Όταν ο John Lassester πρότεινε (πριν από μερικές δεκαετίες) στην Disney την υλοποίηση μιας ταινίας κινουμένων σχεδίων εξ’ ολοκλήρου σχεδιασμένη σε τρισδιάστατα γραφικά, η εταιρία απέρριψε την πρόταση του και τον απέλυσε. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Lassester ήταν ένα απ’ τα άτομα που ίδρυσαν την PIXAR, κερδίζοντας μάλιστα ένα Όσκαρ Καλύτερης Animated Ταινίας Μικρού Μήκους για το Tin Toy, μια τρισδιάστατη ταινία κινουμένων σχεδίων με πρωταγωνιστή ένα παιχνίδι που προσπαθούσε να γλιτώσει απ’ τα χέρια ενός βρέφους.
Η ταινία κέντρισε το ενδιαφέρον των υπεύθυνων της Disney, οι οποίοι επιθυμούσαν την επιστροφή του σκηνοθέτη, αλλά εκείνος δεν ήθελε να προδώσει την εταιρία που του έδωσε βήμα καλλιτεχνικής έκφρασης και πειραματισμού. Παρ’ όλα αυτά, η λύση βρέθηκε κάπου στη μέση, με τις PIXAR και Disney να συνεργάζονται για την δημιουργία του Toy Story υπό την σκηνοθετική επίβλεψη του John Lassester και κάπως έτσι ξεκίνησε να γράφεται κινηματογραφική ιστορία.
Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Woody, ένα παιχνίδι καουμπόης που έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων των υπόλοιπων παιχνιδιών χάρη στο ενδιαφέρον που δείχνει γι’ αυτά, αλλά και στις ηγετικές του ικανότητες, ενώ αποτελεί και το αγαπημένο παιχνίδι του Andy, του αγοριού στο οποίο ανήκουν τα παιχνίδια. Η δυναμική όμως σε αυτή την μικρή κοινωνία παιχνιδιών θα διαταραχθεί την ημέρα γενεθλίων του Andy, αφού ανάμεσα στα πολλά, κατά γενική ομολογία αδιάφορα παιχνίδια, θα λάβει τον εντυπωσιακό Buzz Lightyear.
Ο Buzz ουσιαστικά αποτελεί μια εξελιγμένη εκδοχή του Woody, αφού πρόκειται για έναν αστυνόμο του διαστήματος, ο οποίος καλείται να προστατέψει τον κόσμο απ’ την απειλή του Zod. Η στολή του είναι εντυπωσιακά σχεδιασμένη, διαθέτει λέιζερ, ενώ μπορεί και να πετάει με αποτέλεσμα να εντυπωσιάσει τα υπόλοιπα παιχνίδια, να κλέψει την καρδιά του Andy και προκαλέσει τη ζήλια του Woody, ο οποίος επιμένει να τον αντιμετωπίζει σαν ένα απλό παιχνίδι, προκαλώντας τον εκνευρισμό των υπόλοιπων παιχνιδιών. Όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, η ζωή θα τα φέρει έτσι, ώστε ύστερα από μια απόπειρα του Woody να ξεφορτωθεί τον Buzz, οι δυο τους να βρεθούν εκτός σπιτιού. Έτσι, θα πρέπει να συνεργαστούν για να επιστρέψουν πίσω πριν ο Andy και η οικογένεια του μετακομίσουν και τους χάσουν για πάντα.
Αυτοί οι δύο χαρακτήρες και ο τρόπος με τους οποίους τους μεταχειρίζεται το σενάριο των (πάρτε βαθειά ανάσα) Joss Wheddon, Andrew Stanton, Joel Cohen και Alec Sokolow αποτελούν τον βασικό λόγο της επιτυχίας της ταινίας, αφού καταφέρνουν να γίνουν άμεσα συμπαθείς στο κοινό, παρά τα ελαττώματα τους. Άλλωστε πως μπορεί να κρατήσει κανείς κακία στον ζηλιάρη μεν, αλλά ειλικρινή Woody, απ’ τη στιγμή που έχουμε δει πόσο νοιάζεται για τα άλλα παιχνίδια; Ακόμα και όταν πάει να την φέρει στον Buzz, πληγωμένος απ’ τη συμπεριφορά των φίλων του, καταλήγοντας να τον πετάει καταλάθος έξω απ’ το παράθυρο, γίνεται άμεσα αντιληπτή η ειλικρινής μεταμέλεια του. Ήθελε να τον ενοχλήσει, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να τον βάλει σε κίνδυνο. Απ’ την άλλη, ο νάρκισσος Buzz μπορεί να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του (το πρώτο πράγμα που βλέπουμε μέσα από τη ματιά του είναι η… αντανάκλαση του γοητευτικού του προσώπου!), αλλά πάντα προσπαθεί να παραμείνει φιλικός, όσο μπορεί τουλάχιστον, ακόμα και απέναντι στον Woody, μοιάζοντας διαρκώς αβίαστα κουλ!
