Στο Zero Day, o σπουδαίος Robert De Niro αναλαμβάνει για πρώτη φορά στην καριέρα του πρωταγωνιστικό ρόλο σε τηλεοπτική σειρά. Υποδύεται τον πρώην Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών George Mullen, ο οποίος έχει αποσυρθεί από την πολιτική ύστερα από τον τραγικό θάνατο του γιου του. Όταν, όμως, μια κυβερνοεπίθεση προκαλέσει πανικό και σπείρει το χάος στις τάξεις του αμερικανικού κράτους, η νυν Πρόεδρος (Kamala Harr…εεε…Angela Bassett) του αναθέτει να ηγηθεί μιας επιτροπής που θα διερευνήσει το θέμα και θα συλλάβει τους υπαίτιους. Ο Mullen δέχεται και προβαίνει σε μια σειρά αμφιλεγόμενων μέτρων ασφαλείας, που κάνουν την αντιπολίτευση να τον κατηγορήσει για κατάχρηση εξουσίας. Όταν, τελικά, ο Mullen κατορθώσει να βρει τους ενόχους, θα έρθει αντιμέτωπος με ένα τρομερό δίλημμα.
Το Zero Day έρχεται σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη πολιτικά περίοδο για την Αμερική, αλλά και για όλο τον πλανήτη, και αποτυπώνει τους εσωτερικούς διχασμούς της χώρας στην οθόνη. Από τη μια έχουμε τους δεξιούς εξτρεμιστές, από τις τάξεις των οποίων αναδείχθηκε ο νυν Πρόεδρος των ΗΠΑ στην πραγματική ζωή, οι οποίοι βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας της αδυναμίας των κεντροδεξιών πολιτικών τους αντιπάλων να θέσουν σε προτεραιότητα πολιτικές και ζητήματα που αφορούν μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού από τους προνομιούχους της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον, την ίδια στιγμή που η (όποια) αριστερά αναλώνεται σε συνωμοσιολογίες και παραπλάνηση της κοινής γνώμης μέσω των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης.

Όλα αυτά η σειρά τα αποτυπώνει με σποραδικά εύστοχο τρόπο, ενίοτε σχηματικά, πάντοτε όμως με ενδιαφέρον. Αν κάτι καταφέρνει να αποδώσει σωστά, είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση ιδεολογικής σύγχυσης που επικρατεί στον πλανήτη μας αυτήν τη στιγμή, όπου τα όρια σωστού και λάθος θολώνουν διαρκώς, η αλήθεια σχετικοποιείται και η ηθική περιγελάται. Γι’ αυτό και το φινάλε φαντάζει κάπως αφελές σε σύγκριση με ό,τι έχει προηγηθεί, όμως αλίμονο, καταλαβαίνεις γιατί οι δημιουργοί της σειράς θέλησαν να κλείσουν την ιστορία τους με μια γλυκόπικρη νότα: αν ακόμα και η ψυχαγωγία μας βυθίσει στην απελπισία, τι μας έχει απομείνει να ελπίζουμε;
Το πρόβλημα της σειράς έγκειται στη διάρκειά της και στην συνεπακόλουθη φλυαρία της. Όπως συμβαίνει πολύ συχνά πλέον, το σενάριο του Zero Day θα μπορούσε να γίνει μια ωραιότατη, παλιάς κοπής πολιτική ταινία δύο ωρών. Επειδή, όμως, δεν διανύουμε την καλύτερη εποχή για πρωτότυπες ιστορίες που απαιτούν μεσαίο προϋπολογισμό και στηρίζονται στο όνομα του σταρ για να προσελκύσουν το κοινό στις αίθουσες, και αυτό το σενάριο κατέληξε στο Netflix, όπου μετατράπηκε σε μίνι σειρά, γεγονός που έχει σαν συνέπεια οι (ιδανικές) δύο ώρες να γίνονται σχεδόν έξι, η πλοκή να ξεχειλώνει, να περιπλέκεται δίχως αιτία και να αποπροσανατολίζει το θεατή. Με εξαίρεση το καταιγιστικό πρώτο και το κλιμακούμενο τελευταίο επεισόδιο, τα ενδιάμεσα θα μπορούσαν εύκολα να συμπιεστούν σημαντικά, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη κατανόηση, από μεριάς του θεατή, όλων όσων λαμβάνουν χώρα επί της οθόνης.

Πάντως, το cast είναι εξαιρετικό, με προεξάρχοντα έναν Robert De Niro σε μια από τις καλύτερες πρόσφατες ερμηνείες του. Ο ηθοποιός, ο οποίος, όπως ο ίδιος δήλωσε, απόλαυσε πολύ τη διαδικασία των γυρισμάτων της σειράς, μας θυμίζει πως δεν θεωρείται τυχαία ένας από τους κορυφαίους στην ιστορία του σινεμά, καταφέρνοντας να πλάσει το πορτρέτο ενός πολιτικού που επιθυμεί να κάνει το σωστό, όμως το σύστημα, οι μηχανισμοί του, αλλά και τα προσωπικά του λάθη του παρελθόντος δεν τον αφήνουν. Άκρως ικανοποιητικοί είναι η Angela Bassett σε ρόλο Προέδρου των ΗΠΑ, ο Jesse Plemons (i’m thinking of ending things), ο οποίος υποδύεται το δεξί χέρι του De Niro, αλλά και ο Dan Stevens, φτυστός εδώ με τον Άρη Χατζηστεφάνου, στο ρόλο ενός αμφιλεγόμενου πολιτικού σχολιαστή.
Το Zero Day είναι μια σειρά που δεν έχει να προσφέρει κάποια πρωτοτυπία, αφηγείται όμως μια ενδιαφέρουσα ιστορία με τρόπο τηλεοπτικά αξιόπιστο – άλλωστε, το σκηνοθετεί η έμπειρη στον κλάδο Lesli Linka Glatter του εξαιρετικού Homeland. Ωστόσο, η ερμηνεία του De Niro είναι επαρκής λόγος να δει κανείς αυτό το πολιτικό θρίλερ, αφού ο αγαπημένος μας ηθοποιός αποδεικνύει πως, όταν έχει στα χέρια του ένα ζουμερό ρόλο, «το ‘χει» ακόμη.