Πέντε χρόνια μετά την πρεμιέρα της ταλαίπωρης Suicide Squad του David Ayer και ύστερα από διαδοχικές αλλαγές στους συντελεστές που θα αναλάμβαναν τη συνέχιση της ιστορίας (μέχρι και ο Mel Gibson είχε ακουσθεί ως επιλογή για τη σκηνοθεσία της ταινίας!), κυκλοφόρησε επιτέλους η πολυπόθητη (;) συνέχεια δια χειρός James Gunn (Guardians of The Galaxy 1 & 2), ο οποίος κλήθηκε να δημιουργήσει μια ταινία που να είναι παράλληλα συνέχεια της αρχικής ταινίας, αλλά και μια διακριτική επανεκκίνηση που θα αφήνει για τα καλά στο παρελθόν την δύσκολη αρχή του εγχειρήματος.
Σε αντίθεση με την ταινία του Ayer, η κατά τον Gunn Ομάδα Αυτοκτονίας λειτουργεί σε υπερθετικό βαθμό γιατί δεν ξεχνάει να μας υπενθυμίζει αφενός ότι άπαντες στην ομάδα είναι αναλώσιμοι, ανεξαρτήτως της θέσης τους και αφετέρου ότι τα μέλη που απαρτίζουν την ομάδα (ή έστω τα περισσότερα εξ’ αυτών) έχουν σοβαρά ζητήματα και μπορούν να γίνουν πολύ επικίνδυνα. Το σενάριο του Gunn συνδυάζει αποτελεσματικά την βία με το χιούμορ, όχι για να προκαλέσει προσωρινό εντυπωσιασμό, αλλά για να αναδείξει την ποικιλομορφία των χαρακτήρων του και την αδυσώπητη φύση της ίδιας της αποστολής, η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί πάση θυσία. Τελικά, βρίσκει μια δύσκολη ισορροπία που φαντάζει ίσως και παράδοξη. Αντί να λειάνει τις γωνίες των μελών της ομάδας για να τους κάνει πιο συμπαθείς, τους εξανθρωπίζει τονίζοντας ακριβώς εκείνα τα γνωρίσματα τους που τους έχουν οδηγήσει στο κοινωνικό περιθώριο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Harley Quinn που εκφράζει την ανάγκη της για συντροφικότητα ή την προσπάθεια της να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος με τρόπο που προκαλεί ανατριχίλα.
Αν η επίτευξη των λεπτών δραματουργικών ισορροπιών είναι η βασική συνθήκη επιτυχίας της ταινίας, είναι οι μικρές λεπτομέρειες που αξιοποιούν το κόνσεπτ «κυβέρνηση προσλαμβάνει εγκληματίες για να κάνουν τις βρομοδουλειές της» που απογειώνουν το τελικό αποτέλεσμα ∙ κι ευτυχώς, το σενάριο του Gunn είναι πλούσιο σε αυτές. Κάποιες σεναριακές ιδέες, όπως τα στοιχήματα ανάμεσα στα μέλη της ομάδας της Amanda Waller (Viola Davis) για το ποιος θα πεθάνει πρώτος, δεν έχουν ουσιαστική σημασία, αλλά εμπλουτίζουν τον κόσμο της ταινίας, ενώ άλλες ασκούν αναπάντεχη κριτική στην επεμβατική εξωτερική πολιτική της Αμερικής, στο βαθμό μάλιστα που το Κράτος μετατρέπεται σε βασικό ανταγωνιστή της ταινίας και προσωποποιείται από την ψυχρή και αδίστακτη Amanda Waller της σπουδαίας Viola Davis που δικαιωματικά κερδίζει μια θέση στους πιο απειλητικούς ανταγωνιστές σε αντίστοιχες ταινίες.
