Έξι γεμάτοι αυτοπεποίθηση νέοι, ο υπερφιλόδοξος Wayne με την κοπέλα του (και ανερχόμενη σταρ) Maxine (Mia Goth), ο Αφροαμερικανός gigolo και βετεράνος του Βιετνάμ Jackson Hole (Kid Cudi) με την στρίπερ συμπρωταγωνίστρια του Bobby (Brittany Snow) και ο auteur, γεμάτος καλλιτεχνικές ανησυχίες, RJ (Owen Campbell) με την λιγομίλητη και πιο συνειδητοποιημένη Lorraine (Jenna Ortega) που της έχει ανατεθεί το πόστο της ηχολήπτριας, μισθώνουν για ένα σαββατοκύριακο έναν αχυρώνα προκειμένου να ζήσουν το αμερικάνικο όνειρο γυρίζοντας μια ταινία πορνό και προσδοκώντας στην επιτυχία και αναγνώριση που θα τους προσφέρει το είδος στην τότε ακμάζουσα αγορά της βιομηχανίας του σεξ. Οι εκμισθωτές, ωστόσο, ένα φιλήσυχο, φαινομενικά, ζευγάρι ηλικιωμένων που κατοικεί παραδίπλα αγνοώντας πλήρως τις αρχικές προθέσεις των ενοικιαστών θα αντιδράσουν (μη) αναμενόμενα όταν ανακαλύψουν τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού.
Ο χρόνος αναφοράς είναι τα 70ς. Μια δεκαετία όπου οι ταινίες τρόμου στιγμάτισαν μια ολόκληρη γενιά (βλέπε The Texas Chain Saw Massacre, Jaws, Halloween, Exorcist και η λίστα συνεχίζεται..), έκοβαν εισιτήρια γεμίζοντας τις αίθουσες σκορπώντας τον τρόμο σε ανυποψίαστους και μη θεατές. Ο West αυτό που κάνει, έχοντας μεγαλώσει με αυτές τις ταινίες, δεν είναι άλλο παρά μια «τρομαχτική» και, ταυτόχρονα, σινεφιλική αναδρομή στο παρελθόν. Από τον αμερικάνικο Νότο του The Texas Chain Saw Massacre και το Scream του Craven μέχρι το Psycho του Hitchcock και το gore στοιχείο του De Palma οι αναφορές είναι παντού.
Αν με ρωτάτε, αυτό που εκτίμησα περισσότερο στο εν λόγω φιλμ είναι ο τρόπος με τον οποίο ο West επιλέγει να ενορχηστρώσει το όλο φιλμ (σε αντίθεση με άλλες ταινίες του είδους). Όπως και οι χαρακτήρες του έχει αυτοπεποίθηση πίσω από την κάμερα και αυτό αποτυπώνεται στο πανί, στον τρόπο που κόβει τις σκηνές και την χρησιμοποιεί. Οτιδήποτε αναμένει κανείς να δει σε μια horror ταινία είναι εδώ. Η ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, τα κλισέ, οι όποιες ανατροπές και τα τεχνάσματα «παντρεύονται» έξυπνα με τις σημερινές ανησυχίες, με το τελικό αποτέλεσμα να αποζημιώνει και με το παραπάνω τον θεατή, αλλά, παράλληλα, να επιβραβεύει και την παραγωγό εταιρεία Α24 που τα τελευταία χρόνια φλερτάρει με ένα πιο εναλλακτικό είδος horror.
Ο χρόνος περνάει και πολλές φορές λειτουργεί εις βάρος μας. Γερνάμε. Σταματάμε να αρέσουμε. Και πολλές φορές δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε. “One day baby we ‘ll be old” αναφέρει χαρακτηριστικά το reckoning song του Avidan το οποίο αν και δεν ακούγεται στην ταινία συνοψίζει όλη της την ουσία. Το σεξ και γενικότερα η αντίληψη του ότι η ζωή είναι μικρή γίνεται κινητήριος μοχλός της ιστορίας πυροδοτώντας καταπιεσμένα πάθη και ανείπωτες επιθυμίες των πρωταγωνιστών. Η άφιξη των καυλωμένων (και απονήρευτων) νεαρών θα «ξυπνήσει» το ξεχασμένο από τον χρόνο ζευγάρι των ηλικιωμένων αποτελώντας την βάση πάνω στην οποία ο West θα θίξει αλληγορικά την σχέση μεταξύ σεξ και θανάτου.
Πρόκειται για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, αυτούς που έχουν κουβαλήσει στην πλάτη τους χρόνια κακουχιών αλλά και έναν πόλεμο στο Βιετνάμ, με ό, τι αυτό συνεπάγεται, που αντιμετωπίζουν την περιφρόνηση των νεότερων για όλα αυτά που θεωρούν δεδομένα και για τα οποία (οι τελευταίοι) μπορούν να υπερηφανεύονται.
Το Χ δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας όσο αφορά το είδος στο οποίο συγκαταλέγεται. Είναι, όμως, προσεγμένο, καθώς δεν πρόκειται απλώς για μια ακόμη meta ταινία (βλέπε διεύθυνση φωτογραφίας), προσφέρει 2-3 σκηνές ανθολογίας και διαθέτει συνοχή, στοιχεία στα οποία άλλα φιλμ υπολείπονται. Η διάχυτη ειρωνεία και το χιούμορ γύρω από (και για) το σεξ, την θρησκεία («η Αμερική είναι ο Ιησούς») και την πατρίδα λειτουργούν στα υπέρ, σχολιάζοντας αποδημητικά μια συντηρητική κοινωνία. Και αν πας να αναφερθείς (και) στο soundtrack, και στο sex symbol που ακούει στο όνομα Mia Goth θα συνειδητοποιήσεις, τελικά, πως το Χ είναι ένα μικρό horror διαμαντάκι.