Triangle of Sadness

Triangle of Sadness: Το ναυάγιο του ύστερου καπιταλισμού

Το στυγνό καπιταλιστικό σύστημα των δυτικών κοινωνιών και οι κατάφωρες ταξικές αδικίες που προξενεί, ανέκαθεν αποτελούσε πόλο έλξης, και συγκεκριμένα κοινωνικής κριτικής, για πλείστους δημιουργούς στον χώρο του κινηματογράφου. Οι Ken Loach, Luis Bunuel, Mike Leigh συνιστούν ενδεικτικά παραδείγματα σκηνοθετών που, μέσω των εμβληματικών ταινιών τους, κατακρίνουν τον καπιταλισμό εκ θεμελίων. Αντίστοιχες στοχεύσεις εκφράζει και ο ταλαντούχος σουηδός σκηνοθέτης Ruben Ostlund δια της νέας του ταινίας, του αμφιλεγόμενου Triangle of Sadness, το οποίο αιφνιδίως απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, χαρίζοντας έτσι στον Ostlund, μαζί με το «Τετράγωνό» του το 2017, μια θέση στο εκλεκτό βάθρο των σκηνοθετών που απέσπασαν δις το συγκεκριμένο βραβείο της διοργάνωσης.

Το Triangle of Sadness θα μπορούσε εύστοχα να χαρακτηριστεί ως αφιλτράριστη, ωμή κριτική απέναντι στην κοινωνία του σήμερα. Μια κοινωνία γεμάτη προσωπεία, μα όχι ανθρώπους, που ενδιαφέρονται μονάχα για τη διατήρηση μιας αψεγάδιαστης εξωτερικής εμφάνισης και εικόνας, πλήρως απομακρυσμένα από το πνεύμα και την ουσία. Μια κοινωνία εντός της οποίας η επιδίωξη του χρήματος καθίσταται αυτοσκοπός, όπου άψυχοι επιχειρηματίες κλωτσούν βίαια με τα πλούτη τους μιαν ασθμαίνουσα, φοβισμένη εργατική τάξη που υπακούει τυφλά στις εντολές τους.

Η ταινία διασπάται σε τρία κεφάλαια, που αποτελούν, μεν, αλληλένδετες συνέχειες της ίδιας ιστορίας, ωστόσο διαφέρουν ριζικά ως προς τον τρόπο κινηματογράφησής τους και τη σκηνοθετική προσέγγιση, η οποία, όσο προχωρά η πλοκή, ολοένα κι απελευθερώνεται, πλατειάζοντας σε βαθμό επικίνδυνο.

Triangle of Sadness

Η ιστορία μας ξεκινά μέσα σ’ ένα πρακτορείο ανδρικών μοντέλων, όπου γνωρίζουμε τον κεντρικό μας πρωταγωνιστή, τον όμορφο, μα ελαφρώς ξεπερασμένο πια στον χώρο της μόδας, Carl (τον υποδύεται ο βρετανός Harris Dickinson), χάρις στον οποίο διαλευκαίνουμε το μυστήριο γύρω από τον απροσδιόριστο τίτλο του φιλμ. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι ο όρος «τρίγωνο της θλίψης» αφορά στο σημείο ανάμεσα στα φρύδια, το οποίο υποδηλώνει ότι η κούραση που συσσωρεύουνε οι άνθρωποι με την πάροδο του χρόνου γίνεται εμφανής στον έξω κόσμο. Για τα μοντέλα, τους influencers και γενικώς εκείνους που διαπρέπουν στην κοινωνία λόγω της άψογης εμφάνισής τους, η διαπίστωση από τρίτους αυτής ακριβώς της τρωτότητας ισοδυναμεί με αιώνια καταδίκη.

Ο Carl διατηρεί ερωτική σχέση με τη Yaya (την προώρως θανούσα Charlbi Dean), μοντέλο με κατάλευκο χαμόγελο και influencer, η οποία έχει αναγάγει τη συντήρηση μιας εντυπωσιακής αυτοεικόνας σε αποκλειστικό σκοπό της ύπαρξής της. Στο πρώτο και σύντομο, αντί προλόγου, κεφάλαιο του φιλμ, ερχόμαστε σε μια πρώτη επαφή με την επιφανειακή τους ψυχοσύνθεση, την πλήρη άγνοια και αδιαφορία τους αναφορικά με τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής, καθώς καυγαδίζουν παρατεταμένα μέσα στο ροζ τους συννεφάκι για ζητήματα παντελώς ασήμαντα. Τέτοιου είδους άτομα δεν έχουν αναρωτηθεί ποτέ τι θα πει φτώχεια, πείνα, αγώνας για επιβίωση.

