Το The Vast of Night τοποθετείται σε μια κωμόπολη της αμερικάνικης επαρχίας της δεκαετίας του ’50 και ακολουθεί την προσπάθεια δύο παιδιών, του ραδιοφωνικού παραγωγού Everett (Jake Horowitz) και της Fay (Sierra McCormick) που βοηθάει τη μητέρα της στο τηλεφωνικό κέντρο, να ανακαλύψουν τι προκαλεί τα περίεργα παράσιτα που ακούγονται στο ραδιόφωνο. Παρ’ ότι η εισαγωγή της ταινίας, υπονοεί πως ο, τι ακολουθήσει θα έχει άμεσες επιρροές από την τηλεοπτική Ζώνη του Λυκόφωτος, στην πραγματικότητα εκείνες περιορίζονται κυρίως στο αισθητικό και σκηνογραφικό κομμάτι, αφού το σενάριο δεν διαθέτει ούτε το ανατρεπτικό φινάλε, ούτε τις βάσεις ώστε να θεωρηθεί μια στιβαρή κοινωνική αλληγορία.
Ωστόσο, τούτο το φλέρτ με την απλοϊκότητα αποδεικνύεται συνειδητή επιλογή, προκειμένου να αναδειχθεί αποτελεσματικά το πραγματικά γοητευτικό χαρακτηριστικό της ταινίας, το σκηνοθετικό όραμα του πρωτοεμφανιζόμενου, σαραντάχρονου(!) σκηνοθέτη Andrew Patterson. Ήδη από τα πρώτα, μακροσκελή πλάνα γίνεται εμφανής η διάθεση του Paterson να δώσει περισσότερη έμφαση στον ήχο, παρά στην εικόνα, με την κάμερα να στέκεται σε απόσταση από τους δύο πρωταγωνιστές, ενώ ακόμα κι όταν πλησιάζει τα πρόσωπά τους, εκείνα βρίσκονται στο σκοτάδι.
Αυτή η τάση συνεχίζεται και στην υπόλοιπη διάρκεια της ταινίας με την πλοκή να ξεδιπλώνεται κατά βάση μέσα από τηλεφωνική ή ραδιοφωνική επικοινωνία και την κάμερα να μένει σταθερή, ενώ η τέχνη του μοντάζ χρησιμοποιείται μονάχα όταν κρίνεται απαραίτητο για τη δημιουργία έντασης. Παραδόξως, αυτή η εκκεντρική σκηνοθετική επιλογή λειτουργεί ικανοποιητικότατα στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.
Παρ’ ότι η αποστασιοποίηση της κάμερας και η έμφαση στον ήχο δημιουργούν αρχικά μια εμπειρία ασυνήθιστη, αποπροσανατολιστική και αρκετά αμήχανη, η εμπειρία της παρακολούθησης βελτιώνεται όσο ο κόσμος γίνεται πιο οικείος. Έτσι, η αρχική αμηχανία αντικαθίσταται απ’ τη διαρκή ένταση και μια απροσδιόριστη αίσθηση απειλής που χτίζει υπομονετικά ο Patterson με τη βοήθεια των συνεχόμενων μονοπλάνων, τα οποία δεν αξιοποιούνται για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά ως ένα ουσιαστικό εργαλείο.
Το ιδιαίτερο σκηνοθετικό κατασκεύασμα του Patterson και το λιτό σενάριο στερεί από τους πρωταγωνιστές του κάποιον ζουμερό ρόλο, ωθώντας τους να αποδώσουν τα συναισθήματα τους, δηλαδή τον ενθουσιασμό από την πρωτόγνωρη εμπειρία τους και τον παράλληλο τρόμο που πηγάζει απ’ τις πληροφορίες που ανακαλύπτουν, μέσω του κατάλληλου χρωματισμού της χροιάς της φωνής τους. Εκείνοι πετυχαίνουν με ευκολία τον στόχο τους, ανταποκρινόμενοι μάλιστα και με αντίστοιχη επιτυχία στα απαιτητικά, μακρόσυρτα πλάνα.
Η παύση λειτουργίας των κινηματογράφων μπορεί να εμπόδισε την κυκλοφορία πολυαναμενόμενων ιστοριών, ωστόσο μας έδωσε την ευκαιρία να αφιερώσουμε λίγο χρόνο σε ταινίες που υπό άλλες συνθήκες θα χάνονταν μέσα στην υπερπροσφορά ταινιών. Το The Vast of Night” είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ευνοήθηκαν από τις ιδιαίτερες συνθήκες που βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε, αλλά τελικά αποδείχθηκε πως άξιζε τον κόπο.
Αν και το γνώριμο, δίχως ιδιαίτερες εκπλήξεις σενάριο δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες για μια ανατρεπτική πορεία που δημιουργεί από νωρίς η αναφορά στη Ζώνη του Λυκόφωτος, η φιλόδοξη σκηνοθεσία του Patterson αποζημιώνει την απόπειρα παρακολούθησης μιας ταινίας που θα μπορούσε να είναι και podcast, αναδεικνύοντας τον σκηνοθέτη της σε μια απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικές φωνές και ανοίγοντάς μας την όρεξη για τις μελλοντικές του δουλειές.