Σύμφωνα με το πλάνο της Disney, η τέταρτη φάση του MCU θα εκκινούσε από την σόλο ταινία της συχωρεμένης Black Widow. Ωστόσο, οι γνωστοί λόγοι οδήγησαν στην αναβολή της ταινίας, οπότε η πρεμιέρα της νέας, πολυαναμενόμενης (;) φάσης πραγματοποιήθηκε στην πρώτη μαρβελική σειρά του Disney+, το WandaVision.
Οι υψηλές προσδοκίες
Κατά μια έννοια, αυτή η τροπή των εξελίξεων αποδείχθηκε εξαιρετικά ταιριαστή και ενδιαφέρουσα. Ταιριαστή μιας και όλο το οικοδόμημα του MCU θύμιζε περισσότερο τη δομή μιας παλιομοδίτικης σειράς των εικοσιβάλε επεισοδίων, παρά μια τυπική σειρά ταινιών που δεν θα ξεπέρναγε τις τρεις ταινίες (προσοχή, δεν το λέω αρνητικά, αλλά ως μια παρατήρηση). Ενδιαφέρουσα μιας και το WandaVision έμοιαζε ήδη από το προωθητικό υλικό του ως ένα ερωτικό γράμμα στα αμερικάνικα sitcoms, με το κάθε επεισόδιο να τιμά το είδος, αποτυπώνοντας την εξέλιξη του από δεκαετία σε δεκαετία, ανοίγοντάς μας την όρεξη για κάτι καινοτόμο για τα δεδομένα του μαρβελικού σύμπαντος.
Ωστόσο, εκείνο το χαρακτηριστικό της σειράς που δημιούργησε προσδοκίες για κάτι πραγματικά φρέσκο, όχι μόνο για τα δεδομένα του MCU, αλλά και ολόκληρου του υπερηρωικού είδους, είναι η επιλογή της σειράς να εστιάσει στο θρήνο της Wanda για τον χαμό του Vision. Οι τρομακτικές υπερδυνάμεις της, το τηλεοπτικό φορμάτ και η τάση του είδους να βασίζει τη δημιουργία των χαρακτήρων σε κάποιου είδους απώλεια θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν εκρηκτικό συνδυασμό, μια τηλεοπτική σειρά πραγματικά τολμηρή και ενδιαφέρουσα που θα έδινε έμφαση στο συναίσθημα και όχι μόνο στον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό.
Δυστυχώς, όλες αυτές οι προσδοκίες δεν άργησαν να διαψευσθούν.
Η σκληρή πραγματικότητα
Τα τρία πρώτα επεισόδια, δηλαδή εκείνα τα οποία υπηρετούν πιο πιστά την λογική του σλόγκαν “τιμάμε τα sitcoms που μας μεγάλωσαν”, αρχίζουν να χάνουν γρήγορα τη δυναμική τους. Αυτό που ξεκινά ως μια διασκεδαστική slice of life προσέγγιση, αρχίζει να επαναλαμβάνεται αναίτια, καταλήγοντας τελικά αχρείαστα μονότονη, με τους χαρακτήρες να περιορίζονται σε αστεία για τη φύση του Vision, την οποία εκείνοι αγνοούν, αλλά εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά, οπότε έπρεπε να τα βρούμε όντως ξεκαρδιστικά.
Όταν αυτή η συνταγή παύει να αποδίδει, το σενάριο κάνει ένα άνοιγμα προς μια σαφώς γνώριμη προσέγγιση – βγαίνει από τη φούσκα της Wanda και ενστερνίζεται την συντηρητική αισθητική και αφηγηματική προσέγγιση του υπόλοιπου σύμπαντος, καταλήγοντας τελικά σε ένα φινάλε που παραδίδεται αμαχητί στις υπερηρωικές συμβάσεις. Στο ενδιάμεσο το ενδιαφέρον διατηρήθηκε ζωντανό κυρίως με τη βοήθεια των θεωριών που τροφοδοτούσαν διάφορα κλεισίματα του ματιού, κάποιες εμφανίσεις χαρακτήρων που έκαναν τους πιστούς του σύμπαντος να βρέξουν τα εσώρουχα τους, αρκετές κωμικές αναλαμπές, αλλά και τις εξαιρετικές ερμηνείες του καστ, στις οποίες όμως θα επιστρέψουμε αργότερα.