Ωστόσο, η κριτική του Gunn δεν περιορίζεται μονάχα εκεί, αλλά εκμεταλλεύεται το ίδιο το κόνσεπτ της Suicide Squad για να σχολιάσει τόσο τη σχέση του Κράτους με τους εγκληματίες, τους οποίους μπορεί φαινομενικά να κυνηγά, αλλά στην πράξη δεν θα διστάσει να τους εκμεταλλευτεί για κάποια μυστική αποστολή, όσο και για να αναρωτηθεί τι μπορεί να έχει πάει τόσο στραβά σε μια κοινωνία, ώστε ένας ψυχοπαθής δολοφόνος σαν τον Peacemaker (αναπάντεχα σπουδαία ερμηνεία από τον John Cena!) να θεωρείται εξίσου επικίνδυνος με ένα άτομο σαν την Ratcatcher 2 (Daniela Melchior) που η απειλητικότερη πράξη της ήταν μια αποτυχημένη ληστεία τράπεζας με τη βοήθεια… αρουραίων!
Παράλληλα, η επιλογή χαρακτήρων που ανήκουν σε όλο το φάσμα της επικινδυνότητας προσδίδει βάθος στην ομάδα. Κάποιοι είναι σαδιστές, άλλοι θέλουν να δείχνουν σαδιστές, διαθέτοντας όμως και μερικές χαραμάδες καλοσύνης, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που σηκώνουν χαμηλόφωνα τα δικά τους βάρη, προσφέροντας έναν τραγικό, αλλά ποτέ μελοδραματικό τόνο στην ιστορία. Το συναισθηματικό βάρος της ταινίας πέφτει στην Ratcatcher 2, την ηθική πυξίδα της ομάδας που προβάλλει μια μη-βίαιη αντιμετώπιση των προβλημάτων, ενώ εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και η περίπτωση του Polka-Dot Man του οποίου οι υπερδυνάμεις περισσότερο φαντάζουν με αβάσταχτο ψυχολογικό φορτίο παρά με κάτι απελευθερωτικό και ηρωικό. Ο χαρακτήρας του, εύκολα θα μπορούσε να προσφέρει ασταμάτητες ευκαιρίες για κοροϊδία, ωστόσο ο David Dastmalchian τον προσεγγίζει με συναισθηματική ειλικρίνεια, μετατρέποντας τον σε μια αξέχαστη και σπαρακτικά συμπαθητική προσθήκη.
Έχοντας ως ισχυρή βάση το φαινομενικά απλό, αλλά υποδόρια ευφυές σενάριο (ακόμα και ο κακός της ταινίας, Starro, αποκτά σημαντικό βάθος μέσα από μόλις μία, αλλά ουσιαστική πρόταση), ο Gunn εκμεταλλεύεται την απόλυτη σκηνοθετική ελευθερία για να παραδώσει μια ταινία που έχει τη σφραγίδα του και στο οπτικό κομμάτι. Τιμώντας της παλπ καταβολές του υλικού του, δημιουργεί έναν κόσμο ρεαλιστικό, ο οποίος όμως είναι γεμάτος με άτομα που φοράνε παρδαλές στολές, ενώ δεν ξεχνά τις καλλιτεχνικές του επιρροές, υιοθετώντας μια αισθητική που φλερτάρει με ταινίες β’ διαλογής, χάρη στην ασύστολη βία, τα πρακτικά εφέ, την ταιριαστή καφρίλα και την επιλογή για ανταγωνιστή ένα γιγαντιαίο αστέρι, το οποίο μοιάζει βγαλμένο από την πρώτη του ταινία, Slither.
Είναι γεγονός πως οι ταινίες της DC έχουν συνδέσει την ύπαρξη τους με παρασκηνιακές τριβές, ωστόσο η The Suicide Squad φαίνεται να προοικονομεί ένα καλύτερο μέλλον, όπου όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων ταινιών δεν απορρίπτονται, αλλά συνδέονται αρμονικότερα. Η ταινία του Gunn αγγίζει σημαντικά ζητήματα, όπως επιχείρησε να κάνουν κι άλλες ταινίες του DCEU, αλλά δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό της ιδιαίτερα στα σοβαρά. Είναι σκοτεινή, αλλά διαθέτει και χιούμορ, ενώ σε κάθε σκηνή είναι εμφανές το σκηνοθετικό όραμα του James Gunn. Με σεβασμό στο παρελθόν, ο Gunn παίρνει από το χέρι την DC και την οδηγεί στο μέλλον, παραδίδοντας την καλύτερη ταινία όχι μόνο της εταιρίας, αλλά και μια απ’ τις πιο απολαυστικές και ξεχωριστές ταινίες του είδους των τελευταίων χρόνων.