Η ταινία Under Paris είναι ένα ξεδιάντροπο rip-off του Jaws (1975) του Steven Spielberg (The Fabelmans). Και δε θα είχαμε κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα με αυτό, εάν υπήρχε μια μαστοριά πίσω από την κατασκευή της, ένα μεράκι, μια απουσία σοβαροφάνειας και μια διάθεση για χαβαλέ που θα διασκέδαζε κάπως τις εντυπώσεις και θα αποσπούσε την προσοχή εν μέρει από την παντελή έλλειψη πρωτοτυπίας. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν έχουν καθόλου έτσι και όσο προχωρά η ταινία τόσο η αίσθηση του déjà vu γίνεται ολοένα πιο ενοχλητική.
Καλοκαίρι 2024. Το Παρίσι φιλοξενεί το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Τρίαθλο στον Σηκουάνα για πρώτη φορά. Η Sophia (Berenice Bejo), μια λαμπρή επιστήμονας, μαθαίνει από τη Mika (Lea Leviant), μια νεαρή περιβαλλοντική ακτιβίστρια, ότι ένας μεγάλος καρχαρίας κολυμπά βαθιά στον ποταμό. Για να αποφύγουν ένα λουτρό αίματος στην καρδιά της πόλης, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Adil (Nassim Lyes), το διοικητή της αστυνομίας του ποταμού Σηκουάνα.

Η ταινία ξεκινά υποσχόμενα, με μια δυνατή σκηνή δράσης η οποία μας αποκαλύπτει το παρελθόν της ηρωίδας, τις ενοχές που κουβαλά για την απώλεια της ομάδας της και την ανάγκη της να εξιλεωθεί προστατεύοντας τους συμπολίτες της από την επίθεση του καρχαρία. Μέσα από μια κινηματογράφηση βασισμένη στη χειροκίνητη κάμερα και το ταχύ αλλά όχι αποπροσανατολιστικό μοντάζ, και με πινελιές τρόμου όπως μερικά καλοστημένα jump scares, ο σκηνοθέτης Xavier Gens καταφέρνει να μας δώσει μια συναρπαστική εισαγωγή που μας προετοιμάζει για μια τίμια sharksploitation περιπετειούλα.
Δυστυχώς, η συνέχεια δεν είναι ανάλογη και για αυτό δεν ευθύνεται μονάχα η διεκπεραιωτική σκηνοθετική δουλειά του Gens σε όλο το υπόλοιπο φιλμ – χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σκηνές δράσης που έπονται, οι οποίες κινηματογραφούνται και μοντάρονται με τρόπο που θυμίζει τη μέση χολιγουντιανή περιπέτεια της σειράς.
Ο βασικός λόγος της αδυναμίας του Under Paris να κερδίσει την εκτίμησή μας είναι ότι αντιγράφει σε υπερβολικό βαθμό την ταινία που, κακά τα ψέματα, θα αποτελεί για πάντα σημείο αναφοράς για κάθε ταινία με καρχαρίες, δηλαδή το προαναφερθέν blockbuster του Spielberg. Τα κλισέ διαδέχονται το ένα το άλλο με καταιγιστικούς ρυθμούς, χωρίς ούτε μια πρωτότυπη ιδέα να μην βρίσκει χώρο να «τρυπώσει» στο σενάριο. Η δομή του φιλμ είναι καθαρή απομίμηση της πλοκής του Jaws, ενώ και οι χαρακτήρες του θυμίζουν επικίνδυνα τους αντίστοιχους του σπιλμπεργκικού αριστουργήματος.

Προσπαθώντας να αντισταθμίσει την προχειρότητα της δραματουργίας, το σενάριο αποπειράται, και πάλι μιμούμενο τον Spielberg, να τοποθετήσει στην καρδιά της προβληματικής του ένα πολιτικό υπόβαθρο, εκμεταλλευόμενο την επικαιρότητα και τους Ολυμπιακούς Αγώνες που πρόκειται να φιλοξενηθούν στη γαλλική πρωτεύουσα προκειμένου να σχολιάσει τη διαπλοκή και την ασυδοσία της πολιτικής εξουσίας, εις βάρος της ασφάλειας των πολιτών. Ακόμα κι αυτό όμως φαντάζει εκβιαστικό και τελείως επιφανειακό, έτσι απότομα όπως εισάγεται από το πουθενά στην ταινία μετά τη μέση της και έτσι άγαρμπα όπως αποτυπώνεται στον ενοχλητικά καρικατουρίστικο, σχηματικότατο χαρακτήρα της δημάρχου – ο αντίστοιχος στο Jaws ήταν ασύγκριτα πιο πειστικός.
Το τελευταίο σφάλμα της ταινίας, το οποίο έρχεται ως χαριστική βολή να την αποτελειώσει, είναι το γεγονός ότι στην τελευταία πράξη αλλάζει βιαστικά είδος και από υποθαλάσσια ταινία τρόμου μετατρέπεται σε ταινία καταστροφής, πιθανώς επειδή ο Gens δεν ήξερε πώς να ξοδέψει το μεγάλο budget που του παραχώρησε το Netflix– ή, απλά, επειδή στη μετά – Marvel εποχή κάθε mainstream ταινία πρέπει να κορυφώνεται με την καταστροφή μιας ολόκληρης πόλης τουλάχιστον. Έτσι, μια οχλαγωγία αχρείαστων καταστροφών έρχεται να καταστρέψει περαιτέρω μια ταινία που θα έβγαινε ωφελημένη αν, στην κατακλείδα της έστω, επένδυε περισσότερο στην ατμόσφαιρα και το στοιχείο του τρόμου.
Συνοπτικά, το Under Paris είναι μια ταινία τρόμου ανάξια της σχολής που έχουν δημιουργήσει εδώ και μερικές δεκαετίες οι Γάλλοι κινηματογραφιστές στο είδος. Αντιγράφοντας τις αμερικανικές blockbuster περιπέτειες χωρίς όμως ιδιαίτερη έμπνευση και μαστοριά, ο Xavier Gens χάνει την ευκαιρία για ένα, έστω, καθαρά ψυχαγωγικό b-movie δράσης και φρίκης που θα υποδεχόμαστε με πολύ μεγαλύτερη επιείκεια. Τουλάχιστον, ας ελπίσουμε να αποφευχθεί το sequel που το φινάλε της ταινίας αυτής υπόσχεται.