West Side Story. Χρόνια παρουσίας στο σανίδι του Broadway. Μια από τις πιο καινοτόμες και διάσημες κινηματογραφικές μεταφορές στην ιστορία του σινεμά. 10 Όσκαρ. Ευαγγέλιο για τους θιασώτες του μιούζικαλ (και μη). Πλήθος άλλων διακρίσεων και παρασκηνιακών συζητήσεων. Το δε σάουντρακ, 54 εβδομάδες στην κορυφή των τσαρτς. Αυτά και άλλα πολλά συντροφεύουν το θρυλικό αυτό μιούζικαλ.
60 χρόνια μετά, ο Spielberg, κάτοχος δύο Όσκαρ και υπεύθυνος για μερικές από τις σημαντικότερες δημιουργίες στην ιστορία του θεσμού, αποφασίζει να αναμετρηθεί, για πρώτη του φορά, με το είδος του μιούζικαλ, εκπληρώνει το παιδικό του όνειρο, ξαναδιαβάζει την εκμορντενισμένη εκδοχή του σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», και καταφέρνει να παραδώσει όχι μόνο την ταινία της χρονιάς (και μία από τις κορυφαίες της μακρόχρονης φιλμογραφίας του), αλλά, ταυτόχρονα, και ένα μάθημα σχετικά με το πως δεύτερες κινηματογραφικές αναγνώσεις τέτοιου επιπέδου δεν θα πρέπει να φοβόμαστε να γίνονται, σε μια περίοδο όπου κλασικές ταινίες και χαρακτήρες «αναστένωνται» στον βωμό του χρήματος.
Περισσότερο κοντά στο πρωτότυπο θεατρικό του ’57, χωρίς να απέχει και πολύ από την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του ’61, αλλά με μικρές και ουσιώδεις πινελιές-αλλαγές στη σειρά των τραγουδιών και στο σενάριο που επικαιροποιούν τον χαρακτήρα του νέου φιλμ και κάνουν την διάρκεια του να κυλάει σαν νερό, ο Spielberg σέβεται το αρχικό και, παράλληλα, αφουγκράζεται το παρόν, την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στην, μονίμως, διχασμένη Αμερική, αλλά και τις μη εξαλείψιμες διακρίσεις σε βάρος των μειονοτικών ομάδων και αυτοχθόνων. Και αν το πρώτο φιλμ έβγαλε το είδος του μιούζικαλ έξω από το στούντιο, εδώ, ο Spielberg το κάνει πιο εμφανές, απλώνοντας την δράση σε ολόκληρη την συνοικία της Νέας Υόρκης. Αυτή των Jets και των Sharks.

Η ιστορία ήδη γνωστή. Δύο νεανικές συμμορίες, οι Jets (παιδιά λευκών μεταναστών στην Αμερική) και οι Sharks (Λατίνοι με καταγωγή από το Πουέρτο Ρίκο), μάχονται για το ποιοι θα καταφέρουν να έχουν τον έλεγχο μιας υποβαθμισμένης περιοχής και αποφασίζουν για ένα τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Στη μέση αυτής της κατάστασης θα βρεθεί ένα παράφορα ερωτευμένο ζευγάρι: ο πρώην αρχηγός των Jets και άρτι αποφυλακισθείς Tony, και η αδελφή του αρχηγού των Sharks, Maria.
Προκειμένου να ανα-γεννήσει ένα έργο που έμοιαζε (κινηματογραφικά) μη αναθεωρήσιμο και εξαρχής κλασικό, ο Spielberg επιστρατεύει τον χρόνιο συνεργάτη του στο σενάριο, Tony Kushner (Lincoln, Munich), τον αμερικανό χορογράφο, Justin Peck, που ναι μεν πατάει πάνω στις χορογραφίες του Robins, αλλά τις απογειώνει πηγαίνοντας τες ένα βήμα παραπέρα, δίνοντας ενέργεια και χώρο στους χαρακτήρες να ξεδιπλώσουν τα συναισθήματά τους και τον μόνιμο συνεργάτη του στην φωτογραφία, Janusz Kaminski, που μπολιάζει κάθε καρέ με χρώμα, ένταση και πάθος, ξέροντας πως να χειριστεί άρτια την χρήση του φωτός για να αποτυπώσει στον φακό τα ανάλογα συναισθήματα.

