Τα πρώτα σχέδια της για το -όπως αποδείχτηκε, προσωρινό- φινάλε της τριλογίας του Toy Story ήθελαν τον Buzz να στέλνεται στην Ταϊβάν προκειμένου να διορθωθεί μια βλάβη του. Με άλλα λόγια, το σενάριο έμοιαζε να επαναλαμβάνει τη βασική πλοκή του Toy Story 2, απλώς αλλάζοντας πρωταγωνιστή. Ευτυχώς για όλους μας κάτι τέτοιο δεν συνέβη και το σενάριο του Michael Arndt οδήγησε την πλοκή εκεί που έπρεπε. Έτσι, από τη στιγμή που η προηγούμενη ταινία έβαλε τα παιχνίδια αντιμέτωπα με την ιδέα πως κάποια στιγμή στο μέλλον ο Andy θα τα παράταγε, η μόνη λογική συνέχεια ήταν η τρίτη ταινία να διαδραματίζεται σε εκείνο το μέλλον.
Η τρίτη ταινία λοιπόν, μας παρουσιάζει τον μεγαλωμένο πλέον Andy να ετοιμάζει τα πράγματα του για το κολλέγιο και να καλείται να επιλέξει τι θα πάρει μαζί του, τι θα βάλει στη σοφίτα και τι θα πετάξει στα σκουπίδια. Τελικά, επιλέγει τον Woody ως το μοναδικό παιχνίδι που θα του κάνει παρέα στη νέα του ζωή, πετώντας τα υπόλοιπα παιχνίδια σε μια σακούλα σκουπιδιών… για να τα βάλει στη σοφίτα. Δυστυχώς όμως, η μητέρα του έπεσε πάνω τους και νομίζοντας πως πρόκειται για σκουπίδια, τα πέταξε. Ο πάντα πρόθυμος να βοηθήσει Woody μόλις αντιλήφθηκε τι συνέβη έτρεξε να βοηθήσει τους φίλους τους και κάπως έτσι η παρέα κατέληξε σ’ έναν παιδικό σταθμό.
Αρχικά, όλοι τους υποδέχτηκαν πολύ ζεστά, δίνοντας τους υποσχέσεις για μια ζωή γεμάτη παιχνίδι με μικρά παιδιά, υποσχέσεις οι οποίες γοήτευσαν όλη την παρέα, εκτός από τον Woody που επέμενε πως έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Τελικά όμως, η ομάδα χωρίζεται, αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα έπρεπε. Ο Woody δεν φτάνει ποτέ στη ζεστή αγκαλιά του Andy, ενώ ο παράδεισος που περίμεναν τα υπόλοιπα παιχνίδια αποδείχτηκε μια κόλαση, αφού η παλιά καραβάνα του παιδικού σταθμού τους έστειλε στη νηπιακή τάξη, όπου όλα τα μωρά αποτελούν τον τρόμο και τον φόβο των παιχνιδιών.
Σεναριακά επιχειρείται μια ανακύκλωση προηγούμενων ιδεών, αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν εγκληματικό να μην συμβεί αυτό. Είναι ταιριαστό το φινάλε της τριλογίας να επαναφέρει διάφορα μοτίβα του παρελθόντος, ενώ είναι αναγκαίο η πλοκή να πραγματοποιήσει τις απειλές/υποσχέσεις της δεύτερης ταινίας. Κατά μια έννοια λοιπόν, τούτη εδώ η ταινία δεν ενδιαφέρεται να εισάγει φρέσκες ιδέες, αλλά περισσότερο να οδηγήσει στην κατάλληλη κλιμάκωση τις παλιότερες. Και όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό το καταφέρνει με σπουδαίο, σπαρακτικό τρόπο, αποτελώντας μια από τις πιο ιδιαίτερες ιστορίες ενηλικίωσης.
Ο πρωταγωνιστής όμως της ταινίας είναι η σκηνοθεσία του Lee Unkrich, μέχρι πρότινος μοντέρ της πρώτης ταινίας και συν-σκηνοθέτη της δεύτερης, ο οποίος οπτικοποιεί ιδανικά την πρόθεση του σεναρίου. Η σκηνοθεσία του μεταπηδά με αξιοσημείωτη ευκολία από το ένα είδος στο άλλος, από την κωμωδία στον τρόμο, απ’ τον τρόμο σε ταινία απόδρασης και από εκεί στο δράμα, με την εισαγωγική σεκάνς να αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της διαρκούς αλλαγής ύφους που πρόκειται να ακολουθήσει.
Παρ’ όλα αυτά, το αίσθημα που κυριαρχεί είναι -πολύ σωστά- εκείνο του τρόμου, υπογραμμίζοντας έτσι την τρομακτική πτυχή της αλλαγής που συνεπάγεται η ενηλικίωση, ο αποχωρισμός της εφηβείας και το καλωσόρισμα της κολλεγιακής ζωής. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποια ταινία τρόμου με βροχερά τοπία, πράσινους φωτισμούς, μια σχεδόν κυριολεκτική κάθοδο στην κόλαση, ενώ και μεγάλο μέρος της πλοκής στηρίζεται σε μια κλασική τροπή του είδους, της ουτοπίας που στην πραγματικότητα αποτελεί μια δυστοπία.
Μια σκηνή
Για άλλη μια φορά, η επιλογή μόνο μιας σκηνής δεν είναι αρκετή για μια ταινία που είναι γεμάτη με σκηνές ανθολογίας. Ωστόσο, η τελική επιλογή δεν μπορεί να είναι άλλη απ’ το φινάλε, όπου ο Andy παραδίδει τα παιχνίδια του -ακόμα και τον Woody!- στην επόμενη γενιά. Η “παράδοση” των παιχνιδιών είναι δύσκολη, συναισθηματικά φορτισμένη, όμως στο τέλος αποδεικνύεται η σωστή επιλογή. Η σκηνή αποτελεί τον ιδανικό επίλογο για μια τριλογία που ασχολήθηκε με την ιδέα της φθοράς, της περατότητας, αλλά και του ίδιου του θανάτου, έχοντας ως μέσο μια ιστορία για παιχνίδια. Αριστούργημα!