Αμέσως μετά την πρεμιέρα της πρώτης ταινίας στις αίθουσες άρχισε να εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τη συνέχιση της ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά, το μέλλον της ιστορίας και ο τρόπος υλοποίησης της δεύτερης ταινίας μόνο σίγουρος δεν ήταν. Από τη μια, η Disney που τότε είχε αρχίσει να στέλνει τα σίκουελ ταινιών της κατευθείαν προς οικιακή κατανάλωση, πολιτική που της έφερε ζεστό χρήμα στα ταμεία της, επιθυμούσε να κάνει το ίδιο και με το Toy Story, αλλάζοντας μάλιστα και την τεχνική του animation, υιοθετώντας το παραδοσιακό σχέδιο στο χέρι. Παράλληλα, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα επέστρεφαν για δεύτερη ταινία και οι ηθοποιοί της πρώτης, δηλαδή ο Tom Hanks και ο Tim Allen, ως Woody και Buzz αντίστοιχα. Τελικά, όπως ήδη γνωρίζουμε, η ταινία όχι μόνο κυκλοφόρησε κανονικά στις αίθουσες συνεχίζοντας την 3D τεχνική του animation, αλλά επέκτεινε όλες τις ενδιαφέρουσες ιδέες της πρώτης ταινίας με αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθεί ακόμα καλύτερη απ’ την πρώτη ταινία!
O Andy πρόκειται να φύγει σύντομα για διακοπές σε μια κατασκήνωση παίρνοντας μαζί του τον Woody, ώστε να περάσουν μαζί αξέχαστες διακοπές. Δυστυχώς όμως, λίγο πριν φύγει, ο Andy αποφασίζει να παίξει μια στα γρήγορα με τον Woοdy και τον Buzz και κατά λάθος σκίζει ελαφρώς το ένα χέρι του Woody. Απογοητευμένος λοιπόν από το ξαφνικό ατύχημα, αφήνει τον Woody σε ένα ράφι, δημιουργώντας στον αγαπημένο του καουμπόι αγωνία για τη μελλοντική τους σχέση. Άραγε, το χαλασμένο του χέρι θα οδηγήσει τον Andy να τον πετάξει στα σκουπίδια;
Το ομολογουμένως εξαιρετικό σενάριο της ταινίας χτίζει την πλοκή γύρω από αυτή τη θεματική της πιθανής αχρηστίας, συνεχίζοντας -όπως θα δούμε και αργότερα- να θέτει ερωτήματα που δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως έχουν τεθεί από μια “παιδική” ταινία. Έτσι, μετά από σειρά ατυχών γεγονότων, o Woody καταλήγει στα χέρια ενός συλλέκτη, ο οποίος σκοπεύει να τον στείλει -παρέα με τρία άλλα παιχνίδια του ίδιου franchise- σε ένα μουσείο στην Ιαπωνία έναντι πλουσιοπάροχης χρηματικής αμοιβής. Με αυτόν τον τρόπο εισάγεται στην ταινία η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φιγούρα του Συλλέκτη, ο οποίος αντιμετωπίζει τα παιχνίδια ως πηγή εσόδων, κρατώντας τα φυλακισμένα σε γυάλες για να μην φθείρονται, λειτουργώντας ως αντίβαρο στη φιγούρα του Παιδιού, το οποίο μπορεί να ταλαιπωρεί τα παιχνίδια του, αλλά τουλάχιστον το κάνει από αγάπη. Ο Woody λοιπόν καλείται να επιλέξει ανάμεσα στους δύο, μια ζωή στα τρυφερά, αλλά άγαρμπα χέρια του Andy, ο οποίος όμως σε μερικά χρόνια θα τον παρατήσει, καθώς θα έχει μεγαλώσει ή μια ζωή γεμάτη μεγαλεία με χιλιάδες κόσμου να συρρέουν για να τον δουν… μπροστά από μια γυάλα.
Η απόφαση δεν είναι καθόλου εύκολη, ειδικά από τη στιγμή που ο Woody θα γοητευτεί από τη σημαντική κληρονομιά που κουβαλάει σαν παιχνίδι και με την οποία θα έρθει σε επαφή χάρη στα δύο άλλα παιχνίδια του συλλέκτη, τη γλυκύτατη Jessie και τον διαρκώς κλεισμένο στο κουτί του Stinky Pete. Έκτοτε, η ιδέα μόνιμης κατοίκησης στο μουσείο θα μοιάζει όλο και πιο λογική, με τα υπόλοιπα παιχνίδια να τον προειδοποιούν για την εξέλιξη της σχέσης του με τον Andy που είναι καταδικασμένη να τελειώσει το αργότερο, όταν ο Andy πάει στο κολλέγιο. Ουσιαστικά λοιπόν, η ταινία φέρνει τον Woody έμμεσα αντιμέτωπο με την ιδέα των “γηρατειών” (του Andy) και του θανάτου, έννοιες που παρουσιάζονται βέβαια μέσα από την οπτική των παιχνιδιών.