Η αυλαία ανοίγει με έναν ευφάνταστα ειρωνικό τρόπο. Χαλάσματα, γερανοί και μια μπάλα κατεδάφισης απειλούν και γκρεμίζουν κτίρια (μαζί και ελπίδες), για χάρη της ανέγερσης ενός πολιτισμικού κέντρου, που διόλου δεν απέχει από τις δικές μας, εγχώριες, αναπλάσεις. Η εναρκτήρια σεκάνς δεν ακολουθείται από το «Jet song», αλλά από τον εθνικό ύμνο του Πουέρτο Ρίκο «La Borinquena» κάνοντας εμφανείς τις προθέσεις του σκηνοθέτη σχετικά με την προώθηση της πολυπολιτισμικότητας από το ξεκίνημα. Το «Tonight» παραμένει εξίσου ρομαντικό, τρυφερό και συγκινητικό, το κλασικό πλέον «America» που σφύζει από χρώμα και χορό ξεχύνεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης, «κατατροπώνει» το αρχικό, και αποτελεί μια από τις πιο άρτια εκτελεσμένες χορογραφίες των τελευταίων ετών για τον γράφοντα, χορογραφίες που μόνο το σινεμά μπορεί να αναδείξει. Το «Gee, officer Krupke» φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ, μολονότι οι στίχοι του γράφτηκαν το 1957!, το «One hand one heart» αποκτά τελετουργική διάσταση, ενώ το «Somewhere» αποτελεί την ευχάριστη έκπληξη του φιλμ που φυλάσσεται για το τέλος, ερμηνεύεται με τον κατάλληλο τόνο και κατακλύζει την οθόνη με τον οικουμενικό , επιτακτικό και συγκινητικό του χαρακτήρα.
Μιλώντας κανείς για το νέο φιλμ του Spielberg δεν θα μπορούσε να παραβλέψει το καστ, αν και στην ουσία πρόκειται για ένα three-women-show. Η επιλογή του να πλαισιώσει τους Sharks μόνο με Λατίνους ηθοποιούς και να μην υποτιτλίσει καθόλου τους ισπανικούς διαλόγους (τολμηρή απόφαση θαρρώ, που, όμως, πετυχαίνει), προσφέρει αυθεντικότητα και διαφοροποιείται με τον δικό της τρόπο από το αρχικό, όπου για ευνόητους λόγους δεν μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί μισό και αιώνα πριν. Η γλυκιά, ευαίσθητη, ερωτεύσιμη και ερωτευμένη Rachel Zegler, στον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, είναι η αποκάλυψη της χρονιάς ως Maria. Η Ariana DeBose (που πέρσι είχαμε δει στο Prom του Netflix) τα σπάει ως Anita. Ως άλλος οδοστρωτήρας, κάνει την κάθε σκηνή δική της με την σαρωτική της ερμηνεία και τον λατινογενή αέρα που διαθέτει. Άψογη στο χορευτικο-τραγουδιστικό κομμάτι, γεμάτη ένταση στην πρώτη πράξη, και συναισθηματικά ευάλωτη στην δεύτερη, βάζει πλώρη, μαζί με την συμπρωταγωνίστρια της, για τα Όσκαρ δεύτερου και πρώτου ρόλου αντίστοιχα, ενώ ο εγωιστής και πολεμοχαρής David Alvarez, είναι ο αρχηγός των Sharks, Bernardo.

Από την άλλη πλευρά, συναντάμε τον Ansel Elgort που αναμετράται με τον Richard Beymer στον ρόλο του Tony. Αν και λίγο βουτηρομπεμπές, όπως θα τον χαρακτήριζε κανείς σήμερα, τραγουδά με χάρη τον Tony, λιώνει για χάρη της Marias και, παράλληλα, προσπαθεί να ξεφύγει από το βίαιο παρελθόν του. Ο Mike Feist είναι ο σύγχρονος αλητάκος, που, δυστυχώς, χάνει κάθε μάχη σε σύγκριση με τον Riff του Tamblyn, ενώ η Rita Moreno αποτελεί τον συνδετικό κρίκο παρελθόντος-παρόντος, επιστρέφοντας 60 χρόνια μετά (!) στο φιλμ, που της χάρισε το Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της ως τότε Anitas, με έναν πρωτότυπο ρόλο, όντας η φωνή της λογικής και συνείδησης. Είναι εκείνη που έχει παντρευτεί έναν gringo, αλλά τώρα έχει χηρέψει, έχει «μεγαλώσει» σαν άλλη μαμά τα παιδιά των συμμοριών που τρώγονται μεταξύ τους, ενώ αναζητά την λύτρωση και την αποδοχή σε μια κοινότητα που δύσκολα την χαρίζει.
Μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους και ηρεμήσεις από την υπερδιέγερση που σου έχει προκαλέσει η αναβίωση της αξεπέραστης μουσικής του Leonard Bernstein (σε στίχους του αείμνηστου Stephen Sondheim) δια χειρός Gustavo Dudamel, αντιλαμβάνεσαι και τον βαθύτερο λόγο που ο Spielberg επέλεξε να κάνει αυτό το φιλμ. Στην τραμπική εποχή (δεδομένου ότι το φιλμ άρχισε γυρίσματα το 2016 και έμεινε και στο ράφι για περισσότερο από έναν χρόνο λόγω της πανδημίας) όπου οι συγκρούσεις οξύνονται και τα πράγματα δεν λένε να καλυτερεύσουν, στην εποχή όπου η αστυνομοκρατία δυσχαιρένει παρά αμβλύνει τον φανατισμό και οι ρατσιστικές επιθέσεις και πιστεύω δεν λένε να κοπάσουν, δύο εθνοτικά αταίριαστοι νέοι ερωτεύονται βρισκόμενοι στον ίδιο αφηγηματικό άξονα με τις κοινωνικο-πολιτικές αιχμές κατά του τραμπικού καθεστώτος.

Αποτίοντας φόρο τιμής στο αρχικό φιλμ, εκπληρώνοντας ένα παιδικό όραμα ενός φιλμ με τα ακούσματα του οποίου γαλουχήθηκε, υπενθυμίζοντας την σημασία της μεγάλης οθόνης που υπηρετεί σαν ιππότης, καταγγέλλοντας τα «προοδευτικά» βήματα που η αμερικάνικη κοινωνία έχει (και δεν έχει) κάνει μέσα σε αυτά τα 60 χρόνια, εξυμνώντας την πολυπολιτισμικότητα της αμερικάνικης κουλτούρας, και παραμένοντας στα 74 του ακόμη δημιουργικός και φρέσκος, ο Spielberg απαντά σε όλα αυτα τα γιατί των κακοπροαίρετων. Και το αποτέλεσμα μιλά από μόνο του.