Απορίας άξιο αποτελεί το πως ένα τόσο πολιτικά σημαντικό θέμα όπως η Δίκη των 7 του Σικάγο, που είχε συγκλονίσει την Αμερική το 1969, δεν είχε μεταφερθεί για τόσες δεκαετίες στη μεγάλη οθόνη. Και ενώ η κινηματογραφική μεταφορά γράφτηκε αρχικά το 2007 από τον Aaron Sorkin προορισμένη να σκηνοθετηθεί από τον Steven Spielberg, εν τέλει χρειάστηκε να περάσουν ακόμη 13 χρόνια προκειμένου να σκηνοθετηθεί από τον ίδιο τον Sorkin, και να γίνει (η ιστορία) ευρέως γνωστή μέσω της streaming πλατφόρμας του Netflix.
Ας πάρουμε, όμως, λίγο τα πράγματα από την αρχή. Βρισκόμαστε στο Σικάγο του 1968 όπου λαμβάνει χώρα το Συνέδριο των Δημοκρατικών. Η κυβέρνηση του Lyndon Johnson δίνει σήμα για καταστολή από τις αστυνομικές δυνάμεις των αντι-πολεμικών διαδηλώσεων σχετικά με τα όσα συνέβαιναν στο Βιετνάμ, καταστολή που, φυσικά, παίρνει αιματηρές διαστάσεις. Επί 5 μερόνυχτα το Σικάγο είναι τυλιγμένο στις φλόγες. Ακολουθούν συλλήψεις. Η επόμενη κυβέρνηση, του Richard Nixon, αποφασίζει να εφαρμόσει το Άρθρο Χ, το οποίο καθιστά παράνομες τις εξεγέρσεις, του Νομοσχεδίου για τα πολιτικά δικαιώματα του 1968. Συνεπώς, συλλαμβάνει και κατηγορεί 8 (στη συνέχεια έγιναν 7, καθώς ο Bobby Seale απαλλάχτηκε για να προσαχθεί τελικά σε άλλη δίκη) πολιτικούς αρχηγούς κινημάτων ως υποκινητές των αιματηρών επεισοδίων μεταξύ των διαδηλωτών και της αστυνομίας. Η δίκη που ακολούθησε έμεινε γνωστή στην ιστορία ως μια πολιτική δίκη παρωδίας και συνωμοσίας. Η δίκη των 7 του Σικάγο.
Ποιοι, όμως, ήταν αυτοί οι 7 συλληφθέντες στους οποίους απαγγέλθηκαν αβάσιμες κατηγορίες; Οι Tom Heyden και Reny Davis ήταν πρόεδρος και αντιπρόεδρος αντίστοιχα του φοιτητικού κινήματος των Δημοκρατικών, οι Abbie Hoffman και Jerry Rubin ήταν χίπιδες, αντισταστασιακοί, και ιδρυτικά μέλη του κινήματος των Yippies, ο David Dellinger ήταν ακτιβιστής κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ο Bobby Seale ήταν συνιδρυτής των Μαύρων Πανθήρων και κατηγορήθηκε χωρίς καν να είναι παρών στις εξεγέρσεις (είναι αυτός που τελικά απαλλάχτηκε από την δίκη), και, τέλος, την οκτάδα (ή επτάδα) συμπληρώνουν δυο ασήμαντα τυπάκια, οι John Froines και Lee Weiner, μόνο και μόνο για να υπάρχει ποικιλία μεταξύ των συλληφθέντων. Απέναντι τους έχουν όχι μόνο τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς Richard Schultz και Thomas Foran, αλλά και τον διόλου αμερόληπτο δικαστή Julius Hoffman.
