνται με άνεση ανάμεσα στα έπιπλα, ιδίως σε μία ταινία που ως επί το πλείστον οι κεντρικοί ρόλοι αλληλεπιδρούν μέσα σε δωμάτια.
Οι Julianne Moore (Ingrid) και Tilda Swinton (Martha), ταιριάζουν στις στοχεύσεις του φιλμ του Almodóvar, εφάπτονται η μία πάνω στον χαρακτήρα της άλλης και, ενώ μοιάζουν διαφορετικές, καταλήγουν να συμπορεύονται. Εξερευνούν τον θάνατο και την αγάπη, η καθεμιά με τη δική της εκφραστικότητα. Η ερμηνεία της Moore είναι επιφυλακτική και συναισθηματική, η ηρωίδα της βιώνει μία κρίσιμη καμπή στην κοσμοθεωρία της και εκείνη το αποτυπώνει συγκρατημένα. Δακρύζει με την απόφαση της Martha, ξεσπά θυμωμένα, πάντα με σεβασμό προς τη φίλη της, και ύστερα ηρεμεί. Εξελίσσεται αργά, αποδέχεται την κατάσταση και εντέλει βγαίνει πιο ώριμη και ισορροπημένη από αυτή την εμπειρία, με περισσότερα αποθέματα φροντίδας από όσα πίστευε πως διέθετε.
Η Swinton ως Martha είναι γαλήνια απόμακρη και χαμογελαστή. Ξανά, ο ρόλος που καλείται να ερμηνεύσει υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση. Είναι κάποια που συμφιλιώθηκε με τον θάνατο. Χαμογελά ήρεμα, με κίτρινο σακάκι και κόκκινο κραγιόν, κοιτώντας με τόλμη ευθεία στην κάμερα για να υποδεχτεί το τέλος. Καθησυχάζει την Ingrid, ενώ η ίδια είναι που νοσεί. Υπάρχουν στιγμές που λυγίζει και φωνάζει, αλλά δεν χάνει την αυτοκυριαρχία της. Η ερμηνεία της είναι εξαιρετική, πηγάζει από το πρόσωπό της με απόλυτη φυσικότητα.
Σημασία για τον Almodóvar δεν έχει να αναχθεί η ασθένεια καθ’ αυτή ή η θεραπεία της σε κεντρικό άξονα της ταινίας, αλλά να βοηθάμε και να στηρίζουμε εκείνους που αγαπάμε όπως μπορούμε. Να είμαστε μαζί, κόντρα στη μοναξιά. Στο τέλος, μένει ο επίλογος από τους Δουβλινέζους, «το χιόνι πέφτει ανάλαφρο στο σύμπαν, πάνω στους νεκρούς και τους ζωντανούς», καθώς η Ingrid τον ψιθυρίζει στην κόκκινη ξαπλώστρα της αυλής. Και κοιτάζει τις ροζ χιονονιφάδες και θυμάται πώς χαμογελούσε η Martha όταν τις έβλεπε να ομορφαίνουν το οδόστρωμα.