Τι πήγε λάθος όμως με αυτή τη σειρά; Ήταν άραγε η έλλειψη ιδεών ή μήπως η διάψευση των εκατοντάδων θεωριών που ξεπηδούσαν ύστερα από κάθε επεισόδιο; Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, ήταν η ατολμία των συντελεστών να οδηγήσουν τις αν μη τι άλλο φρέσκες ιδέες τους στα όρια των δυνατοτήτων τους.
Αφήνοντας την slice of life προσέγγιση ανεκμετάλλευτη
Πάρτε για παράδειγμα τη λογική του sitcom. Σαν ιδέα είναι εκπληκτική, αφού δεν έχουμε ξαναδεί στο κινηματογραφικό υπερηρωικό τοπίο την καθημερινή ζωή ενός υπερηρωικού ζευγαριού. Ωστόσο, η προσέγγιση ποτέ δεν αποδίδει τα μέγιστα, διότι γρήγορα αποδεικνύεται πως η προσπάθεια του ζεύγους να κρύψει τις δυνάμεις του από τους γείτονες δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία – όταν πλέον όλοι καταλαβαίνουν πως κάτι είναι περίεργο με εκείνους (για παράδειγμα, όταν γεννιούνται τα δίδυμα), κανένας δεν αντιδράει, συνεχίζοντας κανονικά τις ζωές τους.
Βέβαια, αν θέλουμε να το πάμε και ένα βήμα παραπέρα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως υπήρχαν πολύ πιο ενδιαφέρουσες κατευθύνσεις που θα μπορούσε να πάρει η σειρά, με πιο προφανή την εστίαση στα προβλήματα που προκύπτουν από τη συνύπαρξη ενός (υπερ)ανθρώπου με ένα ρομπότ, το οποίο λειτουργεί με έναν εντελώς διαφορετικό και σίγουρα εκνευριστικό τρόπο. Για την ακρίβεια, μια τέτοια προσέγγιση που θα εστιάζει στην αλληλεπίδραση των δύο χαρακτήρων δεν θα ήταν μονάχα καλοδεχούμενη, αλλά και αναγκαία, δεδομένης της άγαρμπης ερωτικής σύνδεσης των χαρακτήρων στις ταινίες. Αγνοώντας ξεχασμένες και περασμένες στιγμές τις σχέσεις τους, στιγμές που είναι αδύνατο να χωρέσουν σε μια κινηματογραφική παραγωγή, υπονομεύεται ο θρήνος της Wanda. Διότι, αν η πολύ όμορφη παρατήρηση του Vision είναι σωστή και η θλίψη είναι όντως η επιμονή της αγάπης, πώς μπορούμε να στεναχωρηθούμε για μια αγάπη που δεν είδαμε ποτέ να ξετυλίγεται στην οθόνη;
Ο ανεξερεύνητος ατομικός και συλλογικός θρήνος
Κάπως έτσι περνάμε και στη θεματική του θρήνου, η οποία αν και κεντρική, δεν αναπτύσσεται με τον βέλτιστο τρόπο. Η περίπτωση της Wanda ήταν ιδανική για την αποτύπωση των επιπτώσεων του θρήνου στη ψυχοσύνθεση μιας υπερηρωίδας με δυνάμεις όχι απλά ισχυρές, αλλά σε μεγάλο βαθμό και ανεξέλεγκτες. Έχοντας βιώσει ήδη μια σειρά απωλειών, αρχικά των γονιών και ύστερα του αδερφού της, ο θάνατος του Vision λειτούργησε καταστροφικά για την ήδη εύθραυστη ψυχοσύνθεσή της. Έτσι, αδυνατώντας να διαχειριστεί ακόμη μια απώλεια, η Wanda κατασκεύασε ασυνείδητα έναν φανταστικό κόσμο εμπνευσμένο από τις τηλεοπτικές σειρές που παρακολουθούσε μικρή με την οικογένεια της, κρατώντας φυλακισμένους και προκαλώντας ανείπωτο πόνο στους κατοίκους της κωμόπολης του Westview.