Ο Ostlund λοιπόν μας προϊδεάζει για τις θεματικές που θα πραγματευθεί στο φιλμ του. Πράγματι, το δεύτερο, άκρως μπουνιουελικό και διασκεδαστικό, κεφάλαιο του «Τριγώνου» υπενθυμίζει κάθε στιγμή, με εσκεμμένες υπερβολές και στοιχεία σουρεαλισμού, στον θεατή το ανυπέρβλητο χάσμα ανάμεσα σε αστούς κι εργάτες, πλούσιους και φτωχούς, ανθρώπους που τους ήρθαν όλα εύκολα κι ανθρώπους που υπηρετούν εκείνους που τους ήρθαν όλα εύκολα. Το αιθεροβάμον ζεύγος Carl και Yaya, ένας Ρώσος επιχειρηματίας- θιασώτης του καπιταλισμού και η νεαρή ερωμένη του, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κατασκευαστών ειδών πολέμου και πολλοί άλλοι κοινωνικά προνομιούχοι απολαμβάνουν μία κρουαζιέρα πολυτελείας, η οποία όμως δεν είναι τόσο παραδεισένια όσο φαίνεται. Μια σειρά από ευτράπελα, μεταξύ άλλων μία ξέφρενη, λεπτομερής σκηνή συντεθειμένη από διαδοχικούς εμετούς των  πλουσίων επιβατών του πλοίου λόγω της ανυπόφορης θαλασσοταραχής, καθώς και η απολαυστική μεθυσμένη συζήτηση ανάμεσα στον Ρώσο καπιταλιστή που παραθέτει ρήσεις Αμερικανών προέδρων και τον Αμερικανό κομμουνιστή καπετάνιο του πλοίου(τον αγαπητό Woody Harrelson), επικαλούμενο αποφθέγματα του Λένιν, ανατρέπουν σύντομα την αψεγάδιαστη βιτρίνα της ταινίας και επιτρέπουν να κατανοήσουμε σε βάθος την υποκρισία και τη σήψη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Triangle of Sadness

Ύστερα, το ναυάγιο. Του πλοίου κατ’ αρχήν, μα  ίσως, εν μέρει, και του σεναρίου, που μοιάζει να πνίγεται μες στην υπερβολική φιλοδοξία του σκηνοθέτη που του έδωσε πνοή. Κι έτσι, σηματοδοτείται το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο αυτής της ταξικής σάτιρας, το κεφάλαιο που οι μάσκες πέφτουν. Στο νησί όπου η θάλασσα ξεβράζει τους λιγοστούς επιζώντες, μεταξύ των οποίων το προσφιλές πια ζεύγος μοντέλων, τον Ρώσο επιχειρηματία και μία καθαρίστρια, οι πλούσιοι συνειδητοποιούν, τρομοκρατημένοι, ότι άπαξ και απολέσουν την πλασματική  ασφάλεια του να περιτριγυρίζονται από εργαζόμενους που φροντίζουν για τη διατροφή, την ένδυση, τη σωματική τους περιποίηση, καθίστανται παντελώς ανίκανοι, διότι ποτέ δεν έμαθαν να στέκουν στη ζωή ανεξάρτητοι και μόνοι.  Ξάφνου, οι ρόλοι αντιστρέφονται. Η καθαρίστρια του πλοίου, προικισμένη με βασικές γνώσεις επιβίωσης, είναι η μόνη που δύναται να διασφαλίσει τη σωτηρία τους. Η φτωχή γυναίκα ανακαλύπτει, για πρώτη φορά στη ζωή της, την αίσθηση της ανωτερότητας απέναντι σε όντα που, ενώ μέχρι πρότινος την υποτιμούσαν, τώρα χρειάζονται απεγνωσμένα τη βοήθειά της. Μόλις λοιπόν αντιληφθεί την πρωτόγνωρη δύναμη που της απένειμε η τύχη, τη δύναμη της ταξικής υπεροχής, την εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Και είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για να τη διατηρήσει.

Από τεχνικής απόψεως, δύσκολα κανείς μπορεί να προσάψει στην ταινία κάποιο ελάττωμα. Οι ερμηνείες των ηθοποιών αντικατοπτρίζουν εύστοχα την προσωπικότητα του κάθε χαρακτήρα, με απλότητα, χωρίς υπερβολές. Έτσι, οι ηθοποιοί που επελέγησαν για τους ρόλους των προνομιούχων, με τον Ρώσο μεγιστάνα (Zlatko Buric) να ξεχωρίζει, παρουσιάζονται ως αδιάφοροι, χαμένοι σε έναν κόσμο εντελώς δικό τους, η εργατική τάξη εμφανίζεται ως φοβισμένη, υποταγμένη στα θελήματα των πλουσίων,  η γοητευτική, λεπτοκαμωμένη Charlbi Dean  με το υποκριτικό, στυλιζαρισμένο της χαμόγελο, αλλά και ο βλοσυρός, αυστηρά όμορφος με μια δόση αφέλειας Harris Dickinson αντιστοιχούν πλήρως στην αντίληψη της κοινωνίας για τα μοντέλα, ως αψεγάδιαστα πλάσματα που μοιάζουνε με κέρινα ομοιώματα.