Τι και αν ο Sorkin σεναριακά μας είναι οικείος (έχει ήδη ένα Όσκαρ για το Social Network, και πολλά ακόμη αξιόλογα φιλμ με έφεση στα πολιτικά δραματικά θρίλερ, A Few Good Men, Charlie Wilson’s War), σκηνοθετικά φαντάζει λίγο ξένος. Όχι μόνο επειδή δεν μας έχει αφήσει να τον γνωρίσουμε καλά (το The Trial of the Chicago 7 αποτελεί την μόλις δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα), αλλά και επειδή σκηνοθετικά πράγματι υστερεί, σε αντίθεση με τον τρόπο που χειρίζεται την πένα κατα τη συγγραφή ενός σεναρίου. Εδώ, αναπαριστά μεν πιστά τα γεγονότα, είναι, όμως φλύαρος και (υπερ)φορτώνει τους χαρακτήρες του με χιούμορ σε μια, όχι και τόσο, πετυχημένη του προσπάθεια να ισορροπήσει το φιλμ ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, με τους χίπιδες Abbie Hoffman και Jerry Rubin να εξυπηρετούν την χιουμοριστική-ειρωνική διάσταση του έργου, και τον Tom Heyden να προσπαθεί να κρατήσει τις δραματικές ισορροπίες της ταινίας.
Το φιλμ δίνει την ευκαιρία στον Sorkin να πάρει ξεκάθαρη πολιτική θέση κατά του Τραμπ (και των πρόσφατων εκλογών του) και της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Ωστόσο, τα ακανθώδη συμβάντα του παρελθόντος μοιάζουν το ίδιο επίκαιρα έστω και μισό αιώνα μετά. Οι αγώνες υπέρ της ισότητας των φύλων και των φυλών συνεχίζονται. Η αστυνομοκρατία κυριαρχεί. Η δικαιοσύνη εξακολουθεί να είναι τυφλή. Οι κόντρες εντός του εσωτερικού της Αριστεράς συνεχίζουν να την διασπούν και να την νικούν.
Το Trial of the Chicago 7 είναι ταινία χαρακτήρων. Ναι μεν όλοι τους είναι εκλεκτοί σαν καστ, και θεωρητικά άπαντες θα μπορούσαν να λάμψουν ως β ρόλοι, στην πραγματικότητα, όμως, αδικούνται από το σενάριο, και ελάχιστοι είναι αυτοί που πραγματικά ξεχωρίζουν: ο Frank Langella με έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο πάνω του ως υπερόπτης, ιδιόρρυθμος, μεροληπτικός, εχθρικά προσκείμενος προς τους κατηγορούμενους δικαστής. Ο Sacha Baron Cohen επιβεβαιώνει τον φετινό του ερμηνευτικό οίστρο αποτυπώνοντας με άνεση στον φακό τον πολύπλευρο χαρακτήρα του Abbie Hoffman. Και ο Yahya Abdul-Mateen II (WATCHMEN) κουβαλά στις πλάτες του ολόκληρο το #BlackLivesMatter, και όχι μόνο, πρωταγωνιστώντας, ίσως, στην πιο δυνατή σκηνή της ταινίας.
Το φιλμ του Sorkin είναι πολιτικό. Είναι και επίκαιρο ή, τουλάχιστον, προσπαθεί να γίνει τόσο 2020. Είναι, όμως, και αρκετά αμετροεπές. Η φωτογραφία τόσο «γυαλισμένη» και προσεγμένη λες και έχει περαστεί με βερνίκι απέχει κατά πολύ από την ένταση της εποχής. Μετά την ολοκλήρωση του φιλμ έχεις την αίσθηση ενός βεβιασμένου αποτελέσματος. Περισσότερο θαρρώ πως παρακολούθησα μια τηλεταινία ή έστω μια μίνι συμπιεσμένη σειρά, παρά ένα φιλμ αυτάρκες με αρχή, μέση, και τέλος. Και ενώ η ταινία προσπαθεί να ξεφύγει από κατηγοριοποιήσεις και φόρμουλες, εν τέλει (παρα)μένει δέσμια κλισέ του παρελθόντος, χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό αλά Oliver Stone, καταφεύγοντας στον διδακτικό χαρακτήρα, στην δραματική ανέγερση της φωνής, καθώς και σε ένα βεβιασμένο χολιγουντιανό φινάλε, από αυτά που η Ακαδημία έχει δείξει να εκτιμά όλα αυτά τα χρόνια. Και εδώ πιστεύω πως έγκειται η αδυναμία του.