Με άλλα λόγια, το σενάριο είχε θέσει τις βάσεις για μια εσωτερική εξερεύνηση που θα οδηγούσε την Wanda στην διαπίστωση πως η θλίψη της την έχει μετατρέψει σε μια φρικτή ανταγωνίστρια. Ιδανικά, συνοδοιπόρος της σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας και αποδοχής του θανάτου θα μπορούσε να ήταν η κατασκευασμένη εκδοχή του Vision, ο οποίος έτσι κι αλλιώς ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καλά.
Παρ’ όλα αυτά, η σειρά υποκύπτει σε διαδοχικά σφάλματα που υποσκάπτουν τις πολλά υποσχόμενες προοπτικές της. Αφενός, θυσιάζει μια πιο εσωτερική, άρα και πειραματική προσέγγιση (την οποία θυμίζω η ίδια μας υποσχέθηκε), προκειμένου να εισάγει μια ανταγωνίστρια, η οποία όχι μόνο δεν έχει ισχυρά κίνητρα, αλλά υποβαθμίζει και την απειλή της Wanda. Αφετέρου, το φινάλε και κυρίως η υπόσχεση του Vision να ξαναβρεθούν, κάτι που δεν είναι διόλου απίθανο με την ύπαρξη του λευκού Vision, ουσιαστικά αναιρεί τον θρήνο της Wanda, άρα και όλο το συναισθηματικό ταξίδι της που υποτίθεται πως ήταν και ο πυρήνας της ιστορίας! Εν τέλει, η σειρά πέφτει θύμα μιας από τις χειρότερες παραδόσεις των υπερηρωικών κόμικς, την μετατροπή του θανάτου σε ένα απλό gimmick, αφού συνήθως χαρακτήρες επιστρέφουν μετά από μερικά τεύχη.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να θυμηθούμε πως ο χαμός του Vision συνέβη στα πλαίσια δύο γεγονότων που θεωρητικά πρέπει να συγκλόνισαν τον μέσο άνθρωπο του σύμπαντος του MCU. Ξαφνικά, άτομα έγιναν -κυριολεκτικά- σκόνη, αφήνοντας τα κοντινά τους πρόσωπα να προσπαθούν να κατανοήσουν τι ακριβώς συνέβη, μόνο και μόνο για να εμφανιστούν ξανά ύστερα από πέντε χρόνια, συνταράσσοντας τις ζωές εκείνων που προσπάθησαν να κάνουν μια νέα αρχή. Ο άπλετος τηλεοπτικός χρόνος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, ώστε να εξερευνηθεί επιτέλους η εμπειρία του μέσου ανθρώπου και ο τρόπος με τον οποίον βιώνει τις τραγικές επιπτώσεις των υπερηρωικών δράσεων, εξερευνώντας το συλλογικό τραύμα στην μετά-το-σναπ εποχή.
Προτού με κατηγορήσετε πως επιδιώκω να κουνήσω το δάχτυλο στους δημιουργούς, λέγοντάς τους τι θα έπρεπε να κάνουν, σας υπενθυμίζω πως οι ίδιοι εισήγαγαν τη Monica, μια χαρακτήρα που εξαφανίστηκε όσο στεκόταν στο πλάι της άρρωστης μητέρας της και όταν επανήλθε διαπίστωσε πως εκείνη είχε πλέον απεβιώσει. Αντί λοιπόν να εμβαθύνουν έστω σε αυτόν τον έναν χαρακτήρα που οι ίδιοι οι δημιουργοί εισήγαγαν, την χρησιμοποίησαν ως ένα μονοδιάστατο μέσο στησίματος μελλοντικών ιστοριών.