Τα πλάνα, κοντινά και μακρινά, εστιάζουν στις εκφράσεις και τις αντιδράσεις των προσώπων, ως επί το πλείστον κωμικές. Η φωτογραφία εν γένει περιέχει τα όμορφα χρώματα της θάλασσας και της καταπράσινης φύσης που πλαισιώνει την παραλία Χιλιαδού της Εύβοιας. Η κάμερα άλλοτε μένει εκπληκτικά σταθερή κι άλλοτε εσκεμμένα ασταθής, όπως κατά τη διάρκεια της τρικυμίας στην κρουαζιέρα, προϊδεάζοντας τον θεατή για μία πιθανή ανατροπή των δεδομένων ισορροπιών. Ακόμα, τα πανκ τραγούδια ή, εν πάση περιπτώσει, οι διασκευές κλασικών μουσικών κομματιών με νέο, γρήγορο ρυθμό, προξενούν διαρκή εγρήγορση και επιθυμία να μην πάρει κανείς την ταινία εντελώς στα σοβαρά, αλλά να αναγνωρίσει τη σατιρική της φύση.

Σκηνοθετικά, όμως, το φιλμ παρουσιάζει αρκετά κενά, ιδίως στο τρίτο, σαφώς πιο αδύναμο συγκριτικά με τα άλλα δύο, μέρος του. Ενώ ο Σουηδός σκηνοθέτης μεριμνά για μία δυναμική έναρξη και δίνει ένα ρεσιτάλ σκηνικών εναλλαγών στο δεύτερο κεφάλαιο (τυχόν διαλογικοί πλατειασμοί δεν κουράζουν απαραίτητα, αν ιδωθούν υπό το πρίσμα του ρεύματος του σουρεαλισμού που διαπερνά την ταινία, αν και η ατέρμονη επανάληψη ορισμένων φράσεων ίσως θεωρηθεί περιττή) η πρωτοτυπία και το χιούμορ του μειώνονται αισθητά μόλις οι επιβάτες προσαράξουν στο νησί. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ταινία από ένα σημείο κι έπειτα μοιάζει να μην έχει ροή και να εγκαταλείπει την πρωτοτυπία της, μετατρεπόμενη σε μιαν ακόμα περιπέτεια επιβίωσης. Ο Ostlund σα να αξιοποίησε όλα τα αποθέματα δημιουργικότητας και φαντασίας που διέθετε κι ύστερα, το μόνο που του απέμεινε ήταν μία παρατραβηγμένη διήγηση για το πόσο διαφθείρει η εξουσία τον οποιονδήποτε, απλώς γέρνοντας τη ζυγαριά υπέρ της ταλαιπωρημένης καθαρίστριας, επιλέγοντας τη βεβιασμένη, υπερβολική λύση της αντιστροφής των κοινωνικών ρόλων για να αποφύγει το τέλμα στο οποίο κινδύνευσε να καταλήξει η ταινία του.

Εν συνόλω, ο Ostlund, αναμφίβολα ικανός κινηματογραφιστής, επιθυμεί να τονίσει, θεωρώ, ότι το χρήμα και η εξουσία διαφθείρουν, προξενούν κοινωνικές διακρίσεις, γεννούν ανθρώπους άπληστους, αδίστακτους, ικανούς να φθάσουν στα άκρα προκειμένου να παραμείνουν σε θέση ισχύος. Είτε πρόκειται για πλούσιους αστούς, είτε για φτωχούς βιοπαλαιστές. Απλώς, όταν ένας δημιουργός επιθυμεί να αποδώσει την προσωπική του οπτική πάνω σε ένα θέμα χιλιοειπωμένο, όπως είναι εκείνο της ταξικής αδικίας και της διαφθοράς, τα όρια μεταξύ πρωτοτυπίας και ανεξέλεγκτης υπερβολής καθίστανται δυσδιάκριτα. Άπαξ και τα διασχίσεις, μεθυσμένος από έμπνευση και δίχως το έμπειρο χέρι της λογικής να είναι σε θέση να σε συγκρατήσει, δεν υπάρχει γυρισμός.

Σχόλια

Your email address will not be published.