Μέσα από τα διλήμματα που θέτει το σενάριο στον Woody, βρίσκει την ευκαιρία να εμβαθύνει στους νέους χαρακτήρες, οι οποίοι περιμένουν πως και πως την μετακόμιση στην Ιαπωνία, ώστε να αποκτήσουν ένα σίγουρο μέλλον, μακριά από απογοητεύσεις. H Jessie προδομένη από το κορίτσι στο οποίο ανήκε, τρέμει στην ιδέα να βρεθεί χωμένη σε κάποια σκοτεινή κούτα, ενώ ο Stinky Pete πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του βλέποντας άλλα παιχνίδια να βρίσκουν ιδιοκτήτες, οπότε δεν θέλει με τίποτα να χάσει την ευκαιρία να βρεθεί στο μουσείο και να δώσει νόημα στη ζωή του. Οτιδήποτε άλλο, όπως για παράδειγμα η κατάληξη στα χέρια ενός μικρού κοριτσιού που ζωγραφίζει τα παιχνίδια της, είναι για εκείνον εφιάλτης.
Η παλιοπαρέα του Woody μπορεί να αφήνει χώρο στους νέους χαρακτήρες να λάμψουν, παρ’ όλα αυτά αναλαμβάνουν την απαραίτητη ανάλαφρη υποπλοκή της ταινίας, έχοντας ως στόχο να εντοπίσουν τον Woody και να τον φέρουν πίσω. Κατά τη διάρκεια της περιπέτειας τους, ο Buzz θα έρθει αντιμέτωπος με έναν άλλον Buzz, ο οποίος πιστεύει οτι είναι προστάτης του γαλαξία και η ιστορία του θα ολοκληρωθεί με ξεκαρδιστικό τρόπο. Ο σπουδαιότερος όμως comic relief χαρακτήρας της ταινίας είναι δίχως αμφιβολία ο υπέροχος δεινόσαυρος Rex, του οποίου το σενάριο του χαρίζει τις καλύτερες ατάκες και την αγαπημένη μου υποπλοκή.
Η σκηνοθεσία του John Lasseter φέρνει νέες ιδέες και μεγαλώνει την κλίμακα του κόσμου, χωρίς να χάνει τίποτα από την οικειότητα και τον προσωπικό τόνο της ιστορίας. Έτσι, έχουμε τη χρήση ονειρικών σεκάνς-φόρο τιμής στο Vertigo, εκπληκτικά οπτικά gags και αρκετούς νέους χαρακτήρες, όπως ο Zod, ο αντίπαλος του Buzz που είχε αναφερθεί ήδη από την προηγούμενη ταινία. Στο τεχνικό κομμάτι, υπάρχει βελτίωση, αν και διάφορες λεπτομέρεις στο φόντο προδίδουν την ηλικία των εφέ, χωρίς όμως να ενοχλούν.
Μια σκηνή
Όπως και στην πρώτη ταινία, έτσι κι εδώ, η επιλογή μιας χαρακτηριστικής σκηνής είναι αρκετά δύσκολη. Για, παράδειγμα, θεωρώ πως οι θεματικές της ταινίας και η σύγκριση ανάμεσα στον Συλλέκτη και το Παιδί συμπυκνώνονται ιδανικά σε δύο παρόμοιες σκηνές. Στην πρώτη ένας ειδικός διορθώνει το χαλασμένο χέρι του Woody χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα, εντυπωσιακά εργαλεία, παραδίδοντας ένα εξαιρετικά καλαίσθητο αποτέλεσμα, ενώ στο φινάλε βλέπουμε τον Andy να επισκευάζει το (ξανά) χαλασμένο χέρι του αγαπημένου του καουμπόι με το αποτέλεσμα να είναι βουτηγμένο όχι μόνο στις ατέλειες, αλλά και στην αγάπη. Παρ’ όλα αυτά, ως αγαπημένη σκηνή μάλλον θα διαλέξω την εισαγωγική, η οποία ουσιαστικά αποτελεί κομμάτι ενός video game και καταφέρνει τα εξής: (α) να εμβαθύνει στον κόσμο του Buzz, στρώνοντας το έδαφος για μια υποπλοκή της συνέχειας, (β) να εισάγει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας στην ταινία και (γ) να παρουσιάσει με έξυπνο τρόπο την αποδοχή του Buzz για τη φύση του.
Πλέον, όχι μόνο έχει ξεπεράσει το γεγονός ότι είναι ένα παιχνίδι, αλλά αφιερώνει χρόνο για να παίξει video games στα οποία πρωταγωνιστεί, παρέα με τους φίλους του. Βέβαια, άλλο ένα επίτευγμα της σειράς είναι ότι αξιοποιεί με εξαιρετικό τρόπο της αδυναμίες του Rex (τα κοντά του χέρια) και ο οποίος από εκείνο το σημείο και μετά θα έχει ως σκοπό της ζωής του να νικήσει τον Zod. Και η αλήθεια είναι ότι τα καταφέρνει με έναν ξεκαρδιστικό τρόπο.