Σανίδα σωτηρίας οι ερμηνείες
Παρά τις πολλές χαμένες ευκαιρίες, η σειρά προσφέρει εννιά ευχάριστα ημίωρα (και κάτι ψιλά) και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις απολαυστικές ερμηνείες τόσο του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, Elizabeth Olsen και Paul Bettany, όσο και της υπέροχης Kathryn Hahn. Ο χαρακτήρας με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι προφανώς η Wanda, η οποία προσπαθεί να ξεπεράσει (ή να αγνοήσει) τον χαμό του αγαπημένου της Vision και αργότερα να συμβιβαστεί με το γεγονός πως οι δυνάμεις της είχαν καταστροφικές συνέπειες στις ζωές αθώων ανθρώπων, αν και από τα παραπάνω προκύπτει πως ο χαρακτήρας της είχε περιθώρια για μια πολύ πιο ζουμερή προσέγγιση. Ο Paul Bettany ως Vision δεν στέκεται τόσο τυχερός ως προς το ρόλο του, ωστόσο η γοητευτική, πράα παρουσία του και η χημεία του με την Olsen καταφέρνουν να κερδίσουν τη συμπάθεια του κοινού.
Βέβαια, εκείνη που κλέβει την παράσταση είναι η Hahn ως η μάγισσα Agatha. Όπως και στην περίπτωση του Vision, ο ρόλος της δεν έχει ιδιαίτερο βάθος, ούτε παρακινείται από ιδιαίτερα κίνητρα, οπότε κατά μια έννοια συνεχίζει την παράδοση των αδιάφορων ανταγωνιστών της Marvel. Ωστόσο, κάθε δευτερόλεπτο που εμφανίζεται στην οθόνη, η Hahn ερμηνεύει το ρόλο της με τόση ζωντάνια και πονηριά, προσφέροντας αρκετές κωμικές στιγμές. Εξίσου απολαυστικός, αλλά με αισθητά μετριασμένο τηλεοπτικό χρόνο είναι ο Evan Peters.
Είναι αυτό το τηλεοπτικό μέλλον;
Όταν ανακοινώθηκαν οι νέες σειρές της πλατφόρμας της Disney, αποδείχθηκε πως το μεγαλύτερο μέρος τους θα αποτελούσε spin-off των δύο μεγάλων κινηματογραφικών franchises, του Star Wars και του MCU. Κρίνοντας από τη WandaVision, πολύ φοβάμαι πως θα περάσουμε σε μια φάση όπου τα τηλεοπτικά προϊόντα θα καταλήξουν να λειτουργούν ως teasers για τις μεγάλες κυκλοφορίες.
Είναι προφανές πως η συγκεκριμένη σειρά, παρά τις επιμέρους αρετές της, δεν θα μπορούσε να σταθεί αν κυκλοφορούσε μέσα σε μια μέρα αλα Netflix ή αν ο μισός τηλεοπτικός χρόνος δεν αναλωνόταν στην προσφορά φρούδων υποσχέσεων προς το κοινό, μόνο και μόνο για να διατηρείται στην επικαιρότητα μέσω των αμέτρητων θεωριών.
Μέχρι τώρα, η τηλεόραση ήταν το μοναδικό πεδίο όπου οι καλλιτέχνες μπορούσαν να πειραματιστούν καλλιτεχνικά δίχως ιδιαίτερους περιορισμούς, οδηγώντας στην τηλεοπτική άνθιση. Είναι κρίμα εκείνη να τελειώσει πρόωρα εξαιτίας της μεγαλομανίας των μονοπωλίων της διασκέδασης.