The Woman In The Window

Μεγάλος ήταν ο ντόρος που είχε δημιουργηθεί γύρω από το φιλμ πριν καν κάνει την πρεμιέρα του στις αίθουσες. Και αυτό γιατί είχαν προηγηθεί: η συγχώνευση δύο μεγάλων κινηματογραφικών στούντιο (η 20th Century Fox εξαγοράστηκε από τον κολοσσό της Disney), νέα πρόσθετα γυρίσματα τρεις, μόλις, μήνες πριν την κυκλοφορία της ταινίας , προκειμένου να αλλάξει το τέλος και κάποια στοιχεία της πλοκής, καθώς οι ιθύνοντες της Disney δεν ήταν ευχαριστημένοι με το αρχικό cut, αλλά και μία πολύμηνη πανδημία που έσπρωξε τις όποιες προγραμματισμένες ταινίες, τουλάχιστον, ένα χρόνο μετά την αρχική τους ημερομηνία εξόδου.

Η Anna Fox (Amy Adams) ζει μόνη της σε ένα από τα αχανή και πολυτελή σπίτια στο Μανχάταν που ο καθένας μας θα επιθυμούσε να έχει ή και όχι; Για την ακρίβεια βρίσκεται σε διάσταση με τον σύζυγο της και την 8άχρονη κόρη τους, ενώ «μοιράζεται» το σπίτι με τον νοικάρη της που μένει στο υπόγειο. Πάσχει, επίσης, από αγοραφοβία, γεγονός που την εμποδίζει να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού της, και περνάει τον χρόνο της έχοντας για συντροφιά έναν γάτο, παλιές κλασικές ταινίες, μπόλικο κόκκινο κρασί, και παρακολουθώντας τους γείτονες της.

Τι γίνεται, όμως, όταν η τριμελής οικογένεια Russell μετακομίσει στο απέναντι σπίτι; Η Ανν θα γίνει εξ αποστάσεως μάρτυρας μιας δολοφονίας και τότε είναι που ο εύθραυστος κόσμος της θα αρχίσει να καταρρέει. Τι είναι πραγματικότητα και τι κινείται στη σφαίρα της φαντασίας; Έχει αρχίσει να τα χάνει ή μήπως όλα είναι μια καλοφτιαγμένη πλεκτάνη εναντίον της;

Σαν άλλος James Stewart, αν και οι λόγοι που τους κρατούν καθηλωμένους διαφέρουν, η Anna, κατασκοπεύει τους γείτονές της, δημιουργώντας κατά αυτό τον τρόπο μια φαινομενική οικειότητα. Είναι σα να τους γνωρίζει –το πρόγραμμα και τις συνήθειες τους- χωρίς, όμως, ποτέ να τους έχει δει από κοντά. Και αν και γυρισμένο πριν την πανδημία, το φιλμ είναι πιο επίκαιρο από ποτέ – την αγοραφοβία στην προκειμένη περίπτωση προκαλεί ο φόβος του ιού που προσπαθούμε σιγά σιγά να αντεπεξέλθουμε.

Ενώ δεν υπολείπεται στη δυναμική και το ταλέντο όλων όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία του –στη σκηνοθεσία συναντάμε τον γνώριμο Joe Wright «Atonement», «Darkest Hour», «Pride & Prejudice», στη φωτογραφία τον ταλαντούχο Bruno Delbonnel, στη διασκευή του σεναρίου τον Tracy Letts, καθώς και ένα εξόχως λαοφιλές καστ οσκαρούχων ηθοποιών-, το φιλμ αποδεικνύεται μια ταινία της σειράς, ένα πυροτέχνημα, ικανό να το έχεις λησμονήσει ήδη την επόμενη μέρα.

Παρ’ όλα αυτά, η Adams δίνει μια αξιόλογη ερμηνεία, εξάλλου αποτελεί και την καλύτερη ηθοποιό της γενιάς της, ως μπερδεμένη γυναίκα ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την κανονικότητα που ζει παρέα με κρασί και χάπια. Στην άμβλυνση αυτής της ψευδαίσθησης συμβάλλει και η φωτογραφία του Bruno Delbonnel, ο οποίος φωτίζοντας τα δωμάτια σε αποχρώσεις έντονου ροζ και ψυχρού μπλε αποδίδει τις παραισθήσεις και την μοναξιά της. Αλλά και η σκηνοθεσία βοηθά στη δημιουργία ατμόσφαιρας θρίλερ. Που, όμως, έγκειται, εν τέλει, η αδυναμία του φιλμ; Το μυστήριο είναι κοινότοπο, η ψυχολογική εμβάθυνση στους χαρακτήρες της ταινίας επιδερμική, και το φινάλε βεβιασμένο. Άραγε τι σου μένει λοιπόν; Ένα καλό υλικό μεν -το εξαιρετικό best seller του A.J.Finn- που όπως πολλές κινηματογραφικές μεταφορές παραμένει, και αυτό, ανεκμετάλλευτο.

Άνθρακας, λοιπόν, ο θησαυρός! Η κινηματογραφική, αλά Hitchcock, μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου χάνει κάθε στοίχημα, το σενάριο μπάζει νερά από παντού, ο μηχανισμός της αγωνίας μοιάζει να υπολειτουργεί, η στιγμή της αποκάλυψης της αλήθειας, όπου όλοι οι χαρακτήρες είναι συγκεντρωμένοι, είναι περισσότερο κωμική, ενώ την παράσταση, αναμφίλεκτα, κλέβει ο χνουδωτός Punch.

Σχόλια

Your email address will not be published.