Το φινάλε του Toy Story 3 έκλεισε με τον ιδανικότερο, πιο σπαρακτικό τρόπο μια σπουδαία ιστορία ενηλικίωσης. Η απόφαση λοιπόν, για μια νέα συνέχεια έμοιαζε παράξενη και αχρείαστη, ικανή να αμαυρώσει μια σπάνια κινηματογραφική επιτυχία, αλλά και την παιδική μας νοσταλγία. Έτσι, απ’ τη στιγμή που ανακοινώθηκε η ταινία μια ερώτηση στριφογύριζε στο μυαλό όλων: τι παραπάνω μπορεί να προσφέρει μια ακόμα ταινία Toy Story;

Η ταινία πιάνει την ιστορία από εκεί που μας άφησε το Toy Story 3, δηλαδή με τα παιχνίδια του Andy να βρίσκονται πλέον στα χέρια της μικρής Bonnie. Δυστυχώς όμως, η πιτσιρικά δεν επιλέγει να παίξει συχνά με τον Woody, οπότε εκείνος αρχίζει να νιώθει πως δεν έχει λόγο ύπαρξης. Την ημέρα όμως που η μικρή Bonnie θα πάει για πρώτη φορά στο νηπιαγωγείο θα επιστρέψει με ένα χειροποίητο παιχνίδι κατασκευασμένο από υλικά που η μικρή πήρε από τα σκουπίδια. Έτσι, το νέο παιχνίδι, ο Forky, θα νομίζει πως είναι σκουπίδι, οπότε ο Woody αναλαμβάνει να το πείσει ότι είναι παιχνίδι, το παιχνίδι της Bonnie, το οποίο μάλιστα θα πρέπει να σταθεί στο πλάι του μικρού κοριτσιού και να την βοηθήσει να περάσει τις δύσκολες πρώτες μέρες προσαρμογής στο νηπιαγωγείο.
Αυτή τη δύσκολη, αλλά σημαντική αποστολή, ο Woody καλείται να φέρει εις πέρας κατά τη διάρκεια μιας ολιγοήμερης εκδρομής, όπου όλως τυχαίως θα συναντήσει την Bo, τον παλιό του έρωτα, η οποία, όπως μαθαίνουμε από το εισαγωγικό flashback της ταινίας, αναγκάστηκε να αποχωριστεί την παλιο-παρέα ένα βράδυ που’ βρεχε, που’ βρεχε μονότονα, όταν ένας γνωστός της οικογένειας της Bonnie την πήρε μακριά τους.
Ουσιαστικά, βασικός στόχος του σεναρίου είναι να δώσει ένα κλείσιμο στην αψίδα χαρακτήρα του Woody και η αλήθεια είναι πως τα καταφέρνει περίφημα. Σ’ όλες τις προηγούμενες ταινίες, ο Woody παρέμενε προσκολλημένος στον Andy, απαιτώντας μάλιστα πολλές φορές να διατηρεί και την πιο ζεστή θέση στην καρδιά του. Πλέον όμως, συνθήκες έχουν αλλάξει και η ταινία αναγκάζει τον Woody να διαπιστώσει πως τα πράγματα δεν μένουν στάσιμα. Όπως ο Andy παρέδωσε τα παιχνίδια του στην Bonnie, έτσι και εκείνος καλείται να αποδεχτεί ότι πρέπει να παραδώσει τα σκήπτρα του ηγετικού παιχνιδιού στην επόμενη φουρνιά παιχνιδιών.
Παράλληλα, η παρουσία του Forky αποτελεί την σταθερή υπαρξιακή υποπλοκή που έχουμε συνηθίσει να συναντάμε στο franchise. Όταν η Bonnie, σαν άλλη Θεός, δημιουργεί τον Forky συνδυάζοντας φαινομενικά αταίριαστα υλικά, κατασκευάζει με τη βοήθεια της φαντασίας της ένα νέο ον-παιχνίδι, το οποίο μοιάζει εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα παιχνίδια και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δοκιμάζει τα όρια του ορισμού που δίνουμε στα παιχνίδια. Είναι άραγε ένα πεταμένο πιρούνι που ανήκει στα σκουπίδια ή ένα ιδιαίτερο παιχνίδι; Αυτό το ερώτημα πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα όταν συμπίπτει με τους προβληματισμούς του Woody, οπότε η ερώτηση τίθεται ως εξής: μπορεί ένα χαμένο παιχνίδι, ένα παιχνίδι χωρίς παιδί, να βρει νόημα στη ζωή του ή είναι υποχρεωμένο να προσφέρει χαρά σε κάποιο πιτσιρίκι εσαεί;
Εξίσου σπουδαία δουλειά έχει γίνει με όλους τους νέους χαρακτήρες, αλλά και εκείνους που είχαμε δει ελάχιστα στο παρελθόν. Έτσι, η Bo που μέχρι τώρα δεν τις είχε δοθεί ιδιαίτερη σημασία, απολαμβάνει κεντρικότερο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής και παρουσιάζεται ως ένα απελευθερωμένο, δυναμικό παιχνίδι που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την ευκαιρία που της δόθηκε για μια ζωή χωρίς παιδί, ενώ η “κακιά” της ταινίας διαθέτει τα δικά της τραγικά κίνητρα που εξηγούν τις πράξεις της. Ακόμα και ο Duke Caboom του Keanu Reeves (John Wick), αν και δεν έχει κάποιον καθοριστικής σημασίας ρόλο, του έχει δοθεί μια συγκινητική ιστορία που τον στοιχειώνει.

