Το παρόν κείμενο δεν έχει στόχο να εκθειάσει το Top Gun, ούτε και να απαριθμήσει τους προσωπικούς μου λόγους για τους οποίους αγαπώ (ίσως και λίγο παραπάνω) το φιλμ του 1986. Όσοι το έχουν δει, και πιστέψτε με είναι πολλοί, ξέρουν για τι πράγμα μιλάω. Μια ταινία γενιάς, που χωρίς να αποτελεί τίποτα το σπουδαίο κινηματογραφικά αναδεικνύει το χάσμα ανάμεσα στην καλλιτεχνική εμβέλεια και το συλλογικό γεγονός. Και όταν το δεύτερο υπερτερεί έναντι του πρώτου, τότε, κάλλιστα, μπορείς να πεις πως είσαι κερδισμένος, και με το παραπάνω.
36 χρόνια μετά το αρχικό φιλμ, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Ίσως και μέσα στην ταινία. Κυρίως, όμως, στο σινεμά, στον τρόπο που γυρίζονται πλέον οι ταινίες, στον τρόπο που τις βιώνουμε. Και ενώ όλα δείχνουν να αλλάζουν/έχουν αλλάξει, ένας παραμένει εκεί, στην θέση του, έχοντας συσπειρώσει γύρω του ένα κλειστό συνεργείο συνεργατών προκειμένου να κάνουν τις mission (im)possible ταινίες, σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα και που θα συνεχίσει να το κάνει, ο κόσμος να χαλάσει. «Αν συνεχίσεις να το κάνεις αυτό, ξέρεις τι θα σου συμβεί στο τέλος, έτσι; το είδος σου οδεύει προς εξαφάνιση», ξεστομεί ο αξιωματικός του Ed Harris στον Maverick, με τον τελευταίο να απαντάει, «Πολύ πιθανό. Όχι σήμερα, όμως».

Η στιχομυθία αυτή, που στέκει εντός και εκτός κινηματογραφικού πλαισίου, συνοψίζει την ιδιοσυγκρασία του Tom Cruise που σαν άλλος «τελευταίος των Μοϊκανών» αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανό τον θεσμό της αίθουσας προσφέροντας υπερ-θέαμα μεγάλων διαστάσεων απαλλαγμένο από την μάστιγα του CGI. Σαφώς όλα στην ζωή έχουν ένα τίμημα, εξάλλου η ίδια η ζωή πρόκειται για ένα συνεχές δούναι και λαβείν, και ο Cruise επιλέγει να «θυσιάσει» τον ίδιο του τον εαυτό. Κάθε νέο του φιλμ αποτελεί μια πρόκληση όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για τον θεατή. Χωρίς κασκαντέρ και με την απουσία του greenscreen, ο Cruise θέτει εαυτόν σε κίνδυνο μόνο και μόνο για να προκαλέσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τον θεατή. «Θάνατος», ωστόσο, μπορεί να συνεπάγεται και ο καλλιτεχνικός. Ως πότε, δηλαδή, θα ανέχεται το Χόλυγουντ τα παιχνίδια ενός καυλωμένου 60άρη σταρ που αρνείται να συμβιβαστεί με τις επιταγές της σημερινής εποχής; Ίσως κάποια στιγμή να σημάνει και για αυτόν το πλήρωμα του χρόνου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όχι, όμως, αυτή την φορά.
Το σενάριο θέλει τον Maverick να επιστρέφει στο Top Gun αυτή τη φορά ως δάσκαλος όπου και αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει την ελίτ μιας φουρνιάς πιλότων προκειμένου να συμμετάσχει σε μια φαινομενικά αδύνατη αποστολή ζωής και θανάτου απέναντι σε μια αόριστη εχθρική δύναμη με σκοπό την καταστροφή μιας αποθήκης ουρανίου, η ύπαρξη της οποίας έρχεται σε αντίθεση με τις διεθνείς συμφωνίες. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ένας εκ των υποψηφίων πιλότων προκύψει πως είναι ο γιος του ‘Goose’ (κολλητός του ‘Maverick’ στο αρχικό φιλμ που έχασε την ζωή του την ώρα που πετούσαν μαζί) του οποίου ο Maverick, πριν από 4 χρόνια, ύστερα από παράκληση της μητέρας του, είχε ανακόψει την πορεία του. Αυτός είναι και ο πυρήνας πάνω στον οποίο το φιλμ θα δομηθεί.
Ο Maverick όλα αυτά τα χρόνια καλείται να συμβιβαστεί με την απώλεια του φίλου του, ενώ από την άλλη, ο ‘Rooster’ του Miles Teller (Too Old to Die Young) καλείται να ξεπεράσει τον θάνατο του πατέρα του και εν συνέχεια τα ίδια του τα όρια. Αυτά θα επιχειρήσει να εξερευνήσει ο Maverick σε μια προσπάθεια (και) προσωπικής λύτρωσης αναλαμβάνοντας τον ρόλο του «πατέρα» σε μια άτυπη σχέση μπαμπά-γιου η έννοια της οποίας δεν μπόρεσε να βιωθεί από τον ‘Rouster’.

Ο 60άρης χαρακτήρας του Maverick αν και απογοητευμένος από την απόρριψη, όντας πολλές φορές στο περιθώριο, δεν τα βάζει κάτω. Πιστεύει στο ακατόρθωτο και τις δυνάμεις του που αποτελούν εφαλτήριο για να επιβιώσει. Ας μη γελιόμαστε, αυτή είναι και η πραγματική ζωή του Cruise εκτός ταινίας. Και αυτό από μόνο του σε συγκινεί. Με το πέρας του χρόνου βρήκε στο πρόσωπο του Christopher McQuarrie (συνυπογράφει το σενάριο) τον 12ετή συνεργάτη του, στον οποίο αναμφίλεκτα μπορεί να πιστωθεί η επιτυχία του πρώτου την τελευταία δεκαετία.
Κάθε sequel (αν και ο όρος δεν είναι ο ακριβέστερος στην προκειμένη περίπτωση –δεν πρόκειται, όμως, ούτε και για reboot) χρήζει πληθώρα αντιδράσεων, συζητήσεων και αναπόφευκτων συγκρίσεων. Το φιλμ «δανείζεται» στοιχεία του αρχικού τα οποία κυριολεκτικά τα απογειώνει, ενώ κάποια άλλα επιλέγει(;) να τα θέσει σε δεύτερη μοίρα. Εκεί που ο Maverick κερδίζει πόντους όντας αρτιότερος από το πρωτότυπο είναι οι αερομαχίες. Δεν έχεις παρά να βγάλεις το καπέλο στον τρόπο που έχει γίνει η σύλληψη κάθε σκηνής. Τα πλάνα χωρίζονται σε γραμμές επιτρέποντας στο μάτι να διακρίνει τον ορίζοντα, η κλειστοφοβική αίσθηση εντός του πιλοτηρίου και ο διαρκής κίνδυνος συνεπικουρούνται άριστα από την ορθή χρήση του ήχου (κυριολεκτικά pleasure for the ears), οι αιθέριες χωρίς CGI(!) χορογραφίες που πιστώνονται στην τρέλα του Cruise ανεβάζουν την αδρεναλίνη στα ύψη, με το τελικό αποτέλεσμα να πρόκειται για ένα roller coaster συναισθημάτων που καταφέρνει να σε κρατά καθηλωμένο στην καρέκλα μέχρις ότου πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Ωστόσο, απουσιάζει η στόφα του κλασικού. Το Top Gun αποτελεί σημείο αναφοράς για τα 80s’, ταινία με την οποία μεγάλωσε μια ολόκληρη γενιά. Δεν υπάρχει ούτε Take My Breath Away, ούτε Kelly McGillis η (δικαιολογημένη) απουσία της οποίας κατεβάζει την ταχύτητα στο ρομαντικό-συναισθηματικό σκέλος του φιλμ –κρίμα για την Jennifer Connelly που εκούσα άκουσα βρεθεί στο στόχαστρο της (αναπόφευκτης) σύγκρισης. Παράλληλα, ο μιλιταριστικός χαρακτήρας και ο εθνικός φανατισμός είναι -αναμενόμενα και ευπρόσδεκτα- μετριασμένοι, το guilty pleasure απέναντι στους ένστολους κινειται σε ρηχά νερά, ενώ, το ομοφυλοφιλικό vibe με το οποίο για τους λάθους λόγους είχε συνδεθεί το αρχικό φιλμ είναι ανύπαρκτο.
Ένα, όμως, είναι σίγουρο. Και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Σε μια εποχή όπου η μικρή οθόνη «τρώει» την μεγάλη, ο Cruise είναι ένας από τους ελάχιστους που μάχεται για την κινηματογραφική βιομηχανία, τις θέσεις απασχόλησης που αυτή προσφέρει, την συλλογική εμπειρία της αίθουσας, το σινεμά μεγάλης οθόνης. Αυτή είναι και η αλληγορική ανάγνωση του Maverick, καθώς αυτός ίσως και να είναι τελικά ο αόρατος εχθρός. Έτσι, λοιπόν, όταν βλέπεις έναν άνθρωπο να αγωνίζεται για αυτά τα ιδανικά με την καύλα (και την άγνοια κινδύνου) ενός εφήβου, δεν μπορείς παρά να σηκωθείς και να τον χειροκροτήσεις. Όπως και έγινε επί 5΄ στις Κάννες.