Μοιάζει με αστείο παιχνίδι της μοίρας το γεγονός πως τα μέχρι τώρα αχώριστα αδέρφια Coen χώρισαν τους δρόμους τους ώστε ο ένας, ο Ethan, να ασχοληθεί με το θέατρο κι ο άλλος, ο Joel, να σκηνοθετήσει μια ταινία (θεατρικών καταβολών) με έναν τρόπο βαθειά θεατρικό. Είναι λες και με έναν περίεργο τρόπο, ακόμα και τώρα, η επιρροή του ενός πάνω στον άλλος δεν λέει να σβήσει.
O Joel, λοιπόν, διασχίζει μονάχος το κινηματογραφικό μονοπάτι, μεταφέροντας το σαιξπηρικό αριστούργημα Macbeth, το οποίο τιτλοφορεί ως The Tragedy of Macbeth. Κατασκευάζει υποβλητικά σκηνικά με εξπρεσσιονιστικές επιρροές, εμφατικώς δισδιάστατα και ξεγυμνωμένα από περιττούς διάκοσμους που θα προσέδιδαν έστω και το παραμικρό ίχνος ζωής και τα λούζει με έντονα δραματικούς φωτισμούς που αποπνέουν μεγαλοπρέπεια, μα και… τραγωδία. Τα πάντα στην ταινία, κάθε πλάνο, κάθε μικρή λεπτομέρεια μοιάζουν φτιαχτά, προδίδοντας την έκδηλη θεατρικότητα του εγχειρήματος. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να παρερμηνευθούν, ως μια κυριαρχία της θεατρικής αφήγησης εις βάρος της κινηματογραφικής. Τουναντίον, η ταινία ανήκει εξίσου και στο μέσο του κινηματογράφου. Τα σχεδόν τετραγωνισμένα κάδρα του αριστοτέχνη Bruno Delbonnel είναι ασφυκτικά, οι εξωτερικοί χώροι δεν επιτρέπουν στο μάτι να διαφύγει, πνίγοντας το χώρο μέσα στην ομίχλη, ενώ η απουσία χρώματος είναι λες και ρουφά κάθε σπιθαμή ζωής, προσδίδοντας μια έντονη υπερβατικότητα. Με άλλα λόγια, ο Joel χρησιμοποεί εργαλεία που προέρχονται και από τους δύο χώρους, ώστε να χτίσει έναν ασφυκτικό μικρόκοσμο, στον οποίον η ανθρώπινη φιλοδοξία μοιάζει κωμική μέσα στην τραγωδία της και κάθε προσπάθεια υπέρβασης των ορίων είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Από εκεί πηγάζει και η τραγικότητα του πρωταγωνιστή Macbeth και της συζύγου του, Lady, που πλάθουν δολοπλοκίες, ολοένα και πιο περίπλοκες και αδιέξοδες για να καλύψουν τις προηγούμενες, θεωρώντας πως η αναπαυτική θέση του θρόνου θα’ ναι παντοτινά δική τους, περιφρονώντας την ανθρώπινη θνητότητα, ξεγελεσμένοι από την αυτοκαταστροφική ματαιοδοξία τους. Γλυκοκοιτάζοντας το θρόνο, έχοντας ως οδηγό τις μεταφυσικές προφητείες και νιώθωντας τον χρόνο να μετρά ήδη αντίστροφα (το κοενικό ζεύγος είναι μεγαλύτερο ηλικιακά και δίχως απόγονο, παράγοντας που εντείνει το σφίξιμο των χαρακτήρων) στήνουν έναν αιματηρό χωρό που τους οδηγεί στην παράνοια και εν τέλει στον θάνατο.
Όλοι οι ηθοποιοί αποδέχονται την ερμηνευτική υπερβολή που μπορεί να ξενίσει αρχικά, αλλά εν τέλει αποδεικνύεται ταιριαστή μιας και προσδίδει αναπάντεχη φυσικότητα στους διαλόγους του σεναρίου που έχουν παρθεί αυτούσιοι από το αρχικό κείμενο (καθοριστική και η συνεισφορά των υπερρεαλιστικών σκηνικών – μια ρεαλιστική προσέγγιση θα ήταν καταστροφική!). Ο Denzel Washinghton εντυπωσιάζει, αποδίδει αποτελεσματικά κάθε αναδυόμενη πτυχή του χαρακτήρα, αν και μάλλον προς το τέλος, η παράνοιά του αποτυπώνεται με λιγότερη ορμή απ’ ότι θα έπρεπε. Αδικημένη, λόγω περιορισμένου κινηματογραφικού χρόνου και μειωμένης δραματορυγιής βαρύτητας, μα εξίσου σπουδαία όσο εμφανίζεται είναι και η Frances McDormand (Nomadland), αν και την παράσταση κλέβει η Kathryn Hunter (Landscapers) στο ρόλο των τριών μαγισσών. Η φυσιογνωμία της σε συνδυασμό με την εύπλαστη σωματικότητά της αποτυπώνονται στη μνήμη και εντείνουν το στοιχείο του υπερφυσικού και υπερβατικού που διατρέχει ολόκληρη την ταινία.
Στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα δίχως τον αδερφό του, ο Joel καλείται να αναμετρηθεί όχι μονάχα με ένα διαχρονικό αριστούργημα, αλλά και με μια ιστορία με πλούσιο κινηματογραφικό παρελθόν. Κι όμως, η κινηματογραφική δεινότητά του αποδεικνύεται ικανή να σηκώσει το βάρος της φιλοδοξίας, να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη θεατρική και την κινηματογραφική γλώσσα, προσφέροντάς μας τελικά μια μεταφορά που τιμά τις θεατρικές καταβολές του έργου, αλλά μοιάζει και βγαλμένη από τις γνώριμες κοενικές ανησυχίες, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέσα στις δεκαετίες. Το εγχείρημα πέτυχε.