Παρά τη βαριά θεματική που αγγίζει για άλλη μια φορά η ταινία, το ύφος της είναι ανάλαφρο, ίσως πιο ανάλαφρο ποτέ. Έτσι, αν ο προκάτοχός της φλέρταρε με το είδος του τρόμου, η νέα προσθήκη γλυκοκοιτάζει την κωμωδία. Και πως θα μπορούσε να μην συμβαίνει αυτό, όταν στο καστ συμπεριλαμβάνονται οι Key κ’ Peele (ναι, ο σκηνοθέτης του Us!), ως δύο αξιολάτρευτα λούτρινα, τα οποία διαθέτουν μάλλον τις πιο κωμικές στιγμές της ταινίας, αλλά και ο ξεκαρδιστικός Tony Hale του Arrested Development ως Forky που αποδίδει υπέροχα το άγχος της ύπαρξης του χαρακτήρα του. Βέβαια, για άλλη μια φορά, η ταινία μας υπενθυμίζει την ικανότητα του franchise να μεταλλάσσεται διαρκώς απ’ το ένα είδος στο άλλο. Η εισαγωγή θα μπορούσε να αποτελεί μια μικρού μήκους ταινία διάσωσης, ενώ στη συνέχεια το ύφος γέρνει προς τον τρόμο, χάρη σε τρεις κούκλες-σωματοφύλακες που κόβουν την ανάσα, για να καταλήξει στο κατώφλι των ρομαντικών ταινιών.
Το σενάριο αναγκάζει το τμήμα του animation να επεκτείνει τον κόσμο των ταινιών και για πρώτη φορά βλέπουμε τόση μεγάλη ποικιλία στους χώρους. Από το γεμάτο αντικείμενα μαγαζί με τις αντίκες, μέχρι το λούνα παρκ με τους εκατοντάδες ανθρώπους στο φόντο, τα πάντα μοιάζουν πιο απαιτητικά και το τελικό αποτέλεσμα δεν απογοητεύει. Οι υφές είναι εκπληκτικές, οι λεπτομέρειες προσεγμένες, ενώ τα νυχτερινά πλάνα που φωτίζονται από τα φώτα του λούνα παρκ αποδίδονται εξαιρετικά. Εν ολίγοις, η τέταρτη ταινία απογειώνεται στο τεχνικό κομμάτι, προσφέροντας μας το πιο εντυπωσιακό σχέδιο του franchise!

Αν και η ταινία μιλάει -μεταξύ άλλων- για τη σημασία της εξέλιξης, της ικανότητας μας να αφήνουμε κάποια πράγματα στο παρελθόν, στην πραγματικότητα δεν μοιάζει πρόθυμη να ξεκολλήσει από τον Woody. Ναι μεν, η κατάληξη του είναι ικανοποιητικότατη, αλλά όλη η πλοκή που τον αφορά θα μπορούσε να έχει ως πρωταγωνίστρια την Βο σε μια spin off ταινία. Τελικά, αυτό είναι το μοναδικό ψεγάδι -αν μπορεί να θεωρηθεί ψεγάδι- μιας τρυφερής, συναισθηματικής και οπτικά πανέμορφης ταινίας που διαχειρίζεται με ευφυή τρόπο τα φιλοσοφικά ερωτήματα που θέτει. Απλώς ίσως να λειτουργούσε καλύτερα ως ένα παρακλάδι της βασικής ιστορίας και όχι ως άλλο ένα φινάλε. Αυτό το πήραμε πριν χρόνια και ήταν σπουδαίο.