Χάρη σε αυτούς τους εξαιρετικά καλογραμμένους χαρακτήρες η ταινία καταφέρνει να χτίσει την απαραίτητη δραματική ένταση και να “αναγκάσει” τους μικρούς και μεγάλους θεατές να νοιαστούν για τις περιπέτειες του πρωταγωνιστικού διδύμου. Βέβαια, εξίσου σημαντικό μερίδιο επιτυχίας αναλογεί και στον τρόπο με τον οποίον η ταινία μεταχειρίζεται την πανέξυπνη ιδέα της, την οποία είναι να απορείς πως δεν είχε σκεφτεί κάποιος νωρίτερα.
Χτίζει έναν κόσμο “ρεαλιστικό”, παρουσιάζοντας μικρές στιγμές στη ζωή των παιχνιδιών, πείθοντας τους θεατές πως αν τα παιχνίδια είχαν ζωή, μάλλον θα ήταν όπως απεικονίζεται στην ταινία. Τα υπόλοιπα παιχνίδια, αν και δεν λαμβάνουν ιδιαίτερο χρόνο ώστε να εμβαθύνουμε σε αυτά, καταφέρνουν να αφήσουν το στίγμα τους, διαθέτοντας ευδιάκριτες προσωπικότητες. Ο γλυκύτατος δεινόσαυρος που τρέμει στην ιδέα μήπως τον αντικαταστήσει κάποιο άλλο παιχνίδι, ο κύριος Πατάτας που ψάχνει να βρει το άλλο του μισό ή η γοητευτική Bo Peep που φλερτάρει με θάρρος τον Woody είναι μερικά μόνο παραδείγματα.
Η ωδή στην ταινία συνεχίζεται όμως και στον τεχνικό τομέα. Αρχικά, καθαρά ιστορικά, η ταινία αποτελεί ένα τεχνολογικό επίτευγμα, μιας εταιρίας η οποία λίγα χρόνια νωρίτερα δεν μπορούσε καλά καλά να σχεδιάσει ένα ρεαλιστικό βρέφος! Εκτός αυτού όμως, τα εφέ της ταινίας στέκουν εξαιρετικά ακόμα και σήμερα, 24 χρόνια μετά την κυκλοφορία της. Εκεί που τα ψηφιακά εφέ άλλων, πολύ πιο πρόσφατων ταινιών μυρίζουν σαν μπαγιάτικα μόλις μερικά χρόνια αργότερα. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως μάλλον το μυστικό νεότητας του σχεδιασμού βρίσκεται στη φύση των πρωταγωνιστών, οι οποίοι ως παιχνίδια οφείλουν να έχουν μια πλαστική υφή, η οποία ενώ υπό άλλες συνθήκες θα ξένιζε το μάτι και ίσως να έμοιαζε κάπως ψεύτικα, εδώ είναι απόλυτα ταιριαστή!
Μια σκηνή
Η αλήθεια είναι πως η ταινία διαθέτει αρκετές ιδιαίτερες και απολαυστικές σκηνές, όπως η άκρως αγχωτική καταδίωξη του φινάλε, η σύντομη, αλλά ξεκαρδιστική συνάντηση του Buzz με μια στρατιά πράσινων “εξωγήινων” παιχνιδιών ή ακόμα και η αποκάλυψη των μεταλλαγμένων παιχνιδιών του σαδιστή γείτονα που μοιάζει βγαλμένη από κάποια ταινία τρόμου. Παρ’ όλα αυτά, η προσωπική μου επιλογή είναι ολόκληρη η σεκάνς στην οποία ο Buzz έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματική του φύση, διαπιστώνοντας ότι τελικά όντως είναι ένα απλό παιχνίδι. Η αποτυχημένη προσπάθεια του Buzz να πετάξει αποτελεί μια βουτιά στον υπαρξιακό τρόμο, ενώ λίγο αργότερα αυτός ο τρόμος θα μασκαρεφθεί κάτω από έναν κωμικό μανδύα, δίχως να υποβιβάζεται ούτε στιγμή η ψυχολογική κατάσταση του χαρακτήρα. Εν ολίγοις, όλη η σπουδαιότητα της ταινίας σε σεναριακό, σκηνοθετικό και τεχνικό επίπεδο (πόσο, μα πόσο εκφραστικός είναι εδώ ο Buzz!!), συμπυκνωμένη σε αυτή τη σκηνή